Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Το πιο οδυνηρό πλήγμα για την πρωθυπουργό ήταν η παραίτηση του υπουργού Brexit Ντόμινικ Ράαμπ. Ο προκάτοχός του Ντέιβιντ Ντέιβις είχε επίσης παραιτηθεί, μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον, μετά την πολύκροτη συνάντηση του Τσέκερς, η οποία ουσιαστικά δρομολόγησε τον συμβιβασμό της περασμένης εβδομάδας. Οταν οι δύο υπουργοί που χειρίστηκαν, επί κυβερνήσεων Μέι, τις μαραθώνιες διαπραγματεύσεις με τους «27» καταγγέλλουν ως απαράδεκτη τη συμφωνία, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο δύσκολο για την πρωθυπουργό είναι να «πουλήσει» στην κοινή γνώμη αυτό το ογκώδες ντοκουμέντο των 585 σελίδων, που θα κρίνει τη μοίρα της χώρας της για αρκετές δεκαετίες.
Οι αγορές, πάντως, το κατάλαβαν αμέσως, εξ ου και η ελεύθερη πτώση της λίρας, όπως και των μετοχών στο βρετανικό χρηματιστήριο. Αλλά τα χειρότερα δεν είχαν έρθει. Στη θυελλώδη συνεδρίαση της Βουλής των Κοινοτήτων, που έλαβε χώρα την Τετάρτη, η Μέι βρέθηκε ανάμεσα σε πυκνά, διασταυρούμενα πυρά, καθώς τόσο τα κόμματα της αντιπολίτευσης όσο και οι σκληροπυρηνικοί ευρωσκεπτικιστές από τους κόλπους των Συντηρητικών καυτηρίασαν το «μισό Brexit» που τους παρουσίασαν ως ένα εξαμβλωματικό σχέδιο, που συνδυάζει τα χειρότερα και των δύο κόσμων: ούτε τον οικονομικό κλυδωνισμό της χώρας αποτρέπει, ούτε την υπεσχημένη ανάκτηση της ανεξαρτησίας της από τις Βρυξέλλες εξασφαλίζει. Αντίθετα, παγιδεύει τη Βρετανία σε μια ερμαφρόδιτη κατάσταση, όπου θα υποχρεώνεται να ακολουθεί για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα πολλούς από τους κανόνες και τους περιορισμούς της Ε.Ε., χωρίς να έχει καμία δυνατότητα επίδρασης πάνω τους, αφού θεωρητικά τουλάχιστον, θα έχει φύγει από αυτήν από τις 29 Μαρτίου του 2019. Μεταξύ αυτών που απορρίπτουν τη συμφωνία είναι και το κόμμα των Ενωτικών της Βόρειας Ιρλανδίας DUP, από την υποστήριξη του οποίου εξαρτάται η επιβίωση της κυβέρνησης Μέι. Κι αυτό γιατί η επιτευχθείσα συμφωνία, αν και δεν καθιερώνει «σκληρό σύνορο» ανάμεσα στη Βόρεια και στην ανεξάρτητη Ιρλανδία, κάτι που θα υπονόμευε την ειρηνευτική διαδικασία στο νησί, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο διαφορετικής μεταχείρισης της Βόρειας Ιρλανδίας από το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο για απροσδιόριστο διάστημα, θέτοντας ζήτημα συνοχής της ίδιας της χώρας.
Οχι απροσδόκητα, επιφανείς οπαδοί του Brexit, με επικεφαλής τον προβεβλημένο βουλευτή των Τόρις Τζέικομπ Ρις-Μογκ, ζήτησαν από τον πρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας να κινήσει τη διαδικασία για πρόταση δυσπιστίας κατά της Μέι. Οταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, τα βρετανικά μέσα ανέφεραν ότι 20 βουλευτές είχαν ζητήσει το ίδιο – αριθμός που απέχει από το ελάχιστο όριο των 48, το οποίο πρέπει να καλυφθεί για να τεθεί σε κίνηση η ψήφος δυσπιστίας. Δεν αποκλείεται, όμως, να συγκεντρωθεί αυτός ο αριθμός, ακόμη και μέσα στο Σαββατοκύριακο που διανύουμε.
Οι «αντάρτες»
Παρ’ όλα αυτά θεωρείται απίθανο να κερδίσουν οι «αντάρτες» τη μάχη στην κοινοβουλευτική ομάδα των Τόρις, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή. Αν πιστέψουμε τα πιο έγκυρα βρετανικά μέσα, όπως το BBC, οι σκληροπυρηνικοί ευρωσκεπτικιστές αριθμούν μόνο 51 βουλευτές σε σύνολο 315, ενώ η Μέι μπορεί να υπολογίζει στην υποστήριξη 249 «νομιμοφρόνων». Οι αντάρτες έχουν να αντιμετωπίσουν δύο πολύ σοβαρά προβλήματα: την έλλειψη μιας ισχυρής προσωπικότητας που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τη Μέι (ο Μπόρις Τζόνσον μπορεί να είναι επικοινωνιακός, αλλά θεωρείται επιρρεπής στις γκάφες και στις σπασμωδικές κινήσεις) και την έλλειψη βιώσιμης εναλλακτικής λύσης, πέραν ενός χαώδους Brexit χωρίς συμφωνία, που φοβίζει ακόμη και τους περισσότερους από τους οπαδούς της αποδέσμευσης.
Προσπαθώντας να ξεπεράσει τα τεράστια εμπόδια που συναντά στη Βουλή των Κοινοτήτων και στο ίδιο το κόμμα της, η Τερέζα Μέι επιδίδεται, από την Πέμπτη, σε μια σκυταλοδρομία συνεντεύξεων, προσπαθώντας θα έλεγε κανείς να περάσει «πάνω από κεφάλια» των στελεχών της και να απευθυνθεί απευθείας στο εκλογικό σώμα. Την άκρως ασταθή θέση της ενίσχυσαν, την Παρασκευή, οι τοποθετήσεις των ευρωσκεπτικιστών υπουργών της, που ξεκαθάρισαν ότι θα συνεχίσουν να τη στηρίζουν, κάτι που εξασθένισε τους φόβους για ένα μοιραίο ντόμινο παραιτήσεων. Ο υπουργός Περιβάλλοντος Μάικλ Γκόουβ, εκ των ηγετικών προσωπικοτήτων στην καμπάνια υπέρ του Brexit στο δημοψήφισμα του 2016, και ο υπουργός Διεθνούς Εμπορίου Λίαμ Φοξ ήταν οι πλέον προβεβλημένοι εξ αυτών. Με αυτά τα δεδομένα, είναι πιθανό η Τερέζα Μέι να αντέξει την πρώτη φάση της «τέλειας καταιγίδας» που αντιμετωπίζει και η Ε.Ε. να εγκρίνει το σχέδιο συμφωνίας στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής, που έχει οριστεί για τις 25 Νοεμβρίου.
Η κρίσιμη δοκιμασία
Ωστόσο, η κρίσιμη δοκιμασία θα έρθει μετά και δεν είναι άλλη από τη συνεδρίαση της Βουλής των Κοινοτήτων – ίσως την πιο σημαντική στην ιστορία της χώρας που επινόησε τον κοινοβουλευτισμό μετά τον Β΄ Παγκόσμιο. Εκεί δεν μπορεί να φανταστεί κανείς με ποιον τρόπο η Μέι θα μπορούσε να εξασφαλίσει πλειοψηφία. Ακόμη κι αν οι 16 δεδηλωμένοι οπαδοί της παραμονής στην κοινοβουλευτική της ομάδα πειθαρχήσουν στην κομματική γραμμή, λόγω του φόβου ότι στην αντίθετη περίπτωση θα φέρουν στην εξουσία τους Εργατικούς, είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν απώλειες από τους πιο ακραίους οπαδούς του Brexit στις τάξεις των Τόρις όπως και από το DUP. Ενδεχομένως η Μέι υπολογίζει στην υποστήριξη κάποιων ανταρτών από τους Εργατικούς (οι οποίοι είναι επίσης διχασμένοι στο θέμα των σχέσεων με την Ε.Ε.). Το BBC εκτιμούσε ότι ο ανώτατος αριθμός Εργατικών βουλευτών που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τη συμφωνία είναι 16, αλλά κι αυτοί δεν θα ήταν, πιθανότατα, αρκετοί, για να δώσουν την ποθητή πλειοψηφία. Οσο για το σενάριο περί πιθανής συγκρότησης κυβέρνησης ευρείας συνεργασίας με τους Εργατικούς για την προώθηση της συμφωνίας, δεν φαίνεται πιθανό. Ο Κόρμπιν, που βλέπει την εξουσία πιο κοντά από ποτέ, είναι αμφίβολο ότι θα το δεχόταν. Ετσι, το μέλλον της Μέι όσο και της συμφωνίας για το Brexit διαγράφεται επισφαλές, ενώ τα πιο ακραία ενδεχόμενα, από το χαώδες Brexit χωρίς συμφωνία μέχρι την ακύρωσή του με εκλογές και νέο δημοψήφισμα, μένουν ανοιχτά.
*Πηγή: Καθημερινή