Ο αγροτοκτηνοτρόφοι της χώρας μας δεν υφίστανται μόνον τις αρνητικές συνέπειες των Κ.Α.Π. της Ε.Ε., ούτε μόνον τις κυβερνητικές πολιτικές, όπως τις βιώνουνε με δραματικό τρόπο το τελευταίο διάστημα, τις ελλείψεις δηλαδή σε κτηνίατρους, γεωπόνους κτλ. την αδράνεια και τη στρεβλή τακτική σε ό,τι έχει να κάνει με την αντιμετώπιση της ευλογιάς των αιγοπροβάτων, τις μακροχρόνιες καθυστερήσεις στις αποζημιώσεις, όπως αυτή για τον Daniel στη Θεσσαλία και άλλα, που δεν γίνονται κατά λάθος, αλλά στόχο έχουν την συρρίκνωση των μικρομεσαίων αγροτοκτηνοτρόφων και την ενίσχυση των τσιφλικάδων και των μεγάλων κτηνοτρόφων.
Έχουν να αντιμετωπίσουν και τις πολιτικές των τραπεζών, όπως έχουν διαμορφωθεί μετά το ξεπούλημα της δημόσιας Αγροτικής Τράπεζας, μέσω της οποίας, επί 83 χρόνια, από το 1929 που ιδρύθηκε, ασκούνταν η εκάστοτε αγροτική κυβερνητική πολιτική (χορήγηση χαμηλότοκων δανείων σε γεωργούς, κτηνοτρόφους, αλιείς, γεωργικούς συνεταιρισμούς, προμήθεια και διάθεση στους παραπάνω εργαλείων, μηχανημάτων, λιπασμάτων, γεωργικών φαρμάκων, ενίσχυση και διάδοση των τελειότερων μεθόδων καλλιέργειας, κτηνοτροφίας και αλιείας, μέσω του επιστημονικού προσωπικού που διέθετε κτλ.).
Να θυμίσω ότι η Αγροτική Τράπεζα «έκλεισε» με απόφαση και πίεση της Τρόικας και της τότε μνημονιακής κυβέρνησης (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ), αφού την υποχρέωσαν να συμμετάσχει στην ανταλλαγή ομολόγων, παίρνοντας ομόλογα του δημοσίου που κουρεύτηκαν με το PSI, και μετά, αφού την έσπασαν δε δυο κομμάτια, το «υγιές» κομμάτι της εξαγοράσθηκε μπιρ παρά το 2012, από την Τράπεζα Πειραιώς.
Έκτοτε, ο αγροτοκτηνοτροφικός κόσμος της χώρας μας είναι απόλυτα εξαρτημένος από μια ιδιωτική τράπεζα, σε ό,τι αφορά την κάλυψη των χρηματοδοτικών του αναγκών, και μάλιστα αναγκασμένος να χρησιμοποιεί το τραπεζικό «εργαλείο» που λέγεται συμβολαιακή γεωργία.
❗Τι σημαίνει αυτό; Οι αγροτοκτηνοτρόφοι υπογράφουν δανειακή σύμβαση με την Τράπεζα Πειραιώς, με βάση την οποία χρηματοδοτούνται για να αγοράσουν τους σπόρους, τα φυτοφάρμακα, τα λιπάσματα, τα αγροτικά εργαλεία, καθώς και για να πουλήσουν την παραγωγή τους ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ με εταιρείες, οι οποίες έχουν ήδη ή θα αποκτήσουν μετά τη συμφωνία τους με τους αγρότες, δανειακές σχέσεις με την Τράπεζα Πειραιώς.
Παράδειγμα: ο αγρότης υπογράφει σύμβαση με την εταιρεία, η οποία δεσμεύεται να του αγοράσει όλη την παραγωγή ή καθορισμένο τμήμα αυτής, σε τιμή όμως που την συμφωνεί πριν ακόμη αρχίσει τη σπορά. Άρα, ο αγρότης παίρνει πάντα το ρίσκο να πουλάει σε τιμή χαμηλότερη (λίγο ή πολύ) από αυτήν που θα διαμορφωθεί όταν θα είναι έτοιμη προς πώληση η παραγωγή του.
Επίσης, η εταιρεία που θα αγοράσει την παραγωγή του, το πιο πιθανόν είναι ότι θα καθορίσει και τους σπόρους που θα χρησιμοποιήσει, αφού, με βάση τη σύμβαση, έχει πλέον την αρμοδιότητα να παρακολουθεί την εξέλιξη της παραγωγής, προκειμένου το παραγόμενο προϊόν να πληροί τους όρους και τις προϋποθέσεις που θέλει, ώστε να μπορεί να το διοχετεύσει στην αγορά, κυρίως να το εξάγει. Έτσι, συγκεκριμένες εταιρείες, ελέγχουν το είδος και την ποιότητα των αγροτικών προϊόντων της χώρας μας.
Με τον ίδιο τρόπο, από ανάλογες εταιρείες, που συνεργάζονται με την Τράπεζα, και χρησιμοποιώντας την «Ειδική Κάρτα Αγρότη» που του εκδίδει η Τράπεζα, ο αγρότης αγοράζει και τα φυτοφάρμακα, τα λιπάσματα, ακόμη και το πετρέλαιο για τα τρακτέρ κτλ., χωρίς δυστυχώς να έχει τη δυνατότητα επιλογής να τα αγοράσει από εταιρείες που έχουν φθηνότερα τα προϊόντα αυτά, αν αυτές δεν συνεργάζονται με την Τράπεζα Πειραιώς.
Έτσι, ο αγρότης και ό,τι παράγει προφανώς, τα διατροφικά προϊόντα δηλαδή που εμείς καλούμαστε να καταναλώσουμε, είναι απόλυτα ελεγχόμενα από την Τράπεζα (εν προκειμένω κατά κύριο λόγο την Πειραιώς), αλλά και τις μεγάλες εταιρείες που εμπορεύονται από αγροτικά προϊόντα μέχρι και λιπάσματα κτλ.
Κι αν κάποια στιγμή ο αγρότης εκτιμήσει ότι δεν τον συμφέρει να συμφωνεί πολύ νωρίτερα την τιμή πώλησης γιατί είναι πιο χαμηλή ή ότι θέλει να αλλάξει παραγωγή ή να αλλάξει εταιρεία πώλησης, καταλαβαίνουμε πως αυτό κάθε άλλο παρά εύκολο είναι, και θα έχει σοβαρές συνέπειες σε βάρος του.
Όπως επίσης, αν η εταιρεία που αγοράζει την παραγωγή του κάποια στιγμή εκτιμήσει ότι δεν τη συμφέρει να την εμπορεύεται, με βάση τους όρους της αγοράς, θα του ζητήσει να αλλάξει καλλιέργεια ή ποιότητα, πράγμα όχι εύκολο ή και πραγματοποιήσιμο πολλές φορές. Σ΄ αυτήν την περίπτωση η μεν εταιρεία έχει τη δυνατότητα να υπογράψει άμεσα σύμβαση με άλλους αγρότες, ο δε αγρότης μένει εκτεθειμένος με αδιάθετη την παραγωγή του.
Η πρώτη κερδισμένη από όλο αυτό το πλέγμα συναλλαγών είναι φυσικά η Τράπεζα Πειραιώς, η οποία δανειοδοτεί τους αγρότες με αρκετά υψηλό επιτόκιο (βασικό επιτόκιο 7,10% για τα κυμαινόμενα επιτόκια, το οποίο επιβαρύνεται με την εισφορά του Ν. 128/75), και έχει διασφαλίσει την αποπληρωμή των δανείων που τους εκχωρεί, μόλις οι αγρότες πληρωθούν από την εταιρεία που αγοράζει την παραγωγή τους. Επίσης, δανειοδοτεί τις εταιρείες που αγοράζουν και μεταπωλούν, τις εταιρείες λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, ακόμη και τα βενζινάδικα των αγροτικών περιοχών. Τέλεια!
Μετά, είναι φυσικά όλες οι εταιρείες που κερδίζουν από τη φθηνή και ελεγχόμενη παραγωγή που αγοράζουν, καθώς και τη διασφάλιση των συναλλαγών τους με τους αγροτοκτηνοτρόφους.
Αυτοί που βρίσκονται σε δυσμενή θέση είναι οι αγροτοκτηνοτρόφοι, οι οποίοι, μπορεί να διασφαλίζουν χρηματική ρευστότητα, όμως είναι κυριολεκτικά αλυσοδεμένοι σε ένα πλέγμα τράπεζας και εταιρειών, οι οποίες καθορίζουν απόλυτα το κόστος παραγωγής, την τιμή πώλησης, αλλά και το είδος και την ποιότητα της παραγωγής τους, άρα και το εισόδημά τους.
Έτσι κάπως, αλλά προφανώς όχι μόνον εξ αυτού του λόγου, δεν είναι τυχαίο ότι η Τράπεζα Πειραιώς σημείωσε κέρδη 1,1 δις ευρώ πέρσι και 854 εκατ. ευρώ το 9μηνο του 2025.
Υ.Γ. Για να προωθήσει η κυβέρνηση την συμβολαιακή γεωργία θεσμοθέτησε ως κίνητρο για τους αγροτοκτηνοτρόφους τη μείωση κατά 50% του φόρου εισοδήματός τους, εφόσον κάνουν χρήση της. Για να τύχουν αυτής της μείωσης όμως, οι αγρότες πρέπει μέχρι τέλους Φεβρουαρίου, με τις φορολογικές τους δηλώσεις, να αναρτήσουν τα συμβόλαια που έχουν υπογράψει με τις εταιρείες, οι οποίες όμως, δε βιάζονται καθόλου, και τους δίνουν τα συμβόλαια αφού πάρουν τα προϊόντα, μετά τον Αύγουστο, κι έτσι οι αγρότες χάνουν ακόμη και αυτήν την έκπτωση. Αυτό ακριβώς έγινε φέτος και πέρσι.
Είναι παράλογο λοιπόν να αγανακτούν;;
Σουλτανίδου Χριστίνα, Συντονίστρια της Λαϊκής Ενότητας-Α.Α. Θεσσαλονίκης