Στις εκλογές της 21ης Μαΐου, όπως και στις προηγούμενες, τα κόμματα τα οποία διεκδικούν την κυβέρνηση (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ο εταίρος – μπαλαντέρ ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ.) επιδίδονται στις συνηθισμένες προεκλογικές υποσχέσεις. Όταν, τουλάχιστον, δεν αναλώνονται απλώς στο να αναδεικνύουν τον ανταγωνιστή τους ως «χειρότερο».
Δεν υπάρχει κάτι πιο σύνηθες για τα διεθνή δεδομένα, αλλά και για τα ελληνικά. Όμως, στη χώρα μας, υπάρχει μια πραγματικότητα πολύ διαφορετική. Και μια «αλήθεια» αδιαπραγμάτευτη.
Ότι η Ελλάδα δεσμεύεται από τα τρία Μνημόνια και από την απαρέγκλιτη συνέχιση της λιτότητας μέχρι το 2060, όπως αυτό σχεδιάστηκε από την ΕΕ και την ΕΚΤ, προτού ανακοινωθεί η παντελώς τυπική «έξοδος στις αγορές» και το «τέλος της επιτροπείας». Κενοτάφιο πραγματικό.
Για την επενδυτική βαθμίδα (ή και για το Αιγαίο) ρε γαμώτο!
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας προ ημερών φρόντισε να υπενθυμίσει (ή «νουθετήσει» κιόλας, αλλά σε κάθε περίπτωση να επαναφέρει στην πραγματικότητα) ότι πρέπει να κρουστεί ο «κώδωνας του κινδύνου» και να αποτραπούν σενάρια «που ελλοχεύουν από το δημοσιονομικό λαϊκισμό λόγω της προεκλογικής περιόδου».
Συνεχίζοντας, τόνισε πως «χρειαζόμαστε σταθερότητα στην κυβέρνηση. Χρειαζόμαστε κυβέρνηση μακράς πνοής και βεβαίως μια κυβέρνηση αποφασιστική, η οποία θα πάρει και τις δημοσιονομικές αποφάσεις που απαιτούνται, διότι δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί που πρέπει. Δημοσιονομικά απέχουμε ακόμα από το πρωτογενές πλεόνασμα που απαιτείται για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του χρέους».
Τέλος, όλα τα παραπάνω συνοδεύτηκαν με την απόλυτη ανάγκη απόκτησης της «επενδυτικής βαθμίδας» – τη νέα λέξη – κλειδί, όμοια με τη «δόση» που το 2011 – 14 δεν θα χορηγείτο αν, αν, αν…
«Έρχεται επίσης η επενδυτική βαθμίδα, πράγμα που σημαίνει ότι θα έχουμε σημαντική βελτίωση των αναπτυξιακών όρων και των επιτοκίων δανεισμού. Υπό μία προϋπόθεση: ότι θα έχουμε μία σταθερή κυβέρνηση μακράς πνοής και θα λάβει γρήγορα τις αποφάσεις που απαιτούνται [δηλαδή] συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις για την εκταμίευση των ποσών από το Ταμείο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, άρα είναι δεσμεύσεις […] που έχουμε αναλάβει στα τρία μνημόνια και ιδιαίτερα στο τελευταίο μνημόνιο του 2015. Επομένως είναι δεσμεύσεις του κράτους. Το κράτος είναι ένα και έχει συνέχεια».
Δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον Γιάννη Στουρνάρα – αυτή τη φορά τουλάχιστον – για ανειλικρίνεια. Και οι παραδοχές του έχουν παραλήπτες, τουλάχιστον δύο.
Από τη μία, τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που μιλάει π.χ. για 10.000 προσλήψεις στην Υγεία και δεν τον πιστεύει κανείς, για τους ίδιους λόγους που δεν τον πίστευε κανείς όταν μιλούσε εν μέσω πανδημίας για προσλήψεις γιατρών και αύξηση ΜΕΘ – και φυσικά έλεγε ανερυθρίαστα ψέματα.
Από την άλλη, τον Αλέξη Τσίπρα που στα ύστερα της τετραετίας θυμήθηκε να κάνει αντιπολίτευση, όμως η Ιστορία τον βαραίνει με το τρίτο μνημόνιο, τις δεσμεύσεις που το συνοδεύουν βαθιά στον 21ο αιώνα και η ενότητα και συνέχεια του κράτους – όπως την εννοεί ο διοικητής της ΤτΕ.
Είναι «ηλίου φαεινότερον» ότι οποιαδήποτε συζήτηση έξω από αυτό το πλαίσιο αποκρύπτει αυτό που με συνέπεια υπενθυμίζει ο Στουρνάρας: πειθαρχία στην δημοσιονομική λιτότητα, νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση μέσω «μεταρρυθμίσεων», νέες αυξήσεις επιτοκίων και μην τυχόν χαθεί η επενδυτική βαθμίδα.
Με πολύ πιο απλά λόγια, λέει «μην τους ακούτε, παίζουν τώρα ένα παιχνιδάκι και κατά τα άλλα, από τις 22 Μαΐου θα επιστρέψουμε εκεί που σας είπα μόλις».
Στην πραγματικότητα, τα κόμματα που φιλοδοξούν να κυβερνήσουν το 2023 ζητούν την πιο λευκή επιταγή που θα τολμούσαν, «κάτασπρη» βασικά, κάτι που έρχεται σε απόλυτη αντιδιαστολή με τα περιθώρια πολιτικής ανάμεσα στα θέσφατα των μνημονίων.
Και η σκέψη αυτή εκτείνεται και πιο μακριά. Πόσο μακριά;
Την ανέπτυξε στην πρόσφατη εκτεταμένη του επιστολή στους τρεις αρχηγούς ο πρώην υπ. Οικ. Αλέκος Παπαδόπουλος, όπου πρότεινε την «άμεση συγκρότηση από κοινού μιας σταθερής Εθνικής Δημοσιονομικής Στρατηγικής, έστω μετά τις εκλογές, ως άφευκτη ανάγκη λόγω της επικίνδυνα ασθενούς ακόμη ελληνικής οικονομίας».
Την ίδια γραμμή εμπλούτισε σε πρόσφατη ραδιοφωνική συνέντευξη του ο διάδοχος του Νίκος Χριστοδουλάκης, λόγω των ομοιοτήτων των θέσεων των τριών κομμάτων στην εξωτερική πολιτική και ενόψει των στρατηγικών που πρέπει να χαραχτούν στο Αιγαίο και ο νοών νοείτο.
Κανένας ίδιος, ένα το πρόβλημα
Τίποτα από τα παραπάνω δεν αντιστοιχεί με την απολίτικη αντίληψη ότι «όλοι είναι ίδιοι». Κανείς δεν το ισχυρίζεται αυτό. Εξάλλου συμμαχίες και κυβερνήσεις συνεργασίας μπορούν να συγκροτούνται πάνω στις ομοιότητες διαφορετικών και ανόμοιων σχηματισμών, ενώ όμοια σχήματα συνήθως χαρακτηρίζονται από ανταγωνισμό – χαρακτηριστικό παράδειγμα δυστυχώς η Αριστερά.
Ότι και να γίνει, από τις 21 Μαΐου ή το αργότερο, από τις αρχές Ιουλίου, θα υπάρχει κυβέρνηση. Ούτε το σύστημα που ψευδεπίγραφα ονομάστηκε «απλή αναλογική» ούτε η έλλειψη παράδοσης στις συνεργασίες (που επίσης δεν ισχύει, αφού από το 2011 ως το 2019 με τέτοιες κυβερνήθηκε η χώρα) ούτε η τεχνητή πόλωση που καλλιεργείται για ψηφοθηρία – τίποτα από αυτά δεν μπορεί να υπονομεύσει την «κυβερνησιμότητα» (sic) της χώρας.
Τα μνημόνια άφησαν πολύ μεγάλη και αντιδημοκρατική παρακαταθήκη στην προσχηματική πόλωση πριν από εκλογές και στις εξίσου προσχηματικές υπερβάσεις μετά, ενώ σε ορισμένες πολύ κρίσιμες στιγμές δε, όπως τον Αύγουστο του 2015, τα μνημόνια, εν είδη «εθνικής σωτηρίας» οι ψήφοι σχεδόν σύσσωμης της αντιπολίτευσης, με την οποία είχε πολωθεί σε ακραίο βαθμό ένα μήνα πριν η πρώτη κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα πήδηξαν τείχη φαινομενικά δυσθεώρητα και «έβαλαν πλάτη».
Υπάρχουν δεκάδες λόγοι για να προκύψουν συνεργασίες και όλοι συντείνουν σε κάποιου είδους επικαλούμενη «εθνική σωτηρία» (για τους πιο ερωτικούς) ή «δημοσιονομική πειθαρχία» (για τους πιο ανέραστους).
Στην πραγματικότητα, όλοι έχουν να κάνουν με ένα ήδη προκαθορισμένο, ήδη αποφασισμένο και ήδη δρομολογημένο εδώ και 13 χρόνια στρατηγικό πλαίσιο, τα αποτελέσματα του οποίου τα γνωρίζουμε πολύ καλά: οριζόντια φτωχοποίηση μέσω της κερδοσκοπίας των καρτέλ στα αγαθά πρώτης ανάγκης, των μειώσεων μισθών και εισοδημάτων και της φορολεηλασίας, υποβάθμιση της Ελλάδας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, διάλυση των εργασιακών σχέσεων και του συνδικαλισμού, καταστροφή μικρής επιχειρηματικότητας, ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, κερδοσκοπία και παρασιτική κεφαλαιοποίηση των φυσικών, περιβαλλοντικών και πολιτισμικών πόρων, περιορισμός περίπου κάθε ποσοτικού και ποιοτικού δείκτη δημοκρατίας, γεωπολιτική υποτέλεια στα οικονομικά και στρατιωτικά κέντρα, εκτίναξη δημόσιου χρέους, λεηλασία πρώτης κατοικίας, κτλ.
Γιατί συμμαχία; Γιατί ρήξη;
Οι δυνάμεις της Αριστεράς, μετά την τεράστια συγκέντρωση δυνάμεων που κορυφώθηκε για χρόνια στο δημοψήφισμα του 2015, βίωσαν μια ήττα σεισμική και πολλές μετασεισμικές ήττες, μικρότερες αλλά επιδραστικές πάνω σε ένα ταλαιπωρημένο σώμα αγωνιστών και αγωνιστριών. Ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβαν ένα πολύ δύσκολο και συνάμα ανήθικο έργο: να πείσουν τους πολίτες ότι δεν υπάρχει εναλλακτική και ο ρόλος της εκάστοτε κυβέρνησης είναι να διαχειριστεί επικοινωνιακά την οργή που μαζεύουν. Οι δε ειλικρινείς αγωνίες και επικλήσεις για ενότητα και συσπείρωση, για μετωπικούς αγώνες και κοινές δράσεις για χρόνια έπεσαν στο κενό και οι δυνάμεις, την ώρα που οι αντιθέσεις και οι ανισότητες οξύνονταν, αποσυσπειρώνονταν ακόμα περισσότερο.
Θεωρητικά η κυβερνητική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το 2019 θα αναδείκνυε το μέγεθος της υποκρισίας μιας θητείας εν ονόματι της Αριστεράς (και μόνο κατ’ όνομα αυτής). Θεωρητικά η κυβέρνηση ΝΔ μέχρι το 2023 θα αναδείκνυε τη ένταση του νεοφιλελεύθερου, αυταρχικού και λαϊκίστικου προγράμματος της Δεξιάς. Θεωρητικά μέσα από διαδοχικές φάσεις μιζέριας και βαρβαρότητας, ο κόσμος θα επέστρεφε στην Αριστερά, απογοητευμένος από την απογοήτευση, ζωηρός και δραστήριος για νέους αγώνες. Ένα περιβάλλον όπου η ήττα κρατάει δεκαετίες, το μέλλον αργεί πολύ και η Αριστερά είναι σαν το ουίσκι – και τις συνθήκες.
Ευτυχώς, το ισοζύγιο ανάμεσα σε αυτό το παντελώς φαντασιακό σχήμα και στην αποφασιστική επαναδιάταξη δυνάμεων στο κίνημα και στην Αριστερά τα τελευταία χρόνια άρχισε να γυρίζει – όχι χωρίς στρατηγικό κόστος όμως, αφού ενδιάμεσα μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας έχουν συντηρητικοποιηθεί και η κοινωνική Ακροδεξιά (χωρίς κεντρική έκφραση προς το παρόν) σκαρφαλώνει από το περιθώριο όλο και περισσότερο. Και μπορεί να μην πέτυχαν μεγάλες νίκες, αλλά για πρώτη φορά έδειξε να επανεμφανίζεται ένα ιστορικό μπλοκ (έστω και μιας μικρής περιόδου ιστορίας), με πρωταγωνιστές ωστόσο τη σημερινή νέα γενιά που δεν έζησε την ελπίδα της ανατροπής και την ματαίωση της «κωλοτούμπας». Ανεξάρτητα από τα τραγικά γεγονότα, τις δηλώσεις και στάσεις των κυβερνώντων, τα σκάνδαλα που χαρακτηρίζουν την ελληνική κυβέρνηση και οτιδήποτε γίνεται σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, η τελευταία διετία είναι η πρώτη φορά που η Αριστερά φάνηκε να επανεμφανίζεται συγκροτημένα, μαζικά, οργανωμένα και ενωτικά στο δρόμο.
Επιπλέον, η «χειρότερη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης» δημιούργησε αναμφίβολα καθήκοντα: την ανάγκη για αντιπολίτευση, όχι μόνο κοινωνική αλλά και πολιτική. Στο μεγαλύτερο μέρος της τετραετίας, η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε άνευρη ως δύναμη που φιλοδοξεί να τραυματίσει την κυβερνητική πολιτική. Χρειάζεται μια απάντηση, χρειάζεται απέναντι σε μια ασύδοτη Δεξιά να είναι αριστερή και σε καμία περίπτωση, αυτή δεν μπορεί να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Στον εκλογικό συνδυασμό του «ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη» συναντήθηκαν διαφορετικές αντιλήψεις, με κοινή συνισταμένη όμως την ανάγκη ύπαρξης ενός εκλογικού πόλου, αντιπαραθετικού και ανταγωνιστικού ευθέως με το επιχειρούμενο δίπολο ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Ανάμεσα σε δύο επιλογές που αποτελούν ανόμοιες όψεις του προβλήματος, χρειάζεται μια τρίτη.
Ενδεχόμενη αυτοδυναμία της ΝΔ σε εκλογές θα απελευθερώσει πλήρως δικαιωμένες τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις που συγκεντρώνουν εξουσία, πολιτική και οικονομική.
Κυβερνήσεις συνεργασίας θα ανοίξουν περισσότερο χώρο στην αντιπολίτευση, αλλά πρώτα θα δημιουργήσουν και πλατιές πλειοψηφίες, ανθεκτικές μπροστά στο επικείμενο «μνημόνιο» του 2024, ανοίγοντας, εκτός των άλλων, παράλληλα και το δρόμο για την μεγέθυνση της Ακροδεξιάς.
Και ευρύτερες συναινέσεις π.χ. «ειδικού σκοπού», «μεταβατικές» ή «ανοχής» θα γίνουν για στρατηγικές αλλαγές που θα αφορούν την οικονομία ή και την γεωπολιτική.
Σε όλα τα παραπάνω σενάρια, είναι απολύτως κρίσιμο, οι συνδυασμοί της Αριστεράς να κερδίσουν έδαφος συνολικά και ακόμα ειδικότερα το «ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη» με την ενωτική ριζοσπαστική του πρόταση. Θα ήταν όμως πολύ πιο σημαντικό να κατάφερναν ενωτικά οι σχηματισμοί της κοινοβουλευτικής και της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς να πετύχαιναν ένα κοινό εκλογικό κατέβασμα και θα είναι σημαντικό να το καταφέρουν έστω και την τελευταία στιγμή σε ενδεχόμενες επόμενες εκλογές.
* Ο Άρης Τόλιος είναι υποψήφιος στην Β1 Εκλογική Περιφέρεια Βόρειου Τομέα Αθηνών με το ΜέΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη
το άρθρο είναι αναδημοσίευση από το tvxs.gr