Του Δημήτρη Στρατούλη
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αξιοποιώντας την πανδημία και την επακόλουθη βαθειά οικονομική κρίση κλιμακώνει την επίθεσή της σε εργασιακά, κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα, για να μεταφέρει τα βάρη και τις συνέπειές τους στις πλάτες των εργαζόμενων, των λαϊκών στρωμάτων, και της νεολαίας.
Η κυβερνητική πλειοψηφία ψήφισε μαζί με το ΚΙΝΑΛ και την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ στη Βουλή το νομοσχέδιο για την ουσιαστική απαγόρευση των διαδηλώσεων με στόχο να τρομοκρατήσει το λαό και τη νεολαία και να αντιμετωπίσει προκαταβολικά τις κοινωνικές αντιδράσεις, που σίγουρα θα προκύψουν από το φθινόπωρο λόγω της βαθιάς ύφεσης, της εκρηκτικής αύξησης της ανεργίας, της μείωσης των μισθών και της επέκτασης της φτώχειας, που ήδη βιώνει και θα βιώσει πιο έντονα στο άμεσο μέλλον μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.
Μ’ αυτό το νόμο επιδιώκεται η πυρόσβεση και η κατασυκοφάντηση των λαϊκών αγώνων, η απαγόρευση και ο περιορισμός των κινητοποιήσεων. Παρά τις τελευταίες προσπάθειες της κυβέρνησης να παρουσιάσει αλλαγές στο νομοσχέδιο δήθεν προς το δημοκρατικότερο, για να εξασφαλίσει και την ψήφο των βουλευτών του ΚΙΝΑΛ, το αντιδημοκρατικό περιεχόμενό του δεν άλλαξε. Ο ψηφισμένος πλέον νόμος εξακολουθεί να έχει ως στόχο την αδυναμία άσκησης του κατοχυρωμένου συνταγματικά δικαιώματος του συνέρχεσθαι, δηλαδή των συγκεντρώσεων και πορειών. Κι αυτό γιατί:
- Η πραγματοποίηση μία προγραμματισμένης διαδήλωσης εξαρτάται από την άδεια της αστυνομίας.
- Παραμένει η υποχρέωση των διαδηλωτών για την ανακοίνωση προσώπου ως διοργανωτή, ο οποίος θα έχει την αστική ευθύνη για απροσδιόριστες ζημιές και πράξεις αόριστου αριθμού προσώπων, που μπορεί και να μην έχουν – όπως συμβαίνει συνήθως – καμία σχέση με τους οργανωτές και τους στόχους των συγκεκριμένων κινητοποιήσεων.
- Εισάγει βαρύτατες ποινικές διατάξεις.
Στόχος της κυβέρνησης είναι ο δραστικός περιορισμός και ουσιαστικά η απαγόρευση των διαδηλώσεων, του μοναδικού δηλαδή τρόπου διαμαρτυρίας και αντίστασης σε αντικοινωνικές πολιτικές και διεκδίκησης δικαιωμάτων, που έχει η εργατική τάξη, ο λαός και η νεολαία.
Ο νέος αυτός νόμος – λαιμητόμος, περιφρονεί και παραβιάζει ασύστολα τις θεμελιώδεις συνταγματικές ελευθερίες και δικαιώματα και πρέπει να βρει απέναντι του στην πράξη κάθε δημοκρατικό πολίτη και κάθε κοινωνική συλλογικότητα. Μας γυρίζει πίσω στις πιο σκοτεινές εποχές πολιτικών διώξεων και του αστυνομικού κράτους, θέτοντας αυτομάτως εκτός νόμου κάθε κοινωνικό αγώνα και συλλογική διαμαρτυρία. Γι΄ αυτό η κυβέρνηση και οι πρόθυμοι σύμμαχοί της στο συγκεκριμένο θέμα το ψήφισαν μέσα στο κατακαλόκαιρο, με τη Βουλή σε υπολειτουργία και ενώ ισχύουν ακόμη τα μέτρα υγειονομικής προστασίας από την πανδημία.
Το κυβερνητικό επιχείρημα ότι οι κινητοποιήσεις παραλύουν το εμπορικό κέντρο, δεν έχει καμία βάση, γιατί τις 300.000 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που έκλεισαν τα χρόνια των μνημονίων, δεν τις έκλεισαν οι διαδηλώσεις, αλλά οι πολιτικές λιτότητας, συρρίκνωσης των λαϊκών εισοδημάτων, αύξησης της ανεργίας και ενίσχυσης της ασυδοσίας των πολυεθνικών εμπορικών αλυσίδων και πολυκαταστημάτων.
Μεγάλη ευθύνη έχει και η «αντιπολίτευση» των μνημονιακών κομμάτων, που στηρίζουν επί της ουσίας την αντιδραστική κυβερνητική πολιτική κάνοντας «αντιπολίτευση» μόνο για δευτερεύουσες πλευρές της. Η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε το δρόμο με την ποινικοποίηση και την αναγόρευση σε ιδιώνυμο αδίκημα της όποιας κινητοποίησης ενάντια σε πλειστηριασμούς λαϊκών κατοικιών, ενώ δυσκόλεψε νομοθετικά τη λήψη αποφάσεων για απεργία στα πρωτοβάθμια πανελλαδικά σωματεία.
Το δικαίωμα στη διαδήλωση το έχει κατακτήσει ο λαός και η νεολαία με το αίμα τους, με τους αγώνες για δημοκρατία, δουλειά, κοινωνική δικαιοσύνη, ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία και έχουμε ιστορική, ηθική και κινηματική υποχρέωση να μην επιτρέψουμε την υπονόμευση και ουσιαστικά την ακύρωση του.
ΤΩΡΑ χρειάζεται συστράτευση κάθε φορέα του κοινωνικού κινήματος, κάθε δημοκράτη/σας, ενωτικός και μαζικός αγώνας των εργαζομένων και της νεολαίας απέναντι στο νόμο απαγόρευσης των διαδηλώσεων και για την κατάργησή του στην πράξη, όπως έγινε στο παρελθόν και με άλλους τέτοιους νόμους.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την κατάργηση του είναι η μαζικότητα, η ενότητα, η γείωση των λαϊκών αγώνων που θα ακολουθήσουν με τα πραγματικά προβλήματα και αιτήματα του λαού και της νεολαίας, για να μην τους φορτώσουν και πάλι τα βάρη και τα σπασμένα της παρούσας υγειονομικής και οικονομικής κρίσης.