Του Κώστα Λαπαβίτσα
Είναι συνηθισμένο φαινόμενο οι κυβερνήσεις του ύστερου καπιταλισμού να προετοιμάζονται για τον «προηγούμενο πόλεμο». Βγάζουν συμπεράσματα από την τελευταία οικονομική κρίση κι έτσι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την επόμενη. Το λάθος είναι προφανές, καθώς το μέλλον δεν είναι ποτέ ίδιο με το παρελθόν. Οι κοινωνίες πρέπει να μαθαίνουν από την ιστορία, αλλά κυρίως να αξιολογούν τις τωρινές πληροφορίες και να κοιτάνε μπροστά.
Το σφάλμα του «προηγούμενου πολέμου» συχνά οδηγεί σε όλεθρο όταν ξεσπάσει νέος. Το πολωνικό ιππικό ήταν υπόδειγμα ανδρείας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν έκαναν βέβαια οι Πολωνοί κατά μέτωπο επιθέσεις στα τεθωρακισμένα της Βέρμαχτ, όπως λέει ο μύθος που τους θέλει ανόητους ρομαντικούς. Αλλά όση ανδρεία κι αν επέδειξαν, οι επελάσεις τους απέναντι στα γερμανικά πολυβόλα ήταν καταστροφικές για τους ίδιους.
Η κρίση του κορωνοϊού δικαιολογημένα χαρακτηρίστηκε ως πόλεμος, καθώς έχει στοιχεία εξωτερικής επιβολής, έφερε απαγόρευση κυκλοφορίας, απαιτεί κινητοποίηση των κοινωνικών δυνάμεων και δημιουργεί βαθιά ανησυχία για το μέλλον. Η Ελλάδα δεν έχει μηχανισμούς λήψης οικονομικών αποφάσεων που να χαρακτηρίζονται από γενναιότητα. Έχει όμως πλήθος συντηρητικών οικονομολόγων, καθώς και μια κυβέρνηση της ΝΔ που από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης φαίνεται αποφασισμένη να κερδίσει τον «προηγούμενο πόλεμο», δηλαδή την κρίση της Ευρωζώνης της προηγούμενης δεκαετίας, ορθώνοντας το φάσμα του ολέθρου.
Η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Μάϊο να προτείνει ένα πακέτο Ανάκαμψης προκάλεσε έξαλλους και παντελώς αβάσιμους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς, αποδεικνύοντας ότι η χώρα μας δεν έχει εικόνα αυτού που πραγματικά συμβαίνει στην Ευρώπη. Η κυβέρνηση φαίνεται αποφασισμένη να συνεχίσει στην λογική του «τελευταίου πολέμου», πιστή στο ευρωπαϊστικό αδιέξοδο, με βαρύτατες συνέπειες για τη χώρα μας.
Για τη ριζοσπαστική Αριστερά, που σιγά-σιγά προσπαθεί να ξαναβρεί το βηματισμό της μετά το ιστορικό φιάσκο του ΣΥΡΙΖΑ, οι μέρες είναι δύσκολες, αλλά και ελπιδοφόρες. Υπάρχει η προοπτική κοινής δράσης και μετωπικής συνεννόησης, αρκεί να ξεφύγει και η ίδια από τη σκιά του «προηγούμενου πολέμου» και να δώσει απαντήσεις στα βαθιά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας που όξυνε πέρα από κάθε όριο ο κορωνοϊός.
Η κληρονομιά του «προηγούμενου πολέμου»
Τα χαρακτηριστικά της παγκόσμιας κρίσης του 2007-9, που κορυφώθηκε ως κρίση της Ευρωζώνης το 2010-13, είναι πλέον καταγεγραμμένα από την ιστορία. Η Ελλάδα παρουσίασε τεράστιο έλλειμμα εξωτερικών συναλλαγών λόγω της κατακόρυφης πτώσης της διεθνούς της ανταγωνιστικότητας. Παρουσίασε επίσης τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα ως απόρροια της βαθιά προβληματικής φορολογίας και της ανικανότητας των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.
Το πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων αποκρυσταλλώθηκε στο τεράστιο δημόσιο χρέος, η αδυναμία εξυπηρέτησης του οποίου έφερε στο προσκήνιο τη δυσκολία παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ. Αποκάλυψε έτσι τη βαθύτερη αιτία της κρίσης, δηλαδή την καταστροφική συμμετοχή της χώρας μας σε μια ιστορικά αποτυχημένη νομισματική ένωση.
Η ελληνική τακτική στον «πόλεμο», η οποία καθορίστηκε εξ ολοκλήρου από την ΕΕ, δηλαδή τους διεθνείς δανειστές μας υπό την ηγεσία της Γερμανίας, ήταν βαθιά νεοφιλελεύθερη και είχε δύο σκέλη. Το πρώτο ήταν η σκληρή λιτότητα ώστε να απαλειφθούν τα ελλείμματα. Το δεύτερο ήταν οι «μεταρρυθμίσεις», δηλαδή η απορρύθμιση των αγορών και οι ιδιωτικοποιήσεις, ώστε να ακολουθήσει ταχεία ανάπτυξη.
Ο στρατηγικός στόχος της ελληνικής ολιγαρχίας ήταν η παραμονή στο ευρώ με οποιοδήποτε κόστος. Ο στόχος των δανειστών ήταν να αποφύγουν τη μονομερή στάση πληρωμών της Ελλάδας ώστε να μην υπάρξουν καταστροφικές επιπτώσεις για τα δικά τους πιστωτικά συστήματα. Το χρέος θα αντιμετωπιζόταν με σταδιακή αναδιάρθρωση, υπό τους όρους των δανειστών. Η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ δεν ήταν γι’ αυτούς ιδιαίτερα σημαντική και συχνά ειρωνεύονταν κατ’ ιδίαν τη χώρα μας για τη μονομανή προσήλωσή της στην ΟΝΕ.
Τον «πόλεμο» τον κέρδισαν τελικά από κοινού οι δανειστές και η ελληνική ολιγαρχία: τα μέτρα επιβλήθηκαν ολοκληρωτικά, η Ελλάδα έμεινε στο ευρώ και δεν υπήρξε μονομερής στάση πληρωμών στο χρέος. Το τεράστιο κόστος το σήκωσε ο ελληνικός λαός, ιδίως τα εργατικά και μικρομεσαία στρώματα. Την ευθύνη φέρει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και φυσικά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό που ακολούθησε ήταν απολύτως προβλέψιμο και είχε επανειλημμένως προβλεφθεί. Η λιτότητα γέννησε φτώχεια και ανεργία, ενώ οι «μεταρρυθμίσεις» δεν έφεραν καμία δομική αλλαγή. Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να κυριαρχείται από τον τομέα των υπηρεσιών, η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα είναι στα τάρταρα, οι επενδύσεις είναι ανύπαρκτες και οι ρυθμοί ανάπτυξης εξαιρετικά χαμηλοί. Ταυτόχρονα το χρέος παρέμεινε θηριώδες.
Η ελληνική ολιγαρχία κέρδισε τον «προηγούμενο πόλεμο» αποδεχόμενη για την Ελλάδα συνθήκες μιας ασήμαντης και εξαιρετικά εύθραυστης βαλκανικής χώρας με πολύ χαμηλούς ορίζοντες. Έτσι κι αλλιώς δεν ενδιαφέρεται για την ιστορική προοπτική της χώρας, ούτε έχει τη γενναιότητα να χαράξει μόνη της ανεξάρτητη πορεία. Της αρκεί να κρατάει γερά τα εγχώρια ηνία. Η άνοδος της ΝΔ στην εξουσία σηματοδότησε την πλήρη επιστροφή στην «κανονικότητα», η οποία είχε ήδη δρομολογηθεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ανέκαμψε η ιδεολογία του «φρόνιμου συντηρητισμού» που ακολουθεί τους εταίρους και δεν κάνει του κεφαλιού του. Το μεγάλο πρόβλημα για τους φρόνιμους όμως είναι ότι νέος πόλεμος δεν είναι σαν τον προηγούμενο.
Ο νέος πόλεμος
Η κρίση του κορωνοϊού ενέσκηψε σε στιγμή αδυναμίας για την παγκόσμια οικονομία. Ήδη προς το τέλος του 2019 ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν σε υποχώρηση, η κερδοφορία του κεφαλαίου βρισκόταν σε πτωτική πορεία και υπήρχαν φαινόμενα υπερχρέωσης επιχειρήσεων. Παράλληλα υπήρχε φούσκα στα χρηματιστήρια λόγω των χαμηλών επιτοκίων και του φθηνού χρήματος. Το πλέον αδύναμο κομμάτι των αναπτυγμένων χωρών ήταν η ΕΕ, όπου ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν ιδιαίτερα χαμηλός και η γερμανική οικονομία βάδιζε προς ύφεση με πτώση της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών.
Η γιγαντιαία παγκόσμια κρίση που εμφανίστηκε τους πρώτους μήνες του 2020 ήταν άμεση απόρροια της κρατικής παρέμβασης για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Δεν προκλήθηκε από χρηματοπιστωτική κατάρρευση, όπως το 2007-9, ούτε επειδή οι παραγωγικές και εμπορικές επιχειρήσεις βρέθηκαν σε αδυναμία να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Ξεκίνησε επειδή τα μέτρα αντιμετώπισης του κορωνοϊού αποδιάρθρωσαν τις εφοδιαστικές αλυσίδες περιορίζοντας την παραγωγή, έφεραν κατάρρευση της συνολικής ζήτησης, γιγάντωσαν την ανεργία και χτύπησαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ένα σύνθετο χτύπημα σε μια εξασθενημένη οικονομία πυροδότησε μια πρωτοφανή παγκόσμια κρίση.
Η αντιμετώπιση της νέας κρίσης είναι αναγκαστικά πολύ διαφορετική από την κρίση του 2007-9 και από την κρίση της Ευρωζώνης του 2010-13. Είναι βέβαιο ότι τον πρώτο ρόλο θα παίξει το έθνος-κράτος. Είναι επίσης βέβαιο ότι δεν υπάρχει κανένα θέμα λιτότητας, ή «μεταρρυθμίσεων» τη στιγμή αυτή. Δεν τίθεται, τέλος, θέμα άμεσης παρέμβασης για την σωτηρία των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αν και μπορεί να οδηγηθούμε εκεί εαν η ύφεση πάρει βαθιά και χρόνια μορφή.
Το άμεσο ζητούμενο είναι, πρώτον, να ληφθούν επειγόντως μέτρα στήριξης της συνολικής ζήτησης, πράγμα που αναπόφευκτα σημαίνει γενναία μέτρα στήριξης της εργασίας. Δεύτερον και εξίσου επείγον είναι να ληφθούν μέτρα δημόσιας στήριξης της παραγωγής που έχει αποδιαρθρωθεί. Δηλαδή απαιτούνται παρεμβάσεις που πάνε στην καρδιά της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας.
Ακόμη και τα πλέον νεοφιλελεύθερα μεγάλα κράτη στο διεθνές στερέωμα έχουν ήδη αυξήσει χωρίς προηγούμενο στις δημοσιονομικές δαπάνες για τη στήριξη της ζήτησης. Όχι μόνο αυτό, αλλά σε χώρες όπως η Βρετανία και η Γερμανία υπήρξε μερική εθνικοποίηση του μισθολογίου των ιδιωτικών επιχειρήσεων με πληρωμή του μισθού απευθείας από το κράτος για να περιοριστεί η ανεργία. Τη στιγμή αυτή τουλάχιστον έξι εκατομμύρια εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα της Βρετανίας λαμβάνουν 80% του μισθού τους από τα κρατικά ταμεία.
Παράλληλα, οι κεντρικές τράπεζες, με πρώτη την Αμερικανική, προχώρησαν σε πρωτοφανή παροχή ρευστότητας, αγοράζοντας μυθώδη ποσά δημόσιων και ιδιωτικών χρεογράφων και οδηγώντας τα επιτόκια στο μηδέν, ή και ακόμη χαμηλότερα. Είναι πιθανόν ο ισολογισμός της Φεντ να διογκωθεί κατά 3-4 τρις δολάρια στο επόμενο διάστημα. Η άλλη πλευρά του νομίσματος θα είναι φυσικά η τεράστια διόγκωση του κρατικού δανεισμού για να χρηματοδοτηθούν οι δημοσιονομικές δαπάνες, δημιουργώντας έτσι τα χρεόγραφα που αγοράζει η Φεντ.
Δεν υπάρχει φυσικά καμία εγγύηση ότι τα πρωτοφανή αυτά μέτρα θα έχουν επιτυχία, ιδίως όσο υπάρχει μεγάλη ανασφάλεια για την πορεία του κορωνοϊού. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι στην πλευρά της προσφοράς υπάρχει διστακτικότητα παρέμβασης από πλευράς αρκετών κρατών, κυρίως όταν αυτή πρόκειται να γίνει με όρους που θα αλλάζουν το καθεστώς ιδιοκτησίας και διαχείρισης των επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, η βρετανική κυβέρνηση ουσιαστικά εθνικοποίησε τους σιδηροδρόμους, αλλά η αμερικανική δίνει κυρίως φθηνές πιστώσεις σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, ζητώντας παράλληλα την προστασία των εργαζομένων. Τα αποτελέσματα είναι πολύ απογοητευτικά για τις ΗΠΑ, όπως δείχνει η ιστορική εκτίναξη της ανεργίας, που σύντομα ίσως φτάσει και ξεπεράσει το 20%.
Η σύγκριση των ΗΠΑ με τη Βρετανία και τη Γερμανία είναι διδακτική, αλλά ακόμη διδακτικότερη είναι η σύγκριση με την Κίνα, όπου ο ισχυρότατος ρόλος του κράτους στην οικονομία έχει επιτρέψει άμεσες παρεμβάσεις στην παραγωγή, με τεράστιο κύμα δημοσίων επενδύσεων στις νέες τεχνολογίες μέσα στο 2020. Οι αλλαγές που θα προκύψουν στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα μετά την κρίση του κορωνοϊού θα είναι μεγάλες.
Ο ευρωπαϊκός πόλεμος και η Ελλάδα
Όσον αφορά την Ελλάδα, η συνεχής κυβερνητική προπαγάνδα ότι η οικονομία ήταν έτοιμη για το μεγάλο αναπτυξιακό άλμα στις αρχές του 2020, αλλά δυστυχώς την χτύπησε ο κορωνοϊός, είναι παντελώς αβάσιμη. Απεναντίας, η ελληνική οικονομία ήταν βαθιά εξασθενημένη από τον «προηγούμενο πόλεμο» και ουσιαστικά σε κατάσταση στασιμότητας. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το τέλος του 2019 και τις αρχές του 2020 δείχνουν παρατεταμένη αδυναμία στις εξαγωγές, στη βιομηχανική παραγωγή, στη λιανική ζήτηση, στην απασχόληση κ.ο.κ. Ο κορωνοϊός αποτέλεσε θανάσιμο πλήγμα και για τη ζήτηση και για την προσφορά. Οι εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών, αλλά και της ελληνικής κυβέρνησης, δείχνουν βαθύτατη ύφεση για το 2020, ίσως και κοντά στο 10%, με εκτίναξη της ανεργίας. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην πρόσφατη ανακοίνωση της για το πρόγραμμα Ανάκαμψης, αναμένει ότι η Ελλάδα πιθανόν να έχει την χειρότερη επίδοση των χωρών της ΟΝΕ.
Στις συνθήκες αυτές η τακτική του «προηγούμενου πολέμου» θα ήταν απολύτως καταστροφική. Αντίθετα, θα πρέπει άμεσα:
Να υπάρξει γενναία αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών για τη στήριξη της ζήτησης και κυρίως της απασχόλησης.
Να αποφευχθεί πάση θυσία η εκτίναξη της ανεργίας, πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο με ολική κρατική παρέμβαση και όχι απλώς με παροχή πιστώσεων και φορολογικές απαλλαγές για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Να υπάρξει ευρύτατη δημόσια παρέμβαση στο πεδίο της προσφοράς, με άμεση προστασία της απασχόλησης, αλλαγή των όρων ιδιοκτησίας και διαχείρισης των παραγωγικών πόρων, και μεγάλο κύμα δημοσίων επενδύσεων.
Τέλος, είναι απολύτως εκτός τόπου και χρόνου η οποιαδήποτε αναφορά σε «μεταρρυθμίσεις» και σε υποτιθέμενη ανάγκη προσέλκυσης ξένων επενδύσεων. Πρόκειται για βαθύτατη σύγχυση των κυβερνώντων που δείχνουν ότι δεν αντιλαμβάνονται ούτε το μέγεθος του πλήγματος, ούτε το πως πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Ας δούμε λοιπόν ποια είναι η σκληρή πραγματικότητα του ελληνικού κράτους μετά την εμφάνιση της κρίσης. Τον Μάιο οι ερευνητές του Ινστιτούτου Μπρίγκελ, ενός καθ’ όλα καθεστωτικού και απρόσβλητου από ριζοσπαστικές ασθένειες ιδρύματος στις Βρυξέλλες κατέγραψαν τα δημοσιονομικά μέτρα μιας σειράς χωρών εντός και εκτός της ΕΕ, όπου η Ελλάδα εμφανιζόταν ως ουραγός. Τα ακριβή ποσοστά δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία, καθώς είναι εξαιρετικά δύσκολο να μετρηθούν με πλήρη αξιοπιστία σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά η εικόνα είναι καθαρή. Αντίστοιχης μετριότητας εικόνα, αλλά με σχετικά καλύτερες επιδόσεις για την κυβέρνηση της ΝΔ, μετέφεραν και άλλες μετρήσεις, όπως αυτή του ΔΝΤ και του, επίσης καθ’ όλα καθεστωτικού, ινστιτούτου CEPR.
Αυτό που είναι εμφανές από τις εν λόγω μετρήσεις είναι ότι η λιτότητα έχει παρέλθει για τα καλά, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο σε κάθε χώρα. Εξέχουσα θέση στις δημοσιονομικές δαπάνες έχει η Γερμανία και δεν θα αποτελέσει έκπληξη αν τελικά παρουσιάσει την μικρότερη ύφεση της ΕΕ για το 2020. Ακριβώς για τον λόγο αυτό έχει μεγάλη σημασία ότι η Ελλάδα είναι δημοσιονομικός ουραγός. Εξέλιπε βέβαια η θεοπάλαβη απαίτηση των δανειστών να εξασφαλίζει η χώρα μας πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ, αλλά η δημοσιονομική διαχείριση της ΝΔ παραμένει σφιχτή. Πρόκειται για πολιτική τελείως κάτω των περιστάσεων δεδομένου ότι η Ελλάδα αναμένεται να δεχθεί το μεγαλύτερο πλήγμα από τον κορωνοϊό στην ΕΕ.
Ο κ. Μητσοτάκης και οι υπουργοί του βομβαρδίζουν συνεχώς τον ελληνικό λαό με αριθμούς και πληροφορίες για τη στιβαρότητά τους, τη γενναιοδωρία τους και την εξαιρετική επίδοση της Ελλάδας στην αντιμετώπιση της κρίσης. Οι πολλοί αριθμοί, ως γνωστόν συσκοτίζουν την πραγματικότητα. Η ΝΔ ουσιαστικά εμφορείται ακόμη από τη λογική του «προηγούμενου πολέμου»: δεν πρέπει να μας ξεφύγουν οι δαπάνες, δεν πρέπει να αναγκαστούμε να δανειστούμε, ας είμαστε μετρημένοι, δεν θέλουμε ξανά Μνημόνια και εποπτεία.
Για την βαθιά προβληματική αυτή κατάσταση ευθύνεται εν μέρει η ιδεολογική αδράνεια που δημιουργήθηκε στα χρόνια της προηγούμενης κρίσης. Το πολιτικό στρώμα που κυβερνά σφραγίστηκε από την κρίση χρέους και συνεχίζει να πιστεύει ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι τα Μνημόνια, η άρνηση των αγορών να απορροφήσουν τα ελληνικά χρεόγραφα και η λιτότητα που μπορεί να επιβάλλουν οι δανειστές. Δεν φαίνεται να έχει συναίσθηση του τι επιτελείται στην παγκόσμια οικονομία. Η ίδια κατάσταση παρατηρείται και σε ευρύτατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που χτυπήθηκαν βαριά από την προηγούμενη κρίση και πιστεύουν ότι το δημόσιο χρέος είναι θανάσιμος κίνδυνος για την χώρα.
Πρόκειται για καταστροφική αντίληψη που ίσως δώσει το τελειωτικό χτύπημα στην ελληνική οικονομία. Αν συνεχιστεί η σφιχτή και κάτω των περιστάσεων δημοσιονομική πολιτική, τότε όντως υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης του ΑΕΠ, συρρίκνωσης του παραγωγικού δυναμικού και κυρίως της εργασίας, και πλήρης αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους σε βάθος χρόνου. Το άμεσο ζητούμενο για την Ελλάδα τη στιγμή αυτή είναι η γενναία στήριξη της ζήτησης και της προσφοράς μέσω της κρατικής παρέμβασης. Η προτεραιότητα στο χρέος είναι ο «προηγούμενος πόλεμος». Ο νέος πόλεμος απαιτεί διαφορετική στρατηγική για να αποφευχθεί η καταστροφή. Αυτή είναι στον πυρήνα της η λογική της Γερμανίας και των άλλων μεγάλων χωρών, αλλά δυστυχώς όχι της χώρας μας.
Η μεταμόρφωση της ΟΝΕ
Η βαθιά προβληματική στρατηγική της Ελλάδας απέναντι στη κρίση του κορωνοϊού είναι μια ακόμη απόδειξη του ιστορικού κόστους από τη συμμετοχή της στην ΟΝΕ. Το ίδιο ισχύει και για τις υπόλοιπες χώρες της Περιφέρειας του Νότου, δηλαδή της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και βέβαια της Ιταλίας, που αντιμετωπίζουν τεράστιες δυσκολίες στην τόνωση της ζήτησης μέσω δαπανών που απαιτούν άμεση εκταμίευση και όχι απλώς μετάθεση φορολογικών υποχρεώσεων, κ.λπ. Χτυπημένες βαρύτατα από τον ιό – ιδίως η Ιταλία και η Ισπανία – και μέσα στο εξαιρετικά περιοριστικό πλαίσιο του ευρώ που έχει καθηλώσει τις οικονομίες τους σε αντιαναπτυξιακή πορεία, δεν έχουν την δυνατότητα να πάρουν τα μέτρα που χρειάζονται. Δεν ισχύει το ίδιο φυσικά για τη Γερμανία και άλλες χώρες του κέντρου.
Η αδυναμία της Περιφέρειας του Νότου γρήγορα δημιούργησε εκρηκτικές συνθήκες, απειλώντας την ίδια την ύπαρξη της ΟΝΕ. Η αντίδραση των κυρίαρχων χωρών ήταν καταλυτική, ουσιαστικά μεταβάλλοντας την ίδια τη λειτουργία της νομισματικής ένωσης.
Η ΕΕ προχώρησε εσπευσμένα σε αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, δηλαδή του δημοσιονομικού πλαισίου του ευρώ. Με το καίριο αυτό βήμα, η λιτότητα εξέλιπε. Προχώρησε επίσης σε άρση των περιορισμών για τη στήριξη και βοήθεια προς τη βιομηχανία, κάτι για το οποίο σχεδόν τίποτε δεν ακούγεται στη χώρα μας. Τέθηκε σε αναστολή το εξαιρετικά περιοριστικό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο που υποτίθεται ότι ρύθμιζε τον ανταγωνισμό εντός της ΟΝΕ και ουσιαστικά απαγόρευε στις κυβερνήσεις να παρεμβαίνουν για να στηρίζουν την εγχώρια παραγωγή. Από την έναρξη της κρίσης έχουν εγκριθεί μέτρα στήριξης ύψους 1,9 τρις ευρώ, όπου τον πρώτο λόγο έχει και πάλι η Γερμανία με συνολικά μέτρα 1 τρις. Ακολουθεί η Γαλλία με περίπου 320 δις και μετά η Ιταλία με 300 δις. Οι υπόλοιπες χώρες μοιράζονται τα ψίχουλα που απομένουν.
Παράλληλα η ΕΚΤ προχώρησε στη διαμόρφωση Προγράμματος Πανδημίας ύψους 750 δις το οποίο επιτρέπει την αγορά ομολόγων σε αναλογία που δεν σχετίζεται με το «κεφαλαιακό κλειδί» της κάθε χώρας, δηλαδή με σχετική ελευθερία. Συνολικά η ΕΚΤ έχει διαθέσει περίπου 850 δις για την κάλυψη των αναγκών ρευστότητας, βήμα εξαιρετικά σημαντικό για την έμμεση στήριξη των δημοσιονομικών δαπανών και ακόμη σημαντικότερο για τη στήριξη των τραπεζών της Γερμανίας και της Γαλλίας, οι οποίες έχουν έτσι τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν απαραίτητη ρευστότητα. Στην πράξη το πλαίσιο λειτουργίας της ΕΚΤ χαλάρωσε ακόμη περισσότερο στην κατεύθυνση που είχε ήδη διαμορφώσει ο Μάριο Ντράγκι κατά τη διάρκεια της θητείας του, παραμερίζοντας τους ιδρυτικούς κανόνες της τράπεζας μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ.
Αυτό που αρχικά αρνήθηκε να κάνει η ΕΕ (στην ουσία η ΟΝΕ) ήταν να δημιουργήσει μηχανισμούς κοινής δημοσιονομικής παρέμβασης και παροχής κονδυλίων προς τις χώρες που χτυπήθηκαν πιο βαριά από τον κορωνοϊό, δηλαδή τα κράτη της περιφέρειας του Νότου. Η άρνηση των χωρών του Βορρά ήταν πεισματική, δημιουργώντας αφόρητη πίεση στις χώρες του Νότου, καθώς η επέκταση των δημοσιονομικών δαπανών – ιδιαίτερα αυτών που απαιτούν άμεση εκταμίευση – αναπόφευκτα ωθεί σε διόγκωση του δημόσιου χρέους και άρα ανάγκη δανεισμού στις ανοιχτές αγορές. Οι πιέσεις στο εσωτερικό της ΟΝΕ, ειδικά στην Ιταλία, έγιναν τόσο έντονες που απειλούσαν πλέον με διάλυση.
Τα πράγματα έγιναν εκρηκτικά μετά την πρόσφατη απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου να αμφισβητήσει τη νομική επάρκεια των δράσεων της ΕΚΤ κατά την κρίση της Ευρωζώνης το 2010-13, όταν η τράπεζα είχε και πάλι σχετικά ελεύθερα παραχωρήσει ρευστότητα. Στην πράξη το δικαστήριο αμφισβήτησε την επάρκεια του τωρινού Προγράμματος Πανδημίας, άρα τη δυνατότητα της ΕΚΤ να πάρει τα μέτρα που απαιτούνται.
Δεν είναι ξεκάθαρο που και πως θα καταλήξει η νομική διαμάχη, αλλά είναι αναμφίβολο ότι το Γερμανικό Δικαστήριο έριξε βόμβα στα θεμέλια της ΟΝΕ, που έτσι κι αλλιώς έτριζαν. Η συνειδητοποίηση της κατάστασης ανάγκασε τις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας να προτείνουν εσπευσμένα τη διαμόρφωση κοινού δημοσιονομικού ταμείου υπό την διαχείριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η κίνησή τους άνοιξε το δρόμο για την πρόταση προγράμματος Ανάκαμψης τον Μάιο καταδεικνύοντας το πως θα εξελιχθεί η ΟΝΕ.
Η πρόταση της Επιτροπής
Πολύ συνοπτικά, η πρόταση της Επιτροπής είναι να δημιουργηθεί ένα Ταμείο Ανάκαμψης που θα έχει στη διάθεσή του 310 δις για χορηγίες και 250 δις για παροχή δανείων την περίοδο 2021-2024. Στο ποσό αυτό θα προστεθούν και άλλα 190 δις μέσω ενός πλήθους μηχανισμών και επιμέρους ταμείων της ΕΕ, μερικά από τα οποία θα κάνουν χορηγίες και άλλα θα δίνουν δάνεια. Το συνολικό ποσό θα φτάσει έτσι τα 750 δις, αλλά πρόκειται για καθαρή προπαγανδιστική υπερβολή ότι τα 500 δις θα είναι χορηγίες και τα υπόλοιπα 250 δάνεια. Στην πραγματικότητα το κύριο όπλο θα είναι τα 310 δις των χορηγιών και τα 250 δις των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, που θα διατεθούν ισόποσα την τετραετία 2021-24. Είναι πιθανό οι συνολικές χορηγίες να μην ξεπεράσουν τα 400 δις, ενώ δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο με ποιους όρους θα δοθούν τα δάνεια.
Η χρηματοδότηση του συνολικού προγράμματος θα γίνει μέσω του προϋπολογισμού της ΕΕ και για τον σκοπό αυτό θα αυξηθεί η ετήσια συμμετοχή όλων των κρατών-μελών κατά 0.6% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος της ΕΕ, δηλαδή κατά περίπου 95 δις. Αυτά είναι και το μόνα «πραγματικά» χρήματα που θα απαιτηθούν από τα κράτη-μέλη. Στη βάση αυτή η Επιτροπή θα προχωρήσει σε δανεισμό στις ανοιχτές αγορές ώστε να φτάσει το συνολικό ποσό των 750 δις. Τα δάνεια θα αποπληρώνονται μέσω του προϋπολογισμού της ΕΕ για 30 χρόνια μετά το 2028.
Πρόκειται για το γνωστό τρικ της περιόδου Γιουνκέρ, όταν ένα σχετικά μικρό ποσό «πραγματικού» χρήματος φαινόταν να μετατρέπεται σε πακτωλό μέσω μόχλευσης στις ανοιχτές αγορές, δημιουργώντας την εικόνα γενναιόδωρης και μεγάλης παρέμβασης. Στην πράξη η παρέμβαση είναι σχετικά περιορισμένη και σίγουρα φτωχότερη από την κρατική παρέμβαση στις ΗΠΑ, την Κίνα και τη Βρετανία.
Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι είναι θεσμικά και πολιτικά σημαντική για την ΕΕ διότι ανοίγει δρόμο για δημοσιονομικές μεταβιβάσεις και για μια μορφή κοινού δανεισμού, έστω και μέσω του προϋπολογισμού της ΕΕ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έγινε δεκτή με πανηγυρισμούς από πλευράς Ευρωπαϊστών κάθε μορφής. Καλό θα είναι να προσέξουν λίγο περισσότερο όμως γιατί αυτό που συμβαίνει δεν είναι καθόλου η μετάβαση που ονειρεύονται σε μια πιο ομοσπονδιακή ΕΕ. Το αντίθετο μάλιστα.
Οι δράσεις της ΕΕ μετά τον κορωνοϊό έχουν πλέον αφαιρέσει κάθε ίχνος σταθερού θεσμικού και νομικού πλαισίου για τη λειτουργία της ΟΝΕ: Έχει αρθεί το Σύμφωνο Σταθερότητας, δεν ισχύει το νομικό πλαίσιο κρατικής βοήθειας, δεν υπάρχει περιορισμός στην παροχή ρευστότητας της ΕΚΤ και πλέον δεν υπάρχει και πλαίσιο για δημοσιονομικές μεταβιβάσεις και από κοινού δανεισμό. Στην πράξη η ΟΝΕ έχει πλήρως μετατραπεί από ένα νομισματικό μηχανισμό που λειτουργεί στη βάση κανόνων, σε ένα μηχανισμό που λειτουργεί στη βάση της διακριτικής ευχέρειας των μελών του. Οι ωφελημένοι από αυτή τη διαδικασία δεν θα είναι καθόλου οι πλέον αδύναμοι, αλλά οι ισχυρότεροι και πρώτη από όλους η Γερμανία.
Ο κορωνοϊός έθεσε την γερμανική ελίτ μπροστά σε σκληρότατο δίλημμα. Οι πιέσεις για την χαλάρωση του πλαισίου της ΟΝΕ ήταν ισχυρότατες, καθώς ορθώθηκε η απειλή της διάλυσης. Αλλά η χαλάρωση του πλαισίου αντιβαίνει πλήρως την ιστορική ιδεολογία της γερμανικής αστικής τάξης, τον περιβόητο ορντολιμπεραλισμό, δηλαδή την αντίληψη ότι ο σημαντικότερος παράγοντας για τη λειτουργία της αγοράς είναι η ύπαρξη αυστηρών κανόνων. Ακριβώς για τον λόγο αυτό αντέδρασε και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, που είναι κατά παράδοση υπέρμαχος του ορντολιμπεραλισμού. Η απόφασή του κατατρόμαξε το γερμανικό εξαγωγικό βιομηχανικό κεφάλαιο, που είναι ο μεγάλος κερδισμένος από την ΟΝΕ, γιατί πλέον απειλούνταν ευθέως οι αγορές του. Ο ορντολιμπεραλισμός παραμερίστηκε πλήρως μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης της ΟΝΕ και η γερμανική κυβέρνηση άνοιξε το δρόμο για την πρόταση της Επιτροπής.
Οι αέναες ελληνικές αυταπάτες
Η ΟΝΕ περνάει πλέον σε νέα φάση λειτουργίας όπου οι αποφάσεις θα λαμβάνονται μετά από διαπραγματεύσεις χωρίς σαφές πλαίσιο. Θα κυριαρχήσει ακόμη περισσότερο ο ισχυρότερος, προασπίζοντας τα συμφέροντά του. Όταν και εάν κρίνεται απαραίτητο θα υπάρχουν και ad hoc δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, ώστε να αποφεύγεται η κατάρρευση. Το κριτήριο θα είναι «η μικρότερη μεταβίβαση με τον μεγαλύτερο προπαγανδιστικό θόρυβο». Αυτό χαρακτηρίζει και το πρόσφατο πρόγραμμα Ανάκαμψης της Επιτροπής. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η τεχνική έκθεση της Επιτροπής τονίζει ότι οι μεταβιβάσεις θα είναι τελικά ευεργετικές για το ΑΕΠ των χωρών που παρέχουν τα κονδύλια γιατί έτσι θα αυξηθούν οι εξαγωγές τους. Κυνικότερη παραδοχή της βαθύτερης πραγματικότητας δύσκολα θα φανταζόταν κανείς.
Για την Ελλάδα το μαχαίρι έχει ήδη χτυπήσει το κόκκαλο. Η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης μέχρι τώρα έγινε με επιτυχία, εν μέρει λόγω των αυστηρότατων μέτρων και εν μέρει από καλή τύχη. Καθώς όμως περιοριζόταν ο υγειονομικός κίνδυνος, μεγάλωνε ο οικονομικός. Τα μέτρα της κυβέρνησης είναι παντελώς ανεπαρκή και το φάσμα του ολέθρου στην απασχόληση, το εισόδημα και την παραγωγή διαγράφεται πεντακάθαρα.
Οι πόροι που θα διατεθούν στη χώρα μας μέσω του προγράμματος της Επιτροπής δεν είναι καθόλου ο πακτωλός που ονειρεύονται οι εγχώριοι Ευρωπαϊστές. Στην πραγματικότητα η Ελλάδα δικαιούται το 5,8% από τα 310 δις των χορηγιών για το 2021-24, δηλαδή ένα σύνολο 18 δις, ή 4,5 δις τον χρόνο. Από τα υπόλοιπα πιθανόν να λάβει κάτι παραπάνω από 1 δις το χρόνο ως επιπλέον χορηγίες και ίσως άλλα 5 δις ετησίως με τη μορφή δανείων, αν το θελήσει.
Για να έχει δικαίωμα να λάβει τα κονδύλια αυτά (χορηγίες και δάνεια) η Ελλάδα θα πρέπει να συνεισφέρει περίπου 2,5 δις το χρόνο στο πρόγραμμα. Συνεπώς οι καθαρές εισροές θα είναι σαφώς μικρότερες και πιο συγκεκριμένα οι καθαρές χορηγίες θα είναι λίγο πάνω από 3 δις το χρόνο, δηλαδή κοντά στο 2% του ελληνικού ΑΕΠ για τέσσερα χρόνια. Δεν είναι αμελητέο ποσό, αλλά δεν πρόκειται επ’ ουδενί για βροχή χρήματος και δεν πρόκειται να αλλάξει τα αμείλικτα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας μέσα στην παγίδα της ΟΝΕ. Στην ουσία πρόκειται για υποχώρηση των ισχυρών, οι οποίοι παρέχουν κάποια ψίχουλα μπροστά στην απειλή της κατάρρευσης ενός οικοδομήματος που εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, πάντα με την προοπτική να αυξήσουν τις εξαγωγές τους.
Καταλήγοντας, η αποφυγή διόγκωσης του χρέους δεν είναι το καίριο ζητούμενο για την Ελλάδα τη στιγμή αυτή. Απαιτείται ταχύτατη αλλαγή πορείας με γενναία δημοσιονομική παρέμβαση, άμεση στήριξη της ιδιωτικής απασχόλησης, κύμα δημοσίων επενδύσεων, πρόγραμμα δημόσιας απασχόλησης και κυρίως παρέμβαση στην παραγωγή ώστε επιτέλους να γίνει η παραγωγική αναδιάρθρωση που είναι απόλυτη ανάγκη. Η ιδιωτική πρωτοβουλία απλώς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια κρίση τέτοιου μεγέθους.
Η Ελλάδα παραμένει στην παγίδα του ευρώ, όπως και οι υπόλοιπες χώρες του Νότου, αλλά το ευρώ ήδη εξελίσσεται σε νόμισμα χωρίς αυστηρό θεσμικό πλαίσιο. Τα κράτη-μέλη της ΟΝΕ λαμβάνουν μέτρα που θα ήταν αδιανόητα πριν λίγους μήνες. Είναι απολύτως παράλογο για την Ελλάδα να προσπαθεί να φαίνεται πειθαρχημένη και μετρημένη. Το ελληνικό κράτος οφείλει να αξιοποιήσει οποιαδήποτε ποσά δοθούν από την ΕΕ, αλλά πάνω απ’ όλα να κάνει τις απαραίτητες δαπάνες για να στηριχτεί η απασχόληση και η μικρομεσαία σπονδυλική στήλη της οικονομίας. Πάνω απ’ όλα οφείλει να κάνει δυναμικές παρεμβάσεις στην παραγωγή με όρους κοινωνικής κινητοποίησης, ώστε να υπάρξει η πολυπόθητη παραγωγική ανασυγκρότηση.
Αν χρειαστεί ας προχωρήσει το δημόσιο σε επιπλέον δανεισμό και ας φροντίσει να κινητοποιήσει μονομερώς τις ελληνικές τράπεζες με λαϊκό και δημοκρατικό έλεγχο. Επείγει να αποφύγουμε την καταστροφή που ήδη εμφανίζεται προστατεύοντας την εργασία και την παραγωγή. Όταν περάσει η καταιγίδα θα έρθει η ώρα να τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς και με την ΟΝΕ και με την ΕΕ. Αυτή πρέπει να είναι η θέση της ριζοσπαστικής Αριστεράς απέναντι στην κοινωνία, αν θέλει να έχει λόγο στα πράγματα.