Οι ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου ανέδειξαν διαφοροποιήσεις στον πολιτικό συσχετισμό που αποτυπώθηκε, χωρίς, ωστόσο, να επιφέρουν αποφασιστικές αλλαγές στην ασκούμενη πολιτική από την κυβέρνηση της ΝΔ και στην προοπτική της επιτάχυνσής της. Βασικό στοιχείο του συσχετισμού που αποτυπώθηκε, είναι η εκλογική φθορά της ΝΔ, η οποία χάνει 27 ποσοστιαίες μονάδες και σχεδόν 1,3 εκατ. ψήφους. Χάνει περίπου το 53% της εκλογικής της επιρροής και καταγράφει τη χαμηλότερη σε απόλυτους αριθμούς εκλογική της επίδοση, χαμηλότερη ακόμα και από τις εκλογές του Μαΐου του 2012, οι οποίες είχαν αποτελέσει τομή για τα βασικά κόμματα της δικομματικής εναλλαγής, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Σύμφωνα με τις αναλύσεις των exit polls, ένα μεγάλο τμήμα της προηγούμενης εκλογικής επιρροής της ΝΔ κατευθύνθηκε προς ακροδεξιά κόμματα (Ελληνική Λύση, Νίκη, Φωνή Λογικής), ένα μικρότερο από αυτό προς το κέντρο (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Λοβέρδος), ενώ ένα σημαντικό ποσοστό των ψηφοφόρων της στην αποχή. Στις ευρωεκλογές επιβεβαιώθηκαν οι τάσεις πολιτικής διαμαρτυρίας και τιμωρητικής ψήφου απέναντι στην ΝΔ, οι οποίες είχαν αποτυπωθεί ήδη από τις αυτοδιοικητικές εκλογές, όπου οι υποστηριζόμενες από τη ΝΔ δυνάμεις ηττήθηκαν στη συντριπτική πλειοψηφία των δεύτερων γύρων όπου συμμετείχαν. Η ΝΔ φαίνεται να εισπράττει πίεση και φθορά από πολλές κατευθύνσεις. Από τη μία πλευρά, εισπράττει φθορά από την σκληρή, νεοφιλελεύθερη πολιτική που ασκεί, με τμήματα – αν και περιορισμένα – του προγενέστερου εκλογικού ακροατηρίου της να στρέφονται προς την αναζήτηση μίας εναλλακτικής συστημικής λύσης, αλλά και στην αποχή. Στις εκλογικές μάχες του 2023, η ΝΔ αξιοποίησε την χαλάρωση των περιορισμών του δημοσιονομικού πλαισίου της ΟΝΕ και την ευνοϊκή στάση των ηγετικών κύκλων της ΟΝΕ, με αποτέλεσμα να διοχετεύσει σημαντικούς πόρους, σταθεροποιώντας τις πολιτικές της εκπροσωπήσεις. Διεύρυνε με επιδοματικές πολιτικές μέσω των διάφορων pass, χωρίς αυτά να αποτελούν κοινωνικές πολιτικές, τις κοινωνικές συμμαχίες της με φτωχοποιημένα κοινωνικά στρώματα ή με την αξιοποίηση του ταμείου ανάκαμψης και του κρατικοπελατειακού δικτύου της και με μικροαστικά στρώματα. Η εξάντληση της πολιτικής αυτής, σε συνδυασμό με την εφαρμοζόμενη πολιτική λιτότητας και την ακρίβεια που δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στα λαϊκά στρώματα, επέδρασε στη φθορά της ΝΔ. Ταυτόχρονα, στο εκλογικό ακροατήριο της ΝΔ, με τα συντηρητικά ή και αντιδραστικά ιδεολογικά του χαρακτηριστικά, επέδρασε η ψήφιση του νόμου για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, με αποτέλεσμα ένα τμήμα του να στραφεί ακόμα δεξιότερα.
Ιδιαίτερο πολιτικό χαρακτηριστικό αυτών των εκλογών ήταν η ακόμα μεγαλύτερη άνοδος της αποχής, με τις ευρωεκλογές να συγκεντρώνουν τη χαμηλότερη συμμετοχή από κάθε άλλη εκλογική αναμέτρηση της μεταπολίτευσης. Η συμμετοχή στις εκλογές είναι χαμηλότερη και από τις τρεις εκλογές της δεκαετίας του ’60 (1961, 1963, 1964), παρότι ο νόμιμος πληθυσμός της χώρας έχει αυξηθεί σημαντικά. Ένα τμήμα της αποχής είναι πλασματικό και οφείλεται στην μη εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων, ωστόσο και η πραγματική αποχή αυξήθηκε σημαντικά από τις εκλογές του Μαΐου, ξεπερνώντας, σύμφωνα με κάποιες αναλύσεις, τα 2 εκ. ψηφοφόρους. Η αποχή δεν αποτελεί θετικό στοιχείο, ούτε ένδειξη αμφισβήτησης των πολιτικών συσχετισμών. Η μεγάλη αύξηση της αποχής αντανακλά εν μέρει μία κρίση νομιμοποίησης των πολιτικών κομμάτων, ωστόσο δεν μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη αμφισβήτησης της κυβέρνησης, εφόσον δεν βρίσκει πολιτική έκφραση και δεν συνοδεύεται από τη συμμετοχή σε μαζικές συλλογικές πρακτικές, όπως η συμμετοχή σε κινητοποιήσεις ή συνδικαλιστικούς φορείς κ.λπ. Αποτελεί στοιχείο απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, αλλά και απόρροια της κρίσης των μαζικών συλλογικών, πολιτικών και συνδικαλιστικών, εγχειρημάτων. Σε μια εκτεταμένη περίοδο κατά την οποία η αστική κυριαρχία στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες δεν στηρίζεται στην ενεργητική συναίνεση ευρύτερων κοινωνικών κατηγοριών, ούτε στην, έστω εξ αντανακλάσεως και ηγεμονευόμενη, ενσωμάτωση πλευρών των λαϊκών συμφερόντων στην ασκούμενη πολιτική, η κυριαρχία του κεφαλαίου οργανώνεται μέσα από την αποδιάρθρωση της κοινωνικής και πολιτικής έκφρασης των υποτελών τάξεων και την πολιτική τους περιθωριοποίηση. Έτσι, η αποχή σηματοδοτεί έναν ακόμα δείκτη εξοβελισμού των πιο πληττόμενων στρωμάτων από την πολιτική σκηνή. Η υποτιθέμενη «ανησυχία» των αστικών κομμάτων και των οργανικών διανοούμενων της αστικής τάξης για την αποχή είναι επομένως υποκριτική.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτών των εκλογών ήταν η συνέχιση και ενίσχυση του πολιτικού εκφυλισμού και η υποκατάσταση της πολιτικής αντιπαράθεσης από την επικοινωνία και το θέαμα. Η σύγκλιση του κυβερνώντος κόμματος με τα συστημικά, στα λόγια μόνο αντιπολιτευόμενα, κόμματα, στους βασικούς άξονες της ασκούμενης πολιτικής είναι αυτή που οδηγεί στην υποκατάσταση της πολιτικής από την επικοινωνία, αφού δεν προτείνονται πολιτικά διαφορετικά προγράμματα εναλλακτικής διεξόδου προς όφελος του λαού και της νεολαίας.
Η φθορά της ΝΔ και οι ρωγμές στην πολιτική κυριαρχία της, είναι ενδεχόμενο να παράξουν κάποιους κλυδωνισμούς. Ωστόσο, η δυνατότητα της κυβέρνησης να ασκεί μία επιθετική, νεοφιλελεύθερη και αυταρχική πολιτική απέναντι στα λαϊκά στρώματα δεν αναιρείται, στο βαθμό που, όπως επιβεβαιώθηκε και από τα εκλογικά αποτελέσματα, δεν υφίσταται ένας αντίπαλος πολιτικός πόλος που να μπορεί να διεκδικήσει την κυβερνητική εξουσία, πολλώ δε μάλλον να διατυπώσει μία εναλλακτική πολιτική στρατηγική που να εμπεριέχει στοιχεία παραχωρήσεων στις λαϊκές τάξεις. Είναι ενδεικτικό ότι η φθορά της ΝΔ κατευθύνεται κυρίως προς την αποχή και την ακροδεξιά και δεν μεταφράζεται σε εκλογική ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα και τα δύο κόμματα σημειώνουν σημαντικές απώλειες σε απόλυτο αριθμό ψήφων σε σχέση με τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2023, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει και σημαντική ποσοστιαία πτώση, παρά την αποχή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ καταγράφει συνολικές απώλειες πάνω από 1,6 εκ. ψήφους από το 2015, ενώ χάνει τα 2/3 της εκλογικής επιρροής του σε σχέση με το 2019. Η πτώση του έχει τις ρίζες της στην μνημονιακή στροφή του το καλοκαίρι 2015, που συνέβαλε στη διάχυση στο λαό και τη νεολαία της συστημικής αντίληψης ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση και, έτσι, αποτέλεσε κρίσιμη καμπή για τη σταδιακή συντηρητική μετατόπιση που συντελείται στην ελληνική κοινωνία. Στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το δημοψήφισμα εντάχθηκε στο μνημονιακό πολιτικό μπλοκ, ο περιορισμός της πολιτικής και εκλογικής του επιρροής ήταν σε μεγάλο βαθμό δεδομένος, αφού ήταν αδύνατον να αποτελέσει αξιόπιστο πόλο εξουσίας για τμήματα της αστικής τάξης. Η επιμονή στη στροφή προς το κέντρο, στην πλήρη υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, αλλά και της ευρωενωσιακής και νατοϊκής κατεύθυνσης, ήταν καταδικασμένη να αποτύχει και θα αποδυναμώσει περαιτέρω το ΣΥΡΙΖΑ, στο βαθμό που περιορίζεται ο πολιτικός χώρος για «κεντροαριστερά» κόμματα, ιδιαίτερα με την πολιτική καταγωγή του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν διαθέτει οργανικές σχέσεις με τις λαϊκές τάξεις, αλλά ούτε και σχέσεις με τμήματα της ολιγαρχίας. Άλλωστε, η πολιτική φθορά των κομμάτων της κεντροαριστεράς είναι ευρύτερο φαινόμενο, που δεν αφορά μόνο στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Στις συνθήκες σταθεροποίησης του νεοφιλελευθερισμού μετά την κρίση του 2008 – 2009 δεν είναι ανεκτές παραχωρήσεις και νέα κοινωνικά συμβόλαια από την πλευρά των αστικών τάξεων. Έτσι, τα κόμματα αυτά αδυνατούν να διαμορφώσουν και να προβάλλουν μια εναλλακτική σε αυτόν πολιτική πρόταση, έστω στα όρια της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, με αποτέλεσμα ο πολιτικός χώρος που μπορούν να καταλάβουν να συρρικνώνεται και τμήματα των μαζών να στρέφονται στους αυθεντικούς εκφραστές της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ή να περιθωριοποιούνται από την πολιτική. Ιδιαίτερο ρόλο για την ακόμα μεγαλύτερη επιτάχυνση της φθοράς του έπαιξε η ανάδειξη Κασσελάκη στην ηγεσία του, ενός προσώπου που δεν έχει καμία σχέση με την αντίληψη, το υπόδειγμα αλλά και την αισθητική ενός μεγάλου τμήματος του ακροατηρίου που εξακολουθούσε να εκπροσωπείται πολιτικά από τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά τη νεοφιλελεύθερη προσαρμογή των προηγούμενων χρόνων. Η ηγεσία Κασσελάκη εκφράζει μία οριστική και πλήρη απομάκρυνση από την, έστω και διακηρυκτική, αναφορά στην αριστερά, αφού πρόκειται για ένα πρόσωπο που όχι απλώς συναινεί – και ορισμένες φορές υπερθεματίζει – στην ταξική πολιτική που συνεπάγεται το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, αλλά και στρατεύεται καθολικά στον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό, υιοθετώντας πολιτικές στάσεις που είναι αδιανόητες για ένα κόμμα προερχόμενο από την αριστερά (υπερψήφιση εξοπλιστικών δαπανών, αρχική στάση για την Παλαιστίνη, πλήρης συναίνεση στην κατεύθυνση του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ).
Αντίστοιχα, το ΠΑΣΟΚ καταγράφει πτώση σε απόλυτους αριθμούς σε σχέση με τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2023. Παρά την μικρή ποσοστιαία άνοδό του, δεν διαθέτει τη δυναμική να αποτελέσει εναλλακτικό κυβερνητικό σχέδιο και περιορίζεται σε ρόλο πιθανού ανταγωνιστή του ΣΥΡΙΖΑ για την ηγεμονία στο χώρο της «κεντροαριστεράς». Μετεκλογικά, τμήματα της άρχουσας τάξης έχουν αρχίσει να πιέζουν τα δύο αυτά κόμματα, αλλά και άλλες δυνάμεις, για να συγκλίνουν και να διαμορφώσουν μία συστημική εναλλακτική στην κυβέρνηση της ΝΔ. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, οι δυνάμεις του κεφαλαίου δεν έχουν άρει την εμπιστοσύνη τους και τη στήριξή τους στη ΝΔ, ως το αυθεντικό κόμμα του κεφαλαίου στην Ελλάδα, ενώ είναι δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ αυτοτελώς δεν μπορούν να διεκδικήσουν την εναλλαγή στο κυβερνητικό κέντρο και μία σύγκλιση μεταξύ τους φαίνεται να παρουσιάζει δυσκολίες.
Οι απώλειες της ΝΔ, οφείλονται κυρίως σε μία διάχυτη λαϊκή δυσαρέσκεια λόγω της ακρίβειας και της έλλειψης οποιασδήποτε θετικής προοπτικής για το μέλλον. Όμως, στράφηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό προς την ακροδεξιά, κάτι που θα αξιοποιήσει η κυβέρνηση της ΝΔ το επόμενο διάστημα για να πάει συνολικά τις πολιτικές της σε πιο δεξιά, συντηρητική, αυταρχική γραμμή.
Η άνοδος της ακροδεξιάς σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων ανοιχτά νεοφασιστικών δυνάμεων, είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Οφείλεται κατά κύριο λόγο στις πολιτικές των συστημικών κομμάτων (νεοφιλελεύθερων, ακροκεντρώων, σοσιαλφιλελεύθερων) σε κάθε χώρα και συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η φτώχεια, η ιδεολογική προπαγάνδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δολοφονική αντιμετώπιση των προσφύγων και μεταναστών και η διάχυση του ρατσιστικού δηλητηρίου, η γενικότερη αναθεώρηση της ιστορίας, ερμηνεύουν σε ένα βαθμό αυτή την άνοδο. Η ακροδεξιά, πλέον, δεν αποτελεί περιθωριακή πολιτική δύναμη στο πολιτικό σκηνικό των χωρών – μελών της ΕΕ, αλλά μια εναλλακτική του συστήματος για το σχηματισμό αστικών κυβερνήσεων (Μελόνι, Λεπέν κ.α.) από δεξιά και ακροδεξιά κόμματα. Η ενίσχυση της ακροδεξιάς αποτελεί, επιπλέον, σχεδιασμό του ίδιου του συστήματος, που προετοιμάζεται για την όξυνση των συγκρούσεων, λόγω των τριγμών στην πλανητική κυριαρχία των ΗΠΑ και των συμμάχων τους και, σε αυτό το πλαίσιο, προκρίνει μια πολύ πιο σκληρή διαχείριση του λαού και της νεολαίας. Στην Ελλάδα, οι ευρωεκλογές ακολούθησαν την τάση που είχε αποτυπωθεί και στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2023, όπου, για πρώτη φορά μετά από την περίοδο της ανόδου της ΧΑ, η ακροδεξιά στις διάφορες μορφές της κατέγραψε ισχυρή ανοδική δυναμική. Το σύνολο των ποσοστών των ακροδεξιών κομμάτων σε όλες τους τις εκδοχές, φτάνει για πρώτη φορά στα επίπεδα του 20% και, σε συνδυασμό με την τεράστια αποχή από τις εκλογές, καταδεικνύει ακόμα περισσότερο την συντελούμενη συντηρητική στροφή της ελληνικής κοινωνίας. Η ενίσχυση της ακροδεξιάς αποτυπώνει την σημαντική διείσδυση σε τμήματα των πληττόμενων τάξεων συντηρητικών, αντιδραστικών, αλλά και ανορθολογικών ιδεολογημάτων, τα οποία, μετά τις πολιτικές αναδιατάξεις που εκδηλώθηκαν ως αντανάκλαση της μνημονιακής πολιτικής εκφράζονται πλέον αυτοτελώς, χωρίς να καναλιζάρονται μέσα από τη ΝΔ. Ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα, όπου σε αυτή την κατεύθυνση δρουν οργανωμένα δίκτυα και μηχανισμοί, η επίδοση της ακροδεξιάς είναι πολύ υψηλή, με χαρακτηριστικό το γεγονός ότι σε έξι νομούς η Ελληνική Λύση αναδεικνύεται σε δεύτερο κόμμα. Παρότι οι σημερινές εκδοχές της ακροδεξιάς δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της ΧΑ, που ήταν ένα ανοιχτά νεοναζιστικό μόρφωμα, με κατεύθυνση υλοποίησης οργανωμένων πρακτικών στο δρόμο, η άνοδος της ακροδεξιάς σε συνδυασμό με την συρρίκνωση της επιρροής της αριστεράς είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, η οριοθέτηση της ακροδεξιάς πρέπει να αποτελέσει σημαντική προτεραιότητα για την αριστερά. Όμως, επιπλέον, οι δυνάμεις της αριστεράς πρέπει να αναζητήσουν σοβαρές απαντήσεις στο γιατί περιορίζεται η δυνατότητά τους να απευθύνονται στα πιο πληττόμενα στρώματα, ενώ σε αυτά διεισδύουν ακροδεξιές δυνάμεις και, στη βάση αυτή, να αναδιαμορφώσουν την πολιτική τους στρατηγική.
Η Νέα Αριστερά υπέστη μία εκλογική αποτυχία, η οποία σηματοδοτεί και μια ευρύτερη πολιτική φθορά, καταγράφοντας ένα αρνητικό αποτέλεσμα, παρά το γεγονός ότι διαθέτει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, πόρους, αλλά και ένα δυναμικό που σε μεγάλο βαθμό αποτελείται από πρώην υπουργούς και βουλευτές. Πέρα από την έλλειψη οργανικών σχέσεων με τμήματα των λαϊκών μαζών, κάτι που είναι εμφανές σε όλα τα επίπεδα (συνδικαλιστικό, νεολαία, αυτοδιοίκηση κ.λπ.), αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει κενός πολιτικός χώρος για να καταληφθεί από μια εκδοχή του ήδη μετατοπισμένου προς τα δεξιά ΣΥΡΙΖΑ, πριν την στροφή που σηματοδότησε η εκλογή Κασσελάκη. Η Νέα Αριστερά αποδοκιμάστηκε, τόσο γιατί τα πολιτικά της στελέχη χρεώνονται ότι αποτέλεσαν κεντρικό κορμό της μνημονιακής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ 2015 -2019, υποστηρικτές και υλοποιητές της διάψευσης του δημοψηφίσματος και της μνημονιακής πολιτικής, όσο και γιατί η πολιτική της στρατηγική, όπως εκφράστηκε, δεν καλύπτει κανένα πολιτικό κενό. Η επιμονή στην υπεράσπιση του μνημονιακού κυβερνητικού έργου και μάλιστα με θετικούς όρους (δηλαδή ούτε καν με τη θέση ότι τα μνημονιακά μέτρα επιβλήθηκαν ως αποτέλεσμα εκβιασμού από την τρόικα), η πλήρης έλλειψη αυτοκριτικής είναι στοιχεία μιας πολιτικής κατεύθυνσης καταδικασμένης σε αποτυχία. Όσο διατηρείται η πολιτική κατεύθυνση αυτή, ο πολιτικός αυτός χώρος θα βαδίζει είτε προς την αποδιάρθρωση, είτε προς την ενσωμάτωση σε σχέδια «ενότητας της κεντροαριστεράς και της προοδευτικής παράταξης», από τα οποία τα λαϊκά στρώματα δεν έχουν να κερδίσουν.
Η Πλεύση Ελευθερίας διατήρησε ποσοστιαία την εκλογική επιρροή της, χωρίς ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις. Η Πλεύση Ελευθερίας, με βάση τις θέσεις, τη λειτουργία της και τον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό της δεν μπορεί να τοποθετηθεί στην αριστερά. Έχει ένα θολό πολιτικό στίγμα, αποτελεί ένα απολύτως προσωποπαγές κόμμα που επιχειρεί να ψαρέψει στα θολά νερά ενός «αντισυστημισμού» χωρίς ιδεολογικό και πολιτικό πρόσημο. Στη διάρκεια της κοινοβουλευτικής θητείας, παρά επιμέρους παρεμβάσεις της, όπως για το μαζικό έγκλημα των Τεμπών ή τις Γερμανικές αποζημιώσεις, έχει μια πολιτική παρουσία που στηρίζει ή αντιμετωπίζει θετικά βασικές πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης, όπως η επιστολική ψήφος, ή και οι αρχικές τοποθετήσεις στελεχών της για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Είναι ένα κόμμα που στηρίχθηκε από τμήματα των μεγάλων ΜΜΕ και των κέντρων εξουσίας, προκειμένου να ανακόψει την δυναμική αριστερών σχηματισμών. Η επιρροή της είναι ασταθής και η εναλλαγή του εκλογικού της ακροατηρίου χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ρευστότητας της εκλογικής έκφρασης που παρατηρείται μετά τις πολιτικές αναδιατάξεις που προκάλεσαν τα μνημόνια.
Το ΚΚΕ καταγράφει μικρή ποσοστιαία εκλογική ενίσχυση, η οποία είναι όμως δυσανάλογη με την σωρευτική φθορά που καταγράφει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ουσιαστικά, το ΚΚΕ τροφοδοτείται από την αναδιάταξη της εκλογικής έκφρασης μικρού τμήματος ενός εκλογικού ακροατηρίου, που αποτελεί θραύσμα του δυναμικού που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο του 2015 – 2019. Παρά τις σημαντικές οργανωτικές του δυνάμεις, δεν κατορθώνει να διεισδύσει σε ευρύτερα ακροατήρια, ούτε στο δυναμικό της αποχής. Η άνοδος του ΚΚΕ δεν μπορεί να ανατρέψει το αρνητικό πολιτικό σκηνικό. Ιδιαίτερα όταν αυτή η ενίσχυση γίνεται αντιληπτή ως επιβράβευση αφενός της στρατηγικής του, που έχει ως κεντρικό άξονα την παραπομπή στο απώτατο μέλλον των λύσεων στα προβλήματα του λαού, αλλά και την αντιενωτική πολιτική στους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες, παρά την ενεργή συμμετοχή του σε αυτούς, και σε σχέση με τις δυνάμεις της ανυπότακτης Αριστεράς και αφετέρου της απουσίας του από την κορυφαία μετά τον εμφύλιο πόλεμο στιγμή της ταξικής πάλης στο δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη.
Το εκλογικό αποτέλεσμα της Ενωτικής Πρωτοβουλίας ΜέΡΑ25|ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ αποτιμάται θετικά, παρότι δεν καταφέραμε να επιτύχουμε τον στόχο της εισόδου στην ευρωβουλή. Οι πολιτικές αιτίες της συρρίκνωσης του χώρου που εκφράζεται από τα διαδοχικά εγχειρήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς στις διάφορες παραλλαγές τους από το 2015 και μετά είναι βαθύτερες και τις έχουμε αναλύσει εκτενώς στο παρελθόν, αντιμετωπίζοντας αυτοκριτικά τις δικές μας ευθύνες και πολιτικές αδυναμίες. Ωστόσο, το γεγονός ότι το κοινωνικό και δυνητικά εκλογικό ακροατήριο του χώρου της ανυπότακτης αριστεράς είναι κατά πολύ συρρικνωμένο – κάτι που σχετίζεται με τις συντηρητικές μετατοπίσεις τόσο συνολικότερα, όσο και στο εσωτερικό της αριστεράς – είναι στοιχείο που δεν μπορεί να αναταχθεί άμεσα, ιδιαίτερα σε συνθήκες υποχώρησης του λαϊκού κινήματος και έχει τις αιτίες του σε βαθιές κοινωνικές διεργασίες. Θεωρούμε επιτυχημένη την συγκρότηση της Ενωτικής Πρωτοβουλίας, η οποία μπόρεσε να συσπειρώσει πολλές διαφορετικές δυνάμεις και ρεύματα της ριζοσπαστικής αριστεράς, να συγκρατήσει, σε έναν πολύ αρνητικό συσχετισμό σε ποσοστά τις δυνάμεις μας και να επιβεβαιώσει πολιτικά και εκλογικά την ύπαρξη, σταθεροποίηση και δράση της ενωτικής πρωτοβουλίας μας.
Πέρα από τα ζητήματα που σχετίζονται με τις ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές διεργασίες, ως ένα βαθμό το αποτέλεσμα οφείλεται και σε υποκειμενικές αδυναμίες και λανθασμένες εκτιμήσεις, καθώς και στην αδράνεια του σχηματισμού μετά τις δεύτερες εκλογές του 2023. Το αρνητικό αποτέλεσμα των εκλογικών μαχών του 2023 οδήγησε σε εσωστρέφεια και σχετική απόσυρση από τις πολιτικές μάχες. Αντίστοιχα, χάθηκε πολύτιμος χρόνος για την λήψη πολιτικών πρωτοβουλιών το φθινόπωρο του 2023, όταν η κρίση στο ΣΥΡΙΖΑ διαμόρφωνε ένα παράθυρο ρευστότητας σε ένα δυναμικό που αποδεσμευόταν από αυτόν. Επιπλέον, δευτερεύοντα αλλά υπαρκτό ρόλο έπαιξαν οι καθυστερήσεις και η αντιφατική στάση δυνάμεων που αμφιταλαντεύθηκαν μέχρι την τελευταία στιγμή ως προς την συμμετοχή τους στο εγχείρημα, κάτι που αποπροσανατόλισε τις προτεραιότητες και τις ιεραρχήσεις.
Παρά τις αντικειμενικές συνθήκες και τις υποκειμενικές αδυναμίες, η Ενωτική Πρωτοβουλία ΜέΡΑ25|ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ και η παρέμβασή της στις ευρωεκλογές πρέπει να αποτιμηθεί θετικά. Στα στοιχεία που της πιστώνονται πρέπει να προσμετρηθεί η ακόμα σημαντικότερη αριστερή στροφή και το ριζοσπαστικό και σαφές πολιτικό στίγμα χωρίς ταλαντεύσεις, το οποίο την κατέταξε σαφώς στη ριζοσπαστική αριστερά και συσπείρωσε ένα εκλογικό δυναμικό με ρητά αριστερόστροφο πολιτικό προσανατολισμό. Αλλά και ο σαφέστερος και απλούστερος πολιτικός λόγος που ήταν πολύ πιο εύκολο να επικοινωνηθεί σε ευρύτερα τμήματα των πληττόμενων στρωμάτων. Σε επίπεδο εσωτερικής συγκρότησης, το εγχείρημά μας απέφυγε σε μεγάλο βαθμό λάθη της προηγούμενης χρονιάς, κάνοντας μια εκλογική καμπάνια σχετικά πλουραλιστική και πολυπρόσωπη, με απεύθυνση σε διαφορετικά τμήματα του δυνητικού μας κοινωνικού ακροατηρίου. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι έχουν πλέον οικοδομηθεί, μέσα από τις αλλεπάλληλες πολιτικές μάχες, συντροφικές σχέσεις εμπιστοσύνης, συνδιαμόρφωσης και διάθεσης σύνθεσης απόψεων ακόμα και σε ζητήματα που οι πολιτικές θέσεις μπορεί να αποκλίνουν. Παράλληλα, υπάρχουν και επιπλέον στοιχεία που διαμορφώνουν δυνατότητες, όπως είναι η σημαντική διείσδυση που διατηρεί το εγχείρημα στους χώρους της νεολαίας, έχοντας βελτιώσει παράλληλα την απεύθυνσή του στις νεότερες παραγωγικές ηλικίες. Από την άλλη πλευρά, διατηρούνται τα προβλήματα της πολύ χαμηλής απεύθυνσης σε σημαντικές κοινωνικές κατηγορίες που πλήττονται από την ασκούμενη πολιτική, αλλά και η έλλειψη διείσδυσης εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αξιοποιηθεί η θετική παρακαταθήκη της Ενωτικής Πρωτοβουλίας ΜέΡΑ25|ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, η οποία αναδεικνύεται ως σημαντικός πολιτικά ορατός πόλος της ανυπότακτης, ριζοσπαστικής, ενωτικής αριστεράς. Τα βήματα που έχουν μέχρι σήμερα κατακτηθεί πρέπει να εμβαθυνθούν περαιτέρω και η πρωτοβουλία αυτή, που ξεκίνησε ως αμιγώς εκλογική συνεργασία, να αποκτήσει χαρακτήρα μονιμότερου και πιο συγκροτημένου πολιτικού συντονισμού ο οποίος θα διασφαλίζει και την ισοτιμία, την πολιτική αυτοτέλεια και την ορατότητα των φορέων που τον συναποτελούν. Στόχος είναι ο κοινός σχεδιασμός και η υλοποίηση πολιτικών πρακτικών, οι κοινές πολιτικές εμφανίσεις και καμπάνιες για την ακρίβεια, την κατάκτηση της απελευθέρωσης του Τούλιαν Ασάνζ, τα μεταλλαγμένα, τη ΔΕΘ, τη λαϊκή στέγη κλπ τόσο κεντρικά, όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, η εμβάθυνση της συζήτησης και οι κοινές παρεμβάσεις σε επιμέρους κοινωνικούς χώρους. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε σταδιακά να οικοδομήσουμε ένα χώρο με πιο υπαρκτούς δεσμούς με τμήματα των λαϊκών μαζών, αλλά και που θα μπορεί να αποτελεί πόλο υποδοχής τμημάτων της κοινωνικής δυσαρέσκειας ή της αναδιάταξης των συσχετισμών και των πολιτικών εκπροσωπήσεων στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς. Σε πρώτο επίπεδο, απαιτείται η τακτή συζήτηση μέσα από ένα συντονιστικό όργανο, το οποίο θα είναι ανοιχτό προς διεύρυνση και θα συζητά για τις κοινές πρωτοβουλίες, αλλά και τα επιμέρους μέτωπα.
Η κατεύθυνση μας είναι, αξιοποιώντας την θετικά αποτιμωμένη συνεργασία που αποτυπώθηκε στην Ενωτική Πρωτοβουλία ΜέΡΑ25 | Ανατρεπτική Οικολογική Αριστερά, να συνεχίσουμε να υπηρετούμε τον διακηρυγμένο στόχο μας για κοινή δράση και πολιτική συνεργασία με μετωπικά χαρακτηριστικά όλων των δυνάμεων της ανυπότακτης Αριστεράς, εμβαθύνοντας σε αυτόν, ενισχύοντας και αναδεικνύοντας την συλλογική έκφραση του. Η διεύρυνση της ενωτικής μας πρωτοβουλίας και ο μετασχηματισμός της εντάσσεται στην παραπάνω κατεύθυνση. Ιδιαίτερα σε μια περίοδο που τα σενάρια για την «ενοποίηση της κεντροαριστεράς» ως πόλου κυβερνητικής εναλλαγής εντείνονται, υπάρχει ανάγκη πολιτικής συζήτησης και παρέμβασης με δυναμικό που δεν βρίσκει πολιτική έκφραση σε τέτοια ενδεχόμενα. Με πυρήνα τις δυνάμεις της ενωτικής μας πρωτοβουλίας, πρέπει να επιδιώξουμε τη διεξαγωγή εκδηλώσεων και δημόσιων συζητήσεων στη βάση, με την εμπλοκή ανένταχτου δυναμικού και συλλογικοτήτων, στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης ευρύτερων συνεργασιών.
Είμαστε πεπεισμένοι ότι μέσα στο πολιτικό τοπίο της επέλασης του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και του αυταρχισμού, της μεγάλης ανόδου της ακροδεξιάς, των μεγάλων κοινωνικών μετώπων που θα ανοίξουν το επόμενο διάστημα, η μόνη διέξοδος για την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων και της νεολαίας είναι η διεύρυνση και η εμβάθυνση της ενότητας των δυνάμεων της αριστεράς. Αυτή η ενότητα όμως δεν μπορεί να χτιστεί πάνω στην αποδοχή ως μονόδρομου του νεοφιλελευθερισμού, της κληρονομιάς της μνημονιακής πολιτικής, της διαχείρισης της λιτότητας με «πιο ανθρώπινο πρόσωπο». Αντίθετα, πρέπει να διαμορφώνεται πάνω σε προγραμματικές βάσεις που δίνουν λύσεις στα άμεσα προβλήματα, οι οποίες μπορούν να επιβληθούν από τους κοινωνικούς αγώνες, αλλά και ανοίγουν το δρόμο για την ευρύτερη αμφισβήτηση των συσχετισμών. Για αυτό το λόγο, καλούμε όλες τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής, αγωνιστικής αριστεράς, αλλά και το ανένταχτο δυναμικό που αντιλαμβάνονται αυτή την ανάγκη, να συμμετάσχουν στην περεταίρω συγκρότηση και συνδιαμόρφωση του ενωτικού μας εγχειρήματος.
Οι εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων ετών, παρά τις αρνητικές μετατοπίσεις του συσχετισμού που αποτυπώνουν, δείχνουν και μία μεγάλη ρευστότητα στις εκλογικές εκπροσωπήσεις. Η συνθήκη αυτή της ρευστότητας και της αποδιάρθρωσης των παραδοσιακών εκπροσωπήσεων και των οργανικών σχέσεων των αστικών κομμάτων με τμήματα των λαϊκών στρωμάτων, υπό προϋποθέσεις, διαμορφώνει δυνατότητες διεύρυνσης της κοινωνικής, πολιτικής και εκλογικής απεύθυνσης της ριζοσπαστικής αριστεράς. Σημαντική προϋπόθεση για να διευκολυνθεί αυτή η απεύθυνση είναι η συγκρότηση και η σταθεροποίηση ενός πλατιού μετωπικού χώρου της ανυπότακτης, ενωτικής αριστεράς, που θα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των μαχών, αλλά και θα έχει τη δυνατότητα να αποτελεί χώρο υποδοχής στις πολιτικές εξελίξεις του επόμενου διαστήματος.
Το επόμενο διάστημα θα συνεχίσουμε και θα ενισχύσουμε τη συμμετοχή και τη στήριξή μας στους αγώνες των εργαζομένων, συνταξιούχων, ανέργων ενάντια στην ακρίβεια, για αυξήσεις των μισθών και των συντάξεων, για προστασία της λαϊκής στέγης και για συλλογικές συμβάσεις εργασίας, των φοιτητών, των μαθητών, των νέων για δημόσια παιδεία και εργασία με δικαιώματα, στο κίνημα για την προστασία του περιβάλλοντος, στους αγώνες για υπεράσπιση και αναβάθμιση της δημόσιας υγείας, στους αντιφασιστικούς και αντιρατσιστικούς αγώνες, τους αγώνες ενάντια στον πόλεμο και για την απεμπλοκή της χώρας από τον ευρωαμερικανικό ιμπεριαλισμό, και στις διεκδικήσεις των γυναικών, των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, ενάντια στο σεξισμό, το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία. Δεν θα επιτρέψουμε στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να περνάει ανενόχλητα τις αντικοινωνικές πολιτικές της, δε θα αφήσουμε την ακροδεξιά και τον φασισμό να σηκώσουν κεφάλι.
Παράλληλα, θα εργαστούμε συστηματικά για την οργανωτική και πολιτική, συντεταγμένη ανασυγκρότηση της ΛΑΕ – ΑΑ και θα πάρουμε αυτοτελείς πολιτικές πρωτοβουλίες. Η ΛΑΕ –ΑΑ με την ενεργή και πολύ σημαντική συνεισφορά της στις εκλογικές μάχες, αποτέλεσε τον οργανωτικό ιστό της εκλογικής συνεργασίας και εξασφάλισε πανελλαδική παρουσία για το κοινό εγχείρημα. Παράλληλα, διαθέτει ένα ευρύ και αξιόλογο δίκτυο στελεχών, με μαζικότητα και γεωγραφική και κοινωνική διασπορά, αλλά και μια σειρά εκπροσωπήσεων σε κοινωνικούς χώρους και στην αυτοδιοίκηση. Στόχος πρέπει να είναι η ενεργητική εμπλοκή και κινητοποίηση του συνόλου αυτού του δυναμικού, αλλά και δυναμικού το οποίο μας στήριξε και ενεπλάκη στις πολιτικές και εκλογικές μάχες. Η σταθεροποίηση και η ανασυγκρότηση της ΛΑΕ –ΑΑ αποτελεί αυτοτελές καθήκον και θα πρέπει να υλοποιηθεί ταυτόχρονα με τις πολιτικές πρωτοβουλίες σταθεροποίησης και διεύρυνσης της Ενωτικής Πρωτοβουλίας, αλλά και την παρέμβαση στα κοινωνικά μέτωπα.