Αναδημοσίευση από το ThePressProject
της Μαριάνας Τσίχλη
Υποψήφιας βουλεύτριας Α’ Αθηνών με το ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη και Γραμματέα της Λαϊκής Ενότητας-Ανυπότακτη Αριστερά
Μόλις αυτή την εβδομάδα το πόρισμα της Επιτροπής PEGA επιβεβαίωσε κι επισήμως αυτό που όλοι γνωρίζαμε. Το σύστημα Μητσοτάκη έστησε και λειτουργεί ένα παρακρατικό σύστημα, χρησιμοποιώντας την ΕΥΠ και το παράνομο κατασκοπευτικό λογισμικό Predator, για να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά και επιχειρηματικές συμφωνίες, υπό τον άμεσο και απόλυτο έλεγχο του πρωθυπουργού και του εξ απορρήτων του, ανιψιού του Δημητριάδη. Δεν είναι τυχαίο ότι το κέντρο αυτό παρακολουθούσε όχι μόνο ηγέτες και στελέχη κομμάτων της αντιπολίτευσης, αλλά ακόμα και υπουργούς της κυβέρνησης και στενούς συνεργάτες του πρωθυπουργού.
Είναι μία μόνο όψη της εκτροπής, από τις πολλές, που σηματοδότησε η διακυβέρνηση Μητσοτάκη. Μια κυβέρνηση που άσκησε εξουσία με κυνισμό και τιμωρητική διάθεση απέναντι στους εργαζόμενους και τη νεολαία, που εκτελεί συμβόλαιο για την ολιγαρχία, επιδιώκοντας να περάσει με τη μορφή οδοστρωτήρα ό,τι δεν μπόρεσαν συνολικά οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις σε ολόκληρη τη Μεταπολίτευση: την πλήρη «απελευθέρωση» της εργασίας από οποιοδήποτε προστατευτική δικλείδα για τους εργαζόμενους, το χτύπημα της συλλογικής οργάνωσης και των συνδικαλιστικών ελευθεριών, τη διάλυση του φοιτητικού κινήματος, τον περιορισμό του δικαιώματος στη διαδήλωση, την κατάργηση των όποιων μέτρων περιβαλλοντικής προστασίας έχουν απομείνει. Μια κυβέρνηση την οποία βαραίνουν οι ευθύνες για το έγκλημα στα Τέμπη, αλλά και μεγάλες αποτυχίες, όπως η διαχείριση της πανδημίας με το υψηλότερο ποσοστό θανάτων ανά εκ. πληθυσμού στην Ε.Ε., οι καταστροφικές πυρκαγιές κ.λπ..
Την τελευταία περίοδο τα οικονομικά κέντρα εξουσίας, που ελέγχουν όλα τα μεγάλα ΜΜΕ, συντεταγμένα επιχειρούν να αναστηλώσουν την επιρροή της Ν.Δ. που έχει πληγεί βαριά από την γενικότερη πολιτική της, το σκάνδαλο των υποκλοπών και το έγκλημα των Τεμπών. Η απώλεια της κυβέρνησης από το σύστημα Μητσοτάκη θα σημάνει και απώλειες για το σύμπλεγμα πολιτικών δικτύων και επιχειρηματικών ομίλων (ενεργειακών, εφοπλιστικών, τραπεζικών, κατασκευαστικών, real estate κ.λπ.) που νέμονται με τρόπους πρωτοφανείς για όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης τους διαθέσιμους πόρους από την Ε.Ε., την εκχώρηση της δημόσιας περιουσίας με τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και του δημόσιου φυσικού πλούτου. Για αυτό, παρά τις αμφιταλαντεύσεις, τις μεταξύ τους συγκρούσεις, την αθέτηση συμφωνιών από το κυβερνητικό κέντρο και το γεγονός ότι ορισμένοι από αυτούς μπήκαν προσωπικά στο στόχαστρο των παρακολουθήσεων, στηρίζουν πλήρως το σύστημα Μητσοτάκη. Επιδιώκουν να συμβάλλουν έτσι μαζί με άλλους μηχανισμούς που ενεργοποιεί η κυβέρνηση στον έλεγχο της πολιτικής σκηνής. Να διευκολύνουν την αυτοδυναμία Μητσοτάκη στις δεύτερες εκλογές, εφόσον αυτές υπάρξουν, ή και να δρομολογήσουν εξελίξεις συνεργασιών στις πρώτες ή και στις δεύτερες εκλογές με το ΠΑΣΟΚ ή με στελέχη βουλευτές του που δεν έχουν κρύψει την προτίμησή τους στο σύστημα Μητσοτάκη. Η διαμόρφωση του δημόσιου διαλόγου με κινδυνολογικούς όρους, η αξιοποίηση των επιχειρηματικών κέντρων αλλά και του δικαστικού μηχανισμού για την αποδιάρθρωση μη φιλικών σχηματισμών στα δεξιά της Ν.Δ. και η ενίσχυση άλλων που θα λειτουργήσουν ως μαξιλάρι για τη Ν.Δ. σε ενδεχόμενες δεύτερες εκλογές είναι όψεις αυτής της τακτικής.
Η εκλογική συνεργασία ΜΕΡΑ 25 – Συμμαχία για τη Ρήξη είναι βασικό αντικείμενο της επίθεσης του συστήματος αυτού. Με την δαιμονοποίηση κάθε συζήτησης για μία εναλλακτική πολιτική πρόταση που μπορεί να οδηγήσει σε ρήξεις με το υφιστάμενο πλέγμα εξουσίας, αλλά και με την ΟΝΕ και τις πολιτικές της Ε.Ε., επιδιώκουν να εμπεδώσουν ότι δεν υπάρχει καμία άλλη πολιτική δυνατότητα πέρα από την υφιστάμενη, αλλά και να ενισχύσουν τις πιθανότητες αυτοδυναμίας της Ν.Δ. σε ενδεχόμενες δεύτερες εκλογές.
Το πολιτικό ζήτημα των επερχόμενων εκλογών, είναι με ποιες πολιτικές κατευθύνσεις και επιλογές μπορεί να μπει φραγμός στην νεοφιλελεύθερη, αυταρχική επίθεση που δέχεται η πληττόμενη κοινωνία, πώς μπορεί να σπάσει η «αλαζονεία» των κέντρων εξουσίας που έχουν βαλθεί να ξεμπερδέψουν με ιστορικές κατακτήσεις και με τη νεολαία ως παράγοντα ριζοσπαστισμού και πολιτικών κρίσεων. Ο πρώτος στόχος αυτών των εκλογικών αναμετρήσεων είναι να πέσει και να μην καταφέρει να βγει αυτοδύναμη η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Στόχος που εξυπηρετείται πρωτίστως με την ενίσχυση των κομμάτων της αριστεράς, για να υπάρχει ισχυρή αντιπολίτευση εντός και εκτός του κοινοβουλίου.
Αυτή η κατεύθυνση δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική του, από την εφαρμογή των μνημονίων ως κυβέρνηση, μέχρι την λογική του ώριμου φρούτου ως αντιπολίτευση, διευκόλυνε την άνοδο της Ν.Δ. και την εφαρμογή της πολιτικής της. Ενώ, ακόμα και σήμερα, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση έβαλε απέναντί της τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να αναπτύξει δυναμική. Αυτό σχετίζεται με την στοχοπροσήλωση του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κεντρώο έως και «ακροκεντρώο» ακροατήριο. Βασικό του μέλημα να μην τρομάξει την οικονομική ελίτ, τα διεθνή διευθυντήρια και τα κέντρα εξουσίας. Είναι πολύ χαρακτηριστική ή αήθης επίθεση στο ΜέΡΑ 25 – Συμμαχία για τη Ρήξη και στο Γ. Βαρουφάκη ως «φίλο του Σόιμπλε», από τον πρωταγωνιστή της συνθηκολόγησης με το διευθυντήριο της ΟΝΕ και της ανατροπής του συγκλονιστικού λαϊκού ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2015. Είναι θλιβερό ότι ένα κόμμα που βγήκε κυβέρνηση με το στόχο της κατάργησης των μνημονίων και της ανατροπής των καταστροφικών για τον λαό της Ελλάδας πολιτικών, που επιβλήθηκαν από τις αστικές τάξεις των μεγάλων κρατών της Ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία κ.λπ.), γίνεται σήμερα απολογητής των πολιτικών των δανειστών και προπαγανδιστής της αντίληψης ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Αυτή η ρητορική, σε τελική ανάλυση διευκολύνει τη Ν.Δ., στρέφει το δημόσιο διάλογο προς τα δεξιά, ακόμα και σε ζητήματα που δεν σχετίζονται με την οικονομική πολιτική, όπως η υπεράσπιση του αίσχους του φράχτη στον Έβρο, εντείνει την απογοήτευση.
Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική απ’ ότι υποστηρίζουν, παρά τις αποχρώσεις μεταξύ τους, τα τρία κόμματα που εφάρμοσαν και εφαρμόζουν μνημόνια, Ν.Δ. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ. Το αποτέλεσμα της ΟΝΕ και των μνημονιακών ρυθμίσεων είναι η διεύρυνση των ανισοτήτων, με την Ελλάδα να συνιστά μία περίπτωση κοινωνικής καταστροφής που δεν έχει ξεπεραστεί. Σήμερα η κυβέρνηση επιχαίρει για την υποτιθέμενη οικονομική ανάπτυξη, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ διατυμπανίζει ότι διέσωσε την ελληνική οικονομία από τη χρεοκοπία. Όμως τα δεδομένα σε σχέση με την περίοδο πριν το 2008 είναι αμείλικτα. Το πραγματικό Α.Ε.Π είναι περίπου κατά 23% χαμηλότερο από ότι ήταν πριν την επιβολή των μνημονίων. Οι αμοιβές από εργασία κατά 30% χαμηλότερες. Ο ρυθμός των καθαρών επενδύσεων κεφαλαίου, βρίσκεται στο 46% του επιπέδου του 2008, ενώ την ίδια περίοδο στη Γερμανία αυξήθηκε στο 120%. Το καθαρό απόθεμα κεφαλαίου έχει μειωθεί στο 90%, κάτι πρωτοφανές σε καιρό ειρήνης, όταν την ίδια περίοδο στην Γερμανία έχει αυξηθεί στο 120%. Η βιομηχανική παραγωγή έχει μειωθεί στο 80%, ενώ στη Γερμανία έχει αυξηθεί στο 160%. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια εκτοξεύθηκαν από το 3% στο 50%. Ο πιο αποκαλυπτικός δείκτης για τις καταστροφικές επιπτώσεις των μνημονιακών πολιτικών είναι η μεγάλη απόκλιση του κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. μεταξύ της Ελλάδας και της Γερμανίας. Ενώ πριν την εφαρμογή των μνημονίων το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π της Ελλάδας είχε ανέλθει στο 75% του αντίστοιχου της Γερμανίας, σήμερα, μετά από 13 χρόνια μνημονιακής πολιτικής, έχει υποχωρήσει στο 45%.
Μέσα στο 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το πραγματικό καθαρό διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών μειώθηκε κατά 7,5%, ενώ ο πληθωρισμός στα βασικά αγαθά μειώνει ακόμα περισσότερο το εισόδημα των χαμηλότερων στρωμάτων. Όσο για την αύξηση των ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, αυτές κατευθύνονται κατά 61 % στην αγορά του real estate (golden visa, Airbnb, εξαγορά ξενοδοχειακών μονάδων και αγροτεμαχίων για τουριστικά καταλύματα) και στην εξαγορά κόκκινων δανείων από τα ληστρικά funds. Αυτές οι επενδύσεις έχουν μικρή συμβολή στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Αντίθετα, ασκούν πολύ μεγάλες πιέσεις, με την αύξηση των ενοικίων και του κόστους για την αγορά κατοικίας, ενώ αποτελούν άμεση απειλή για εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες. Την ίδια στιγμή, τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων και κατά την διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και ακόμα περισσότερο κατά την κυβέρνηση της Ν.Δ., αυξάνονται αλματωδώς, σε ποσοστά που ξεπερνάνε το 300% την περίοδο 2016 – 2022.
Είναι θλιβερή η προσπάθεια από τα τρία κόμματα να δείξουν ότι είναι καταστροφική μία διαφορετική πολιτική, σε μια χώρα που η καταστροφή έχει ήδη επέλθει. Ακόμα και η συζήτηση που γίνεται με κινδυνολογικούς όρους για τις τράπεζες έχει την αντίστροφη σημασία από αυτή που προβάλλουν. Σήμερα, το 72% των καταθετών διατηρούν σε κάθε τράπεζα σωρευτικές καταθέσεις χαμηλότερες από 1000 ευρώ και ένα 13% από 1000 – 5000 ευρώ. Ενώ μόνο το 0,7% έχει καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ. Οι τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις του τραπεζικού συστήματος κόστισαν 90 δις στον ελληνικό λαό, με την αύξηση του δημόσιου χρέους και την παράδοση των τραπεζών στους ιδιώτες, για να συνεχίσουν να κερδοσκοπούν από την διαφορά επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων που είναι η υψηλότερη στην Ευρωζώνη και να οργανώνουν, με τους πλειστηριασμούς, την μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου μετά τον πόλεμο. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι λοιπόν αν θα κλείσουν οι τράπεζες (κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί) που, για τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία, είναι ήδη «κλειστές» και εχθρικές. Είναι το πώς θα υπάρξει ένα δημόσιο τραπεζικό σύστημα που θα εξυπηρετεί και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και τις ανάγκες δανεισμού των λαϊκών τάξεων.
Την πολιτική αντίληψη ότι δεν υπάρχει καμία δυνατότητα άμεσης εφαρμογής ενός εναλλακτικού προγράμματος σιγοντάρει και το ΚΚΕ. Πίσω από την «κριτική» σε κάθε μεταβατικό πολιτικό στόχο ως ενσωματώσιμο, στην πραγματικότητα υποκρύπτεται η συνθηκολόγηση με τους υφιστάμενους πολιτικούς συσχετισμούς. Είναι χαρακτηριστική η στάση του ΚΚΕ στο δημοψήφισμα του 2015 και η προπαγάνδιση από την πλευρά του ότι η έξοδος από την Ευρωζώνη χωρίς τη «λαϊκή εξουσία» θα είχε καταστροφικές επιπτώσεις για το λαό. Ενώ, εν μέσω των τεράστιων διαδηλώσεων για το έγκλημα των Τεμπών έφτασε να υποστηρίζει ότι, είτε με ιδιωτικοποιήσεις, είτε με κρατικοποιήσεις, το αποτέλεσμα θα είναι περίπου το ίδιο, εφόσον λειτουργούν μέσα στον καπιταλισμό, θωρακίζοντας έτσι από τα «αριστερά» το νεοφιλελεύθερο αφήγημα. Την ίδια στιγμή, παρά τις προτάσεις που έγιναν από την πλευρά μας για μία ευρύτερη αριστερή συνεργασία που θα έδινε αισιοδοξία και θα μπορούσε να μπει σφήνα στο μνημονιακό μπλοκ, απέρριψε κάθε τέτοιο ενδεχόμενο, επιτιθέμενο με κάθε ευκαιρία και αφορμή στις άλλες δυνάμεις της αριστεράς και μάλιστα με απαράδεκτους συκοφαντικούς όρους, όπως ότι ο Γ. Βαρουφάκης ψήφισε το τρίτο μνημόνιο, ότι το ΜέΡΑ 25 – Συμμαχία για τη Ρήξη κλείνει το μάτι στο Κασιδιάρη κ.λπ..
Η εκπροσώπηση με μαζικούς όρους στην πολιτική σκηνή ενός πολιτικού ρεύματος της αριστεράς που επιδιώκει την ρήξη με το διαρκές μνημονιακό καθεστώς, το νεοφιλελεύθερο ευρωενωσιακό μονόδρομο, που προβάλει την αντίσταση στο ξήλωμα των ιστορικών κατακτήσεων και ελευθεριών, συμβάλει στην προοπτική των κοινωνικών διεκδικήσεων. Η υπεράσπιση και εκπροσώπηση των κοινωνικών αγώνων, μικρότερων και μεγαλύτερων, και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, ειδικά σήμερα με την επιθετική στρατηγική της αστικής τάξης και την παρόξυνση του αυταρχισμού και της καταστολής, δεν μπορεί να υποτιμάται.
Ιδιαίτερα οι νέοι και οι νέες, πρέπει να βάλουν φραγμό στις πολιτικές της Ν.Δ. που τους έχουν βάλει στο στόχαστρο: από τους μαθητές, τους οποίους η Κεραμέως πετάει έξω από τα Πανεπιστήμια κατά δεκάδες χιλιάδες με την Ε.Β.Ε., τους φοιτητές, με την απαξίωση των σπουδών και του επαγγελματικού τους μέλλοντος, με τις διαγραφές που καθιστούν απαγορευτική την φοίτηση όσων εργάζονται και προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα, την εξίσωση των ΑΕΙ με τα ΙΕΚ των ημετέρων, μέχρι την πανεπιστημιακή αστυνομία και την ακραία βία και καταστολή που δέχθηκαν οι νέοι σε πανεπιστήμια, δρόμους και πλατείες.
Γι’ αυτό οι νέοι και νέες ήταν αυτοί που πρώτοι πλημμύρισαν τους δρόμους για να αντισταθούν μαζικά απέναντι στην πολιτική φτώχειας και καταστολής της κυβέρνησης, αλλά και για να καταγγείλουν το έγκλημα των Τεμπών και τη δολοφονική πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων. Για αυτούς τους λόγους, ο πρωθυπουργός αποδοκιμάζεται από εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, ιδιαίτερα νέους, σε κάθε είδους πολιτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις σε διαδηλώσεις, γήπεδα, και συναυλίες.
Το πρόγραμμα του ΜέΡΑ 25 – Συμμαχία για τη Ρήξη προτάσσει μία συνολικότερη διαφορετική πολιτική, που μπορεί να εφαρμοσθεί άμεσα, με την προϋπόθεση ενός διαφορετικού κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού. Επιδιώκει να εκφράσει μια πλατιά κοινωνική συμμαχία με επίκεντρο τα άμεσα προβλήματα του λαού, σε ρήξη με το μνημονιακό πλαίσιο (αυξήσεις των μισθών, κατάργηση χρηματιστηρίου ενέργειας, προστασία της λαϊκής κατοικίας και μικρής περιουσίας). Το δημόσιο σύστημα δωρεάν ψηφιακών συναλλαγών Δήμητρα, το οποίο εσκεμμένα δαιμονοποιήθηκε, είναι μόνο μία μικρή παράμετρος αυτού του προγράμματος. Ακόμα και η συζήτηση για την έξοδο από το ευρώ, που έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία και πιθανόν να καταστεί αναγκαία, καθορίζεται από τα απαραίτητα μέτρα πολιτικής για την αλλαγή του κοινωνικού συσχετισμού υπέρ του λαού και της νεολαίας.
Μέτρα, απολύτως εφικτά, όπως:
- Η φορολόγηση των επιχειρηματικών κερδών και του μεγάλου συσσωρευμένου πλούτου
- Η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή των εργατικών μισθών
- Η διαμόρφωση δημόσιου τραπεζικού συστήματος
- Η σεισάχθεια σε υπερχρεωμένα νοικοκυριά χαμηλών εισοδημάτων.
- Η Κατάργηση του χρηματιστηρίου ενέργειας
- Η ανάκτηση της ιδιοκτησίας του Δημοσίου στις επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας (Ενέργεια, Συγκοινωνίες, Ύδρευση κ.λπ.)
- Η αναδιαπραγμάτευση και περικοπή του Δημόσιου Χρέους.
Αυτές οι πολιτικές αποτελούν άμεση, ρεαλιστική διέξοδο που μπορεί να επιβληθεί με ρήξη και με τη στήριξη των αγώνων του λαού και της νεολαίας. Για να σταματήσει η διαρκής μνημονιακή καταστροφή, η ερημοποίηση, η μαζική μετανάστευση των νέων. Γιατί η ρήξη είναι εφικτή.