/ Γιατί υπάρχει κάτι μαγικό στο σινεμά. Υπάρχουν πράγματα που προγραμματίζεις και ελέγχεις – ίσως τα περισσότερα – αλλά υπάρχουν και διάφορα άλλα, που δεν έχεις προβλέψει, καλείσαι να τα εντάξεις δημιουργικά, και να τα δέσεις όλα μεταξύ τους, οπότε με αυτή την έννοια, δημιουργείται κάτι πολύ πιο πολύπλοκο, πολύ πιο όμορφο και πολύ πιο ζωντανό από αυτό που είχες στο χαρτί και στο μυαλό σου. //
Όταν η ταινία της Ασημίνας Προέδρου “Πίσω από τις θημωνιές” σάρωσε τα βραβεία – έξι σημαντικότατα – στο 63ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2022 και στη συνέχεια, συμμετέχοντας στο Διεθνές Φεστιβάλ της Γκόα στην Ινδία, πήρε και το πρώτο βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, ήταν επόμενο να προκαλέσει το έντονο ενδιαφέρον και η ταινία και η σκηνοθέτιδα, όχι μόνο στους στενούς κινηματογραφικούς κύκλους.
// Η ταινία θα προβληθεί στους κινηματογράφους όλης της Ελλάδας από τις 19 Ιανουαρίου //
Μια κουβέντα με την σκηνοθέτιδα πιστεύουμε πως θα φωτίσει περισσότερο τα πράγματα γύρω και από την ταινία αλλά και γύρω από τον σημερινό Ελληνικό Κινηματογράφο και την τύχη του.
Η Ασημίνα γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Σπούδασε μουσική (πτυχίο πιάνου το 2001), Διεθνή Οικονομικά στην
ΑΣΟΕΕ (BA το 2005 και MSc το 2007), Σκηνοθεσία Κινηματογράφου (BA το 2013 σε Athens NYC & AMC
και ΜΑ το 2018 στο Raindance/Staffordshire University).
Μεταφέροντας την προσωπική μου άποψη, (θεωρώ ότι ανήκω στους τυχερούς που είδαν την ταινία πριν την προβολή της στους κινηματογράφους), καταθέτω αυτά τα λίγα λόγια :
“Αθώοι και ένοχοι πίσω από τις θημωνιές της ελληνικής επαρχίας. Αναζήτηση της προσωπικής αλλά και της εθνικής ταυτότητας μέσα σε μια Ευρώπη, που αλλοτριώνει το πρόσωπο των “εταίρων” της, επιβάλλοντας τις περσόνες που αυτή θέλει, με στόχο το κέρδος και την εκμηδένιση των πραγματικών αξιών.
Μια ολοζώντανη, σπαρακτική τοιχογραφία της ελληνικής απομακρυσμένης επαρχίας, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, όπου το τραγικό δε χρειάζεται υπογραμμίσεις. Βγαίνει αυτούσιο και γυμνό, προβληματίζοντας, ευαισθητοποιώντας και συγκινώντας.
Τρία διαφορετικά “εγώ” που ψάχνονται μέσα σε ένα αποτελματωμένο “εμείς”, με αφορμή την ένταση του Προσφυγικού και του παράνομου περάσματος των μεταναστών στην Ελλάδα του 2015.
Κι όλα αυτά μέσα σε εξαιρετικά φωτογραφικά πλάνα, κάποιες φορές ποιητικά, με μουσική που αναδεικνύει τις σκηνοθετικές προθέσεις και με σκηνοθετικό ρυθμό νευρώδη και σφιχτό!”
Η Ασημίνα Προέδρου, με την οποία ζητήσαμε να μιλήσουμε, δεν είναι απλά μια χαρισματική και πολλά υποσχόμενη σκηνοθέτιδα αλλά και η σεναριογράφος της ταινίας. Αναμφίβολα και στο θέατρο και στο σινεμά καμιά μεταφορά στο σανίδι ή στην οθόνη δεν μπορεί να σταθεί χωρίς το καλό κείμενο. Γιατί “εν αρχή ην ο λόγος”. Διπλός, λοιπόν, ο έπαινος και το ενδιαφέρον για τη σκηνοθέτιδα και σεναριογράφο της ταινίας.
Ας ξεκινήσουμε από παλιά, πριν μιλήσουμε για την τελευταία ταινία σας. Πότε γεννιέται η αγάπη για τον κινηματογράφο, πότε μετατρέπεται σε ερασιτεχνική ενασχόληση και πότε περνά στη φάση του δημιουργικού επαγγελματισμού;
Όταν ήμουν 10 χρονών είδα – στην τηλεόραση κιόλας – την ταινία Cinema Paradiso του Giuseppe Tornatore. Ερωτεύτηκα το σύμπαν της, κι από τότε έλεγα ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτης κινηματογράφου. Όταν ήμουν 12 χρονών είδα την ταινία Through the Olive Trees του Abbas Kiarostami – στον κινηματογράφο Παλάς στο Παγκράτι, θυμάμαι. Μου εντυπώθηκε πάρα πολύ, και – επειδή ήμουν μικρή όταν την είδα, και δεν ασχολιόμουν τότε ούτε με τους τίτλους των ταινιών που μας πήγαιναν να δούμε, ούτε με τους σκηνοθέτες – στενοχωριόμουν για χρόνια που δεν ήξερα ποια ταινία ήταν και πώς να την αναζητήσω.
Από μικρή έλεγα λοιπόν ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτης κινηματογράφου. Όμως, ταυτόχρονα, ένιωθα ότι αυτή η επιθυμία ήταν κάπως όχι πολύ καθωσπρέπει – κι είχα μια τεράστια ενοχή κάθε φορά που το λεγα στους δικούς μου – το έλεγα όμως συχνά. Όμως κι αυτοί, επειδή δεν είχαν σχέση με το χώρο, ένιωθαν μια ανασφάλεια με το να κάνω κινηματογραφικές σπουδές.
Πέρασαν τα χρόνια, σπούδασα Οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ, κι έκανα και μεταπτυχιακό.Κανείς από τους γύρω μου δεν κατάλαβε ποτέ γιατί , ούτε κι εγώ ακριβώς να πω την αλήθεια. Τελειώνοντας το μεταπτυχιακό μου, άρχισα να δουλεύω σε μια κατασκευαστική εταιρία ως οικονομολόγος, και μερικά χρόνια μετά, ξεκίνησα να σπουδάζω κινηματογράφο. Ήταν μια τεράστια ανάγκη μου, θα ήμουν πολύ θλιμμένη αν δεν το έκανα.
Ολοκλήρωσα το bachelor στην ΑΚΜΗ (AMC) στη Σκηνοθεσία Κινηματογράφου, κι έκανα, στα πλαίσια των σπουδών μου, τη μικρού μήκους Red Hulk (2013). Η ταινία κέρδισε το Χρυσό Διόνυσο στο Φεστιβάλ της Δράμας και το Α’ βραβείο στις Νύχτες Πρεμιέρας, ενώ ταξίδεψε σε πάρα πολλά φεστιβάλ (μεταξύ των οποίων και το Clermont-Ferrand), και πήρε και 6 διεθνή βραβεία. Μετά από αυτό, ξεκίνησα μεταπτυχιακό στον κινηματογράφο – εξ αποστάσεως, επειδή δούλευα – έγραφα παράλληλα το σενάριο για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου ‘Πίσω από τις Θημωνιές’, και το ένα έφερε το άλλο. Πήρα την απόφαση να αφήσω τη δουλειά μου πριν ενάμιση χρόνο, τον Ιούνιο του 2021, όταν βρισκόμουν στη μέση του μοντάζ. Τότε πήρα το ρίσκο.
Δεν ξέρω αν μπορούμε να πούμε ότι βρίσκομαι ακριβώς στη φάση του δημιουργικού επαγγελματισμού. Με την έννοια ότι δεν μπορεί να ζήσει ένα σκηνοθέτης κάνοντας μια ταινία στα επτά χρόνια – ούτε καν μία ταινία στα τρία, το οποίο είναι το καλύτερο δυνατό σενάριο. Οπότε το ρίσκο παραμένει ρίσκο και βλέπουμε τι και πώς.
Η πρώτη μικρού μήκους ταινία σας, το “Red Hulk”, προετοιμάζει το έδαφος για τη μεγάλη, τις “Θημωνιές”. Μπορεί κανείς να πει όσα θέλει με μια μικρού μήκους ταινία, ή η πυκνότητα, που απαραίτητα πρέπει να έχει, δυσκολεύει τον σεναριογράφο και τον σκηνοθέτη περισσότερο από τη μεγάλου μήκους;
Είναι δυο διαφορετικά είδη, και δεν είμαι σίγουρη ότι είναι σωστό να το γενικεύσω. Σίγουρα εξαρτάται από την ταινία, από το σκηνοθέτη, από τα καλλιτεχνικά και άλλα ρίσκα που παίρνει στην κάθε περίπτωση, από τα μέσα που έχει. Για παράδειγμα, το να κάνεις μικρού μήκους ολομόναχος μπορεί κάποιες φορές να είναι πολύ πιο δύσκολο από το να κάνεις μια μεγάλου μήκους με τη στήριξη μια σειρά έμπειρων συνεργατών.
Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, νομίζω ότι η μεγάλου μήκους ταινία είναι απείρως πιο απαιτητική. Οι χαρακτήρες πρέπει να έχουν μεγαλύτερο βάθος και συνέπεια, στη μικρού μήκους μπορεί να είναι πιο χάρτινοι, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα. Η πλοκή, η σκηνοθεσία και το ύφος επίσης. Ενώ έχεις να διαχειριστείς ένα άλλης τάξης μεγέθους budget, να συνεργαστείς με πολλούς περισσότερους ετερόκλητους ανθρώπους, και πολλά άλλα ιδιαίτερα πολύπλοκα πράγματα. Ο χρόνος προετοιμασίας, ο χρόνος γυρίσματος και post production – είναι πολύ πιο μεγάλος, πολύ πιο σύνθετα και απαιτητικά.
Καταλαβαίνω ότι η ερώτηση έχει να κάνει με το αν υπάρχει δυσκολία με το να προσπαθήσεις να συμπυκνώσεις μια ιστορία σε λιγότερο χρόνο, και φαντάζομαι ότι μιλάμε για την περίπτωση του αφηγηματικού κινηματογράφου. Σ΄ αυτό όμως θα απαντήσω το εξής: ότι ιστορίες που γίνονται μικρού μήκους ξεκινάνε από ιδέες που μπορούν να αναπτυχθούν (συνήθως) σε είκοσι λεπτά για παράδειγμα. Δεν είναι ιδέες για μεγάλου μήκους, που κοπιάζεις να τις συμπυκνώσεις σε μικρού. Αλλά και πάλι, εξαρτάται… Επίσης, για να γράψεις μια μεγάλου μήκους που θες να κρατήσει για μιάμιση – δύο ώρες το θεατή, θέλει πάρα πολλή δουλειά και πάρα πολύ καλή τεχνική όσον αφορά το σενάριο, κάτι που δεν ισχύει σε αυτό το βαθμό για τη μικρού μήκους.
Επιλέγετε να γράφετε και τα σενάρια στις ταινίες σας. Γιατί;
Επιλέγω να γράφω τα σενάριά μου στις ταινίες που έχω κάνει μέχρι σήμερα – δε σημαίνει ότι έχω αποφασίσει να το κάνω πάντα και για πάντα. Ο λόγος που το έχω κάνει μέχρι σήμερα είναι ότι ενώ οι ταινίες μου είναι αφηγηματικές, είναι ταυτόχρονα και πολύ προσωπικές. Οι χαρακτήρες και τα θέματα με τα οποία καταπιάνομαι, έχουν, δηλαδή, πολλά δικά μου κομμάτια, τα οποία μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να μην τα συνειδητοποιώ καν. Αυτό δε σημαίνει ότι αποκλείεται να δουλέψω με κάποιον που θα με βοηθήσει στην τεχνική – αυτό έχει γίνει πολλές φορές άλλωστε στα διάφορα workshops – ή ότι δεν θα ακούσω ιδέες ή συμβουλές άλλων.
Όμως συν-σεναριογράφος σε αυτού του είδους το σινεμά σημαίνει ότι μοιράζεσαι ένα κοινό όραμα, μια εντελώς κοινή φιλοσοφία ζωής, κοινή ιδεολογία – σε όλο το εύρος και το πλάτος του τι σημαίνει ιδεολογία – ότι έχεις κοινές αναφορές κι ενδεχομένως και κοινά τραύματα. Μου φαίνεται λοιπόν πάρα πολύ δύσκολο. Γιατί συν-σεναριογράφος σημαίνει ότι θα παίρνεις αποφάσεις από κοινού. Φυσικά, υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν μαζί – εννοώ σεναριογράφος με σκηνοθέτη ή σεναριογράφοι μεταξύ τους – που ενδεχομένως δεν τα έχουν όλα αυτά. Όμως, νομίζω ότι έχουν συμφωνήσει εξαρχής ή στην πορεία για τον συγκεκριμένο τρόπο που θα δουλέψουν. Μπορεί ο ένας να βάζει την ιστορία και τους χαρακτήρες και ο άλλος να βοηθάει στην τεχνική ή να προτείνει σεναριακές λύσεις. Ή μπορεί να συζητούν και οι δύο, λέγοντας ιδέες, αλλά τις αποφάσεις να τις παίρνει μόνο ο ένας, να γράφει μόνο ο ένας ή να έχει αποφασιστεί ότι το τελικό σενάριο θα το γράψει μόνο ο ένας.
Το “Πίσω από τις θημωνιές” είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σας, που βραβεύτηκε με έξι βραβεία στο φετινό Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια στο σημαντικό Διεθνές Φεστιβάλ της Γκόα στην Ινδία. Ποια ήταν τα βραβεία και ποια θεωρείτε σημαντικότερα;
Γενικά πολύ σημαντικά βραβεία θεωρούνται, για ευνόητους λόγους, τα βραβεία των κριτικών (η ταινία έλαβε το βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών κινηματογράφου αλλά και της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών – Fipresci, για ελληνική πρεμιέρα), και πραγματικά, τα βραβεία αυτά με έκαναν πολύ χαρούμενη. Όμως, προσωπικά, θεωρώ όλα τα βραβεία ανεξαιρέτως πολύ σημαντικά, για διαφορετικούς λόγους. Χάρηκα πάρα πολύ δηλαδή και με τα δύο βραβεία του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου – τα θεώρησα πολύ μεγάλη τιμή – όπως και με τη μνεία του Επίσημου Διαγωνιστικού Προγράμματος Meet the Neighbors, όπου η ταινία διαγωνίζονταν με ξένες ταινίες. Είχε λοιπόν και αυτό το βραβείο την ιδιαίτερη σημασία του στη δεδομένη στιγμή, γιατί η ταινία δεν είχε πάρει ακόμα το βραβείο στο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου της Ινδίας (Γκόα) – αυτό έγινε μερικές εβδομάδες αργότερα. Επίσης, θεωρώ πολύ σημαντικό και το γεγονός το ότι η ταινία βραβεύτηκε από διαφορετικές επιτροπές με διαφορετική σύνθεση.
Ποιο είναι το θέμα της ταινίας και ποιο ερέθισμα σάς οδήγησε στη δημιουργία της;
Το θέμα της ταινίας σχετίζεται με το πώς οι καθημερινοί άνθρωποι εγκλωβιζόμαστε σε ένα σύστημα διαφθοράς, και τελικά, πώς – με ποιους μηχανισμούς εννοώ – ένα διεφθαρμένο σύστημα αναπαράγει τον εαυτό του. Το θέμα έχει να κάνει με δικούς μου προσωπικούς, πολιτικούς, φιλοσοφικούς και υπαρξιακούς προβληματισμούς, τα αδιέξοδα και τις αναζητήσεις μου. Μια παρόμοια αναζήτηση υπήρχε και στη μικρού μήκους ταινία μου Red Hulk: «Πού μπορεί να φτάσει κανείς προκειμένου να ενταχθεί» – αυτό ήταν το θέμα της ταινίας – οπότε ας πούμε ότι το θέμα στις “Θημωνιές” αποτελεί κατά κάποιον τρόπο εξέλιξή του.
Ποια προβλήματα αντιμετωπίσατε μέχρι, από τη σύλληψη της ταινίας, να φτάσετε στην πραγμάτωσή της; Οικονομικά προβλήματα, τεχνικά και πάνω απ’ όλα δικαίωση του τελικού στόχου από την πλευρά του ίδιου του δημιουργού; Πετύχατε το 100% των προσδοκιών σας;
Το σύνηθες πρόβλημα που υπάρχει γενικά στις ελληνικές ταινίες είναι ότι πάντοτε γίνονται με πολύ λιγότερα χρήματα από αυτά που θα έπρεπε. Και να πω εδώ ότι εγώ νιώθω και πάρα πολύ τυχερή, γιατί η παραγωγός μου, Ιωάννα Μπολομύτη, σε συνεργασία με τους συμπαραγωγούς, (η ταινία είναι μια συμπαραγωγή Ελλάδας – Γερμανίας – Βόρειας Μακεδονίας), κατάφερε καλύψει ένα budget το οποίο ήταν πέρα από τις προσδοκίες μας.
Παρ’ όλα αυτά, η ταινία ήταν εξαιρετικά απαιτητική – αρκετά πιο απαιτητική από αυτό που αντιστοιχούσε στο συγκεκριμένο budget, ενώ επιπλέον υπήρχαν τεράστιες δυσκολίες, γιατί γυρίσαμε μέσα στο lockdown – Ιανουάριο με Μάρτιο του 2021. Αυτό πρακτικά σήμαινε έξτρα κόστος, μαγαζιά κλειστά – το σκηνογραφικό και το ενδυματολογικό έκαναν έναν τεράστιο άθλο – νομοί κλειστοί, σύνορα κλειστά, (γυρίσαμε και στη Βόρεια Μακεδονία), τεράστιες δυσκολίες στην εξεύρεση χώρων, (εκείνη την περίοδο δεν έδιναν καθόλου δημόσιες υπηρεσίες για γύρισμα), αντίστοιχες δυσκολίες με τους έξτρας (κομπάρσους), τεράστια ανασφάλεια. Και για να μας δυσκολέψει ακόμη περισσότερο το σύμπαν, μας έστειλε δύο τεράστιους χιονιάδες, στην Αττική και στο Κιλκίς, όπου είχαν παραλύσει τα πάντα – να πω για παράδειγμα, ότι υπήρχε γύρισμα, όπου η παραγωγή δεν μπορούσε να ανεβάσει έναν ηθοποιό (τον Π. Τσαρούχα) στο Κιλκίς, λόγω χιονιά, και κάναμε την επομένη, το κοντινό πλάνο του μόνο, στον ίδιο χώρο, (το δέσαμε αργότερα στο μοντάζ).
Τις δυσκολίες αυτές καταφέραμε να τις αντιμετωπίσουμε, σχεδόν εξ ολοκλήρου. Και να πω εδώ ότι νιώθω πολύ τυχερή που είχα δίπλα μου εξαιρετικούς καλλιτεχνικούς συνεργάτες, οι οποίοι έκαναν πάντα τα αδύνατα δυνατά, και έδιναν την ψυχή τους, για να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Δεν μπορώ να πω όμως αν πέτυχα το 100% – δηλαδή μπορεί τεχνικά να πετύχαμε το 98% – εντάξει, αστειεύομαι, δεν μπορείς να το ποσοστικοποιήσεις. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι ότι αυτό που πετύχαμε ήταν ποιοτικά ανώτερο, και με αυτή την έννοια πέρα από τις προσδοκίες.
Γιατί υπάρχει κάτι μαγικό στο σινεμά. Υπάρχουν πράγματα που προγραμματίζεις και ελέγχεις – ίσως τα περισσότερα – αλλά υπάρχουν και διάφορα άλλα, που έρχονται στο γύρισμα και αργότερα στο post, από τους συνεργάτες, από την ίδια τη συνεργασία και τη χημεία σου μαζί τους, από τις συνθήκες, και ακόμα κι από τα ίδια τα προβλήματα τα οποία καλείσαι να αντιμετωπίσεις – ενώ παράλληλα γεννιούνται διαρκώς νέες ιδέες. Όλα αυτά λοιπόν, που δεν έχεις προβλέψει, καλείσαι να τα εντάξεις δημιουργικά, και να τα δέσεις όλα μεταξύ τους, οπότε με αυτή την έννοια, δημιουργείται κάτι πολύ πιο πολύπλοκο, πολύ πιο όμορφο και πολύ πιο ζωντανό από αυτό που είχες στο χαρτί και στο μυαλό σου.
Και υπάρχει κάτι άλλο μαγικό. Ότι η ταινία είναι πέρα από την ταινία. Και είναι το πώς την προσλαμβάνουν οι θεατές στην αίθουσα στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή – κι αυτό έχει να κάνει με διάφορα πράγματα, όπως είναι το momentum, η πολιτική συγκυρία, ένα word of mouth που συμπαρασύρει κι άλλους (ή και όχι), ο τρόπος που την προωθείς, και διάφορα άλλα – αλλά και κάτι άλλο που δεν είχα στο μυαλό μου. Ότι ο θεατής μπορεί να ταυτιστεί με πράγματα που μπορεί να μην περιμένεις.
Οι ηθοποιοί σας, πέρα από τις ερμηνευτικές τους δυνατότητες, πείθουν και ως φιγούρες αυθεντικές, δεμένες με το χώρο. Καμιά εξιδανίκευση κι αυτό εγγράφεται στα συν. Πώς ήταν η συνεργασία μαζί τους;
Έκανα μια τεράστια προσπάθεια να βρω ηθοποιούς που θα είναι πειστικοί – άνθρωποι που θα μπορούσαν να είναι άνθρωποι της επαρχίας. Και μάλιστα ήμουν και πολύ επίμονη σ αυτό. Αν μπορώ να πω τι καθόρισε την επιλογή μου, πέρα από το πόσο καλοί ηθοποιοί είναι – γιατί είναι όλοι πολύ καλοί ηθοποιοί – ήταν το βλέμμα. Γιατί στο βλέμμα καταγράφεται όλη η εμπειρία του ανθρώπου. Και οι περισσότεροι ηθοποιοί στο cast είναι άνθρωποι που έχουν μοχθήσει στη δουλειά και δεν εννοώ στο σανίδι απαραίτητα, αρκετοί και σε άσχετες δουλειές. Και να πω και κάτι που δεν το γνωρίζει ο κόσμος, κάποιοι από αυτούς, που είναι ήδη αρκετά αναγνωρίσιμοι εδώ και πολλά χρόνια, δουλεύουν μέχρι και σήμερα, κατά διαστήματα, ως σερβιτόροι, ή σε δουλειές όπως η οικοδομή.
Η συνεργασία με τους ηθοποιούς ήταν πολύ όμορφη και περιπετειώδης – διαφορετική με τον καθένα. Κάποιοι ήταν αγρίμια ανήμερα, όμως έτσι τους ήθελα για το ρόλο. Σημασία έχει ότι είτε έδωσαν απλόχερα είτε καταφέραμε να πάρουμε αυτούς σπουδαίες ερμηνείες. Γιατί αυτό ήταν κάτι καταλυτικό για την ταινία.
Πώς σας αντιμετώπισε το χωριό, εκεί στην περιοχή της Δοϊράνης, αλλά και στα γυρίσματα εκτός Ελλάδας; Θετικά, αρνητικά ή με απλή περιέργεια;
Οι κάτοικοι από τα χωριά γύρω από τη Δοϊράνη μάς βοήθησαν πάρα πολύ, τόσο πολύ με την έρευνα όλα αυτά τα χρόνια, όσο και στα ίδια τα γυρίσματα. Με τους χώρους, με τα ρούχα, με πληροφορίες, με το ψάρεμα. Χόρεψαν, έπαιξαν μουσική, με τα πάντα!
Ποιο πιστεύετε πως είναι το καλύτερο “χαρτί” της ταινίας σας; Ποιο σας χάρισε τα βραβεία αλλά και ποιο θα κερδίσει τους θεατές; Είναι η ίδια οπτική γωνία;
Νομίζω ότι δεν είναι ένα πράγμα. Η οπτική γωνία συνειδητοποιώ τώρα, μετά τις προβολές, ότι είναι ένα χαρτί, όμως είναι ένα χαρτί που προϋποθέτει διάφορα άλλα: μια ιστορία που κρατάει το θεατή, δυνατή φωτογραφία, μοντάζ, ερμηνείες, και μια σειρά άλλα πράγματα. Αλλά δεν ταυτίζονται όλοι οι θεατές με τον ίδιο τρόπο με την ταινία. Η ταύτιση είναι ένα πολύ σύνθετο πράγμα.
Ίσως, αν και είναι λίγο νωρίς για να το πούμε, ένα χαρτί είναι το ότι η ταινία είναι δομημένη με ένα τρόπο που επιτρέπει την ταύτιση από διαφορετικές κατηγορίες θεατών. Αλλά το ξαναλέω – προϋποθέτει διάφορα άλλα.
Τι πρέπει να χαρακτηρίζει τον σκηνοθέτη και τι τον σεναριογράφο στην εποχή της υπερπληροφόρησης σε κάθε τομέα και φυσικά στον Κινηματογράφο;
Θα πω για το σκηνοθέτη – γιατί με το σεναριογράφο είναι διαφορετικό. Αν πρέπει να απαντήσω στο «πρέπει», θα πω υπομονή και επιμονή.
Ποιες είναι οι πληγές του σύγχρονου Ελληνικού Κινηματογράφου και πώς θα μπορούσε η κατάσταση να βελτιωθεί; Πόσο μπορεί η Πολιτεία αλλά και πόσο πρέπει να βοηθήσει;
Η υποχρηματοδότηση, η έλλειψη, για πολλά πολλά χρόνια, σοβαρής παιδείας, η κινηματογραφική παραγωγή επιπέδου «βιοτεχνίας» και οι επακόλουθες συνέπειες στο επίπεδο του τρόπου δουλειάς, αντίληψης και νοοτροπίας. Να πω μόνο ενδεικτικά, ότι ο προϋπολογισμός του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου για τη χρηματοδότηση και υποστήριξη ταινιών είναι γύρω στα 3,5 εκατομμύρια το χρόνο, από τα πιο χαμηλά επίπεδα σε όλη την Ευρώπη.
Τι είναι για σας το σινεμά; Πως θα ορίζατε σύντομα και πυκνά τη σχέση μαζί του ως θεατής αλλά και ως δημιουργός;
Ως θεατής το σινεμά είναι για μένα όνειρο (ακόμα κι αν είναι εφιάλτης) και μαγεία. Ως δημιουργός είναι όνειρο, μαγεία, ψυχοθεραπεία, «ντόπα».