Η μόνη «αναπαλαίωση» θα είναι η συνέχιση του κακοφορμισμένου αστείου της πολυδιάσπασης της ριζοσπαστικής αριστεράς
Αναστασία Σταυροπούλου
Βασιλική Αθανασοπούλου
Με άρθρο τους στο ΠΡΙΝ στελέχη του ΝΑΡ σχολιάζουν τις θέσεις και τις αποφάσεις της συνδιάσκεψης που πραγματοποίησε η Λαϊκή Ενότητα- Ανυπότακτη Αριστερά (ΛΑΕ: Αναπαλαίωση, με κάλεσμα αντινεοφιλελεύθερης συσπείρωσης, 26/10). Δυστυχώς, βασικός σκοπός της αρθρογραφίας δεν είναι η γόνιμη και ειλικρινής πολιτική κριτική, αλλά, μέσα από τη χοντροκομμένη συχνά διαστρέβλωση των θέσεων της ΛΑΕ- Ανυπότακτη Αριστερά και την επιλεκτική απομόνωση χωρίων, η δικαιολόγηση της απογείωσης μιας διασπαστικής πολιτικής κατεύθυνσης.
Προτείνει η Λαϊκή Ενότητα – Ανυπότακτη Αριστερά ένα πρόγραμμα απλά «επιβίωσης» σαν «εναλλακτική λύση στο νεοφιλελευθερισμό»;
Σύμφωνα με το άρθρο «βασικό πολιτικό ζητούμενο της διαδικασίας ήταν η διαμόρφωση εναλλακτικής λύσης στο «νεοφιλελευθερισμό». Ήδη από την εισήγηση στη συνδιάσκεψη προβάλλεται μια πρόταση συμπόρευσης και πολιτικής και εκλογικής συνεργασίας της «αριστεράς», πάνω σε ένα πρόγραμμα άμεσων αιτημάτων, που πυρήνα της έχει την «επιβίωση». Η ανάγκη αυτή τίθεται ξεκομμένα και σε αντιπαράθεση με τους πολιτικούς στόχους ρήξης με τις πολιτικές επιλογές της άρχουσας τάξης».
Το συμπέρασμα αυτό υποτίθεται ότι εξάγεται από τα εξής παρατιθέμενα χωρία της Εισήγησης: «Στις συνθήκες της κρίσης του 2010 -2015, το μεταβατικό πρόγραμμα, που έθετε στο επίκεντρο τη ρήξη με τις ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις και την προοπτική άμεσης ανατροπής βασικών στοιχείων του νεοφιλελευθερισμού, ήταν μία πετυχημένη προσπάθεια διαμόρφωσης ενός τέτοιου προγράμματος […] σήμερα, στα πλαίσια ενός πιο αρνητικού συσχετισμού, ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να θέτει στο επίκεντρο άμεσα ζητήματα επιβίωσης των λαϊκών τάξεων, να προτείνει άμεσες λύσεις στα ζητήματα που το επόμενο διάστημα θα οξυνθούν, όπως οι επιπτώσεις του πληθωρισμού, της ενεργειακής κρίσης, η στεγαστική κρίση κ.ο.κ.».
Μόνο, όμως, ένας κακόπιστος αναγνώστης, που απλώς επιδιώκει να βρει τρόπο επιβεβαίωσης ενός προαποφασισμένου συμπεράσματος, θα παρέθετε το χωρίο αυτό έχοντας περικόψει την αμέσως επόμενη πρόταση «[…] Σήμερα, στα πλαίσια ενός πιο αρνητικού συσχετισμού, ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να θέτει στο επίκεντρο άμεσα ζητήματα επιβίωσης των λαϊκών τάξεων, να προτείνει άμεσες λύσεις στα ζητήματα που το επόμενο διάστημα θα οξυνθούν, όπως οι επιπτώσεις του πληθωρισμού, της ενεργειακής κρίσης, η στεγαστική κρίση κ.ο.κ.. Ζητήματα που πρέπει να συνδέονται με την αμφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, αλλά και σε επόμενο επίπεδο να συνδέονται με ευρύτερες ρήξεις».
Θέτει πράγματι το προγραμματικό πλαίσιο της ΛΑΕ – Ανυπότακτη Αριστερά τα άμεσα αιτήματα επιβίωσης ξεκομμένα και μάλιστα «σε αντιπαράθεση» με τους στόχους ρήξης με τις πολιτικές επιλογές της άρχουσας τάξης; Περιορίζεται το πρόγραμμά της μόνο σε «άμεσα οικονομικά αιτήματα» και μένει σε ένα περιεχόμενο που αναδεικνύει επιμέρους και ξεκομμένους αγώνες;
Από την ίδια την Εισήγηση διαβάζουμε: «Έχει κρίσιμη σημασία για τη ριζοσπαστική αριστερά, αλλά πρωτίστως για να δώσουμε τις μάχες που έρχονται από καλύτερες θέσεις, η διαμόρφωση ενός πολιτικού χώρου, με ανοιχτό, πλατύ χαρακτήρα, που θα συσπειρώνει τις δυνάμεις αυτές και θα έχει αφενός ενιαιομετωπική αντίληψη και αφ’ ετέρου πολιτικό και προγραμματικό λόγο με δυνατότητες μαζικής απεύθυνσης, στη βάση ενός μεταβατικού προγράμματος που θα απαντά στις αναγκαιότητες της περιόδου και στα βασικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν τα λαϊκά στρώματα, συνδέοντάς τα με ευρύτερες ρήξεις και τον σοσιαλιστικό ορίζοντα».
Ομοίως ξεκάθαρα τίθεται το μεταβατικό πρόγραμμα και το περιεχόμενό του στην Πολιτική Απόφαση της Συνδιάσκεψης της ΛΑΕ – Ανυπότακτη Αριστερά:
«17. Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται το προγραμματικό πλαίσιο που έχει καταθέσει η Λαϊκή Ενότητα – Ανυπότακτη Αριστερά. Βασικά στοιχεία ενός τέτοιου μεταβατικού προγράμματος είναι:
18. Η μάχη ενάντια στην ακρίβεια με ουσιαστικές αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις, επιδόματα ανεργίας. Επιβολή διατίμησης και ανώτατου πλαφόν στις τιμές προϊόντων που καλύπτουν βασικές κοινωνικές ανάγκες και τη διατροφή των λαϊκών στρωμάτων. Δραστική μείωση των ληστρικών έμμεσων φόρων. Κατάργηση των χρηματιστηρίων ενέργειας, της ρήτρας αναπροσαρμογής και του ειδικού φόρου κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας. Σταμάτημα αποκοπών συνδέσεων ηλεκτρικού ρεύματος, νερού και internet σε φτωχά υπερχρεωμένα λαϊκά νοικοκυριά και επανασύνδεσή τους. Επιβολή ενοικιοστασίου. Σταμάτημα κατασχέσεων, πλειστηριασμών, εξώσεων σε λαϊκές κατοικίες.
19. Η Κατάργηση της λιτότητας και των αντιεργατικών-αντισυνδικαλιστικών νόμων. Κατάργηση του νόμου Χατζηδάκη – Επαναλειτουργία του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας. Αποκατάσταση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, Κατάργηση των ελαστικών και επισφαλών μορφών εργασίας,
• Η Αναβάθμιση της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης, των συντάξεων και της πρόνοιας: Επαναφορά του δημόσιου – καθολικού – αναδιανεμητικού χαρακτήρα της Κοινωνικής Ασφάλισης.
1. Η διαγραφή των χρεών των λαϊκών νοικοκυριών και η νομοθέτηση ακατάσχετου της πρώτης κατοικίας.
2. Η διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου δημόσιου συστήματος υγείας και πρόνοιας για άμεση, δωρεάν, καθολική και ισότιμη πρόσβαση όλων σε υπηρεσίες υψηλού επιπέδου.
3. Η έμπρακτη κατοχύρωση δημόσιας, δωρεάν παιδείας χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς.
• Η υπεράσπιση, κατοχύρωση και αναβάθμιση των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Να ξηλωθούν οι παρακρατικοί μηχανισμοί που επιτρέπουν στην κυβερνητική ΕΥΠ να λειτουργεί ως κράτος εν κράτει. Κατάργηση τρομονόμων και ιδιώνυμων αυταρχικών νομοθετικών ρυθμίσεων. Απαγόρευση χρήσης χημικών σε λαϊκές κινητοποιήσεις. Διάλυση των ΜΑΤ και κατασταλτικών μηχανισμών, που δρουν ενάντια στους λαϊκούς αγώνες.
• Η προστασία και αναβάθμιση του περιβάλλοντος, του φυσικού πλούτου της χώρας, των ελεύθερων δημοσίων χώρων ενάντια στην κερδοσκοπική βουλιμία των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων
1. Ο Αγώνας ενάντια στο ρατσισμό, την ξενοφοβία, την ακροδεξιά και το φασισμό, που ενισχύεται από τις κυβερνητικές αντικοινωνικές πολιτικές.
1. Η πάλη ενάντια στην έμφυλη βία, το σεξισμό, τις γυναικοκτονίες, που αυξάνονται κάτω από την κυβερνητική αδιαφορία
1. Η ανάκτηση από το δημόσιο των ιδιωτικοποιημένων δημόσιων επιχειρήσεων και υποδομών στρατηγικής και κοινωνικής σημασίας.
• Η βαθιά διαγραφή του δημοσίου χρέους
• Η εθνικοποίηση των τραπεζών
• Ο παραγωγικός και οικολογικός μετασχηματισμός για μία κοινωνία και οικονομία, που θα βασίζεται στην κοινωνική δικαιοσύνη και στη δημοκρατία με επίκεντρο την εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών. Με επικέντρωση στον πρωτογενή τομέα και στη μεταποίηση, με αύξηση των δημοσίων δαπανών, με σεβασμό και προστασία του περιβάλλοντος.
1. Η ανατροπή της όλο και μεγαλύτερης πρόσδεσης στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ. […] Έξοδος από το ΝΑΤΟ και αγώνας για μη επέκταση και διάλυση του. Εφαρμογή από την Ελλάδα μίας πολυδιάστατης φιλειρηνικής εξωτερικής πολιτικής ενεργητικής ουδετερότητας και ανάπτυξης ισότιμων διακρατικών σχέσεων, στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος.
• Η Ανάπτυξη αντιπολεμικού κινήματος και κοινών δράσεων με τους λαούς της Τουρκίας, της Κύπρου, και όλους τους λαούς της ευρύτερης περιοχής. […]
• Η καλά σχεδιασμένη, συντεταγμένη και προετοιμασμένη έξοδος από την ευρωζώνη.
• Η ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη και ολοκληρωτική ΕΕ και η αποδέσμευση της Ελλάδας από αυτή […]»
Περαιτέρω, η Πολιτική Απόφαση αποσαφηνίζει το γιατί δεν αρκούν για ένα πολιτικό μέτωπο της ριζοσπαστικής αριστεράς τα άμεσα οικονομικά αιτήματα, αλλά απαιτούνται και μεταβατικοί στόχοι: «18. Σήμερα, λόγω των ηττών του λαϊκού κινήματος, ηττών κοινωνικών, πολιτικών, ιδεολογικών, αλλά και λόγω της μετατόπισης του πολιτικού λόγου προς τα δεξιά με την κυριαρχία της αντίληψης ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, κάποιοι από τους μεταβατικούς στόχους και ιδίως όσοι αναφέρονται στη σύγκρουση με τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, φαντάζουν μακρινοί ή/και αδύνατοι. Γι’ αυτό και κυρίαρχοι είναι οι άμεσοι στόχοι πάλης για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των εργαζομένων, της νεολαίας, των λαϊκών στρωμάτων. Όμως, όπως συνέβη το 2010-2015, οι μεταβατικοί στόχοι αποτελούν την μόνη απάντηση όταν οι ιμπεριαλιστικοί μηχανισμοί, όπως και αν ονομάζονται (τρόικα, θεσμοί, εποπτεία, ΔΝΤ, ESM) δεν θα αποδεχθούν τις λαϊκές διεκδικήσεις και θα επιχειρήσουν να μας στραγγαλίσουν οικονομικά για να διασώσουν και να διαιωνίσουν την κερδοφορία του κεφαλαίου και την ισχύ τους».
Δεν είναι, συνεπώς, αληθές, ότι η Λαϊκή Ενότητα– Ανυπότακτη Αριστερά προτείνει με τη συνδιάσκεψή της απλά ένα πρόγραμμα «ανακούφισης» που αποτέλεσμα θα έχει, όπως περιγράφουν οι αρθρογράφοι, την «εκκωφαντική υποβάθμιση των πολιτικών στόχων που πρέπει να παλέψουν τώρα λαός και νεολαία». Αναρωτιέται κανείς πόσο πιο συγκεκριμένα μπορούν να περιγραφούν οι προϋποθέσεις ρήξης και εάν την ανάγκη για την συγκεκριμένη αυτή περιγραφή πληρούν πράγματι προγράμματα όπως της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που, αντί ενός μεταβατικού προγράμματος ρήξης με την ΕΕ, την ευρωζώνη, τους μνημονιακούς και ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς του χρέους, προτάσσουν τον εντυπωσιακά αόριστο στόχο της «αντικαπιταλιστικής ανατροπής».
Με την επιλεκτική παράθεση και απαλοιφή αποσπασμάτων των αποφάσεων το άρθρο καταλήγει ότι η Λαϊκή Ενότητα – Ανυπότακτη Αριστερά θέλει να δημιουργήσει μια νέα σοσιαλδημοκρατία, μια άλλη δύναμη διαχείρισης της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος σε αντινεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, «καθηλώνοντας» το κίνημα «στον αντινεοφιλελεύθερο αγώνα». Εσκεμμένα, δηλαδή, το άρθρο επικαλείται αποκλειστικά τις θέσεις για τα άμεσα προβλήματα του λαού, αποκρύπτοντας την ίδια ώρα το «εναλλακτικό μεταβατικό πρόγραμμα με κατεύθυνση το σοσιαλισμό» που ρητά και συγκεκριμένα περιγράφεται στις θέσεις, για να δικαιολογήσει το χαρακτηρισμό περί νέας σοσιαλδημοκρατίας.
Η αμεσότητα του μεταβατικού προγράμματος ρήξης θα κριθεί από την άνοδο των αγώνων – αυτό είναι το πραγματικό στοίχημα σήμερα
Σύμφωνα με το άρθρο «Το ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ευρώ, του χρέους κλπ. περισσότερο μεταφέρονται σε ένα μελλοντικό χρόνο». Υπάρχει, ωστόσο, νοήμων συλλογικότητα που να εκτιμά ότι σήμερα, με το δεδομένο κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό, το ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ευρώ, του χρέους τίθεται στον άμεσο πολιτικό ορίζοντα; Ήταν ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα της υποχώρησης του κινήματος της αντιμνημονιακής περιόδου και της προσαρμογής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η επικράτηση δηλαδή της λογικής του ΤΙΝΑ και του μονοδρόμου της λιτότητας, της νεοφιλελεύθερης ερήμωσης, του μονοδρόμου του ευρώ και της ΕΕ και πάνω σε αυτόν το συσχετισμό πατάει η επιθετική ατζέντα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Προκειμένου να υπάρξουν οι κοινωνικοί και πολιτικοί όροι ώστε μαζικά η εργατική τάξη, τα πληττόμενα μικροαστικά στρώματα και η νεολαία να αμφισβητήσουν το μονόδρομο αυτό, και συνεπώς προκειμένου να μπορεί να αποτελέσει άμεσο πολιτικό στόχο το μεταβατικό πρόγραμμα, που συνεπάγεται σειρά ρήξεων με τις κυρίαρχες, θεμελιακές κατευθύνεις του κεφαλαίου στην Ελλάδα (ευρωστρατηγική, ΝΑΤΟ) και τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, χρειάζεται να αποτελεί κτήμα μαζών και ενός κοινωνικού και πολιτικού κινήματος σε άνοδο, που θα προκαλεί και θα βαθαίνει την κρίση του πολιτικού συστήματος. Μια τέτοια συνθήκη, που πολύ απέχει από το σημερινό συσχετισμό δύναμης, δεν μπορεί να γίνει -και δεν έχει γίνει ποτέ στην ιστορία ανατροπών και επαναστάσεων στον καπιταλισμό- χωρίς να υπάρχει άνοδος του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Η αντίσταση στην λαίλαπα φτώχειας και κατάργησης εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων, η ανασυγκρότηση των συνδικαλιστικών πρακτικών, η τόνωση των εργατικών και νεολαιίστικων αγώνων ως προϋπόθεση οποιασδήποτε ρήξης ή ανατροπής, δεν είναι καλλιέργεια αυταπατών, αλλά ο μόνος πραγματικός δρόμος της σύγκρουσης με το σύστημα και τις πολιτικές του κεφαλαίου. Αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, την τόνωση της αυτοπεποίθησης των λαϊκών στρωμάτων και της εμπιστοσύνης τους στον αγώνα, για να είναι δυνατό να αποτελέσουν οι ρήξεις πραγματικό ενδεχόμενο και όχι απλώς «υπερεπαναστατική» δικαιολογία της αδράνειας των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Η «ανεξάρτητη» απάντηση στο θέμα του πολέμου
Στο θέμα του πολέμου σύμφωνα με το άρθρο, η πολιτική θέση της ΛΑΕ «δεν κατανοεί το βάθος του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού στην εποχή μας, τον χαρακτήρα του πολέμου σαν αντιδραστικό απ’ όλες τις πλευρές. Ο κόσμος ξαναμοιράζεται από ιμπεριαλιστικά κέντρα και αν δεν το δει αυτό η αριστερά είναι ανίκανη να έχει ανεξάρτητη στάση και εργατική απάντηση». Σε μια εποχή που ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, ακριβώς προκειμένου να μην αντιμετωπίσει στο μέλλον κανένα ενδεχόμενο αποσταθεροποίησης της πλανητικής κυριαρχίας του, έχει εξαπολύσει μια επικίνδυνη πολεμοχαρή στρατηγική έντασης σε όλο το πλανητικό φάσμα, προκαλώντας πολέμους και αποσταθεροποιώντας κράτη και χώρες, όταν δεν ευθυγραμμίζονται απολύτως με τα νατοϊκά κελεύσματα, η διαφυγή στην καταγγελία «όλων των πλευρών» στις συγκρούσεις που προκαλεί και εμπλέκεται το ΝΑΤΟ αποτελεί μια ανέξοδη επαναφορά ενός ψευδεπίγραφου «φιλειρηνισμού» που εξυπηρετεί την πλευρά που προκαλεί τις συγκρούσεις και τους πολέμους. Τον κυρίαρχο ιμπεριαλιστή, τις ΗΠΑ.
Μεγάλα τμήματα της αριστεράς και του προοδευτικού χώρου έχουν σπεύσει εξαρχής να διαδώσουν την αφήγηση ισοκατανομής ευθυνών για να αποφύγουν να στοχοποιηθούν ως «αντίπαλοι/ πουτινικοί» κλπ. από τα συστημικά κέντρα εξουσίας. Η στάση αυτή με το ξέσπασμα του πολέμου και αποκορύφωμα τις πορείες στις δυο πρεσβείες, αποσυμπίεσε την κυβέρνηση και τα κέντρα εξουσίας από την όποια πίεση θα μπορούσαν να υποστούν, αποδιοργάνωσε τους όρους συγκρότησης μαζικών κινητοποιήσεων ενάντια στην εμπλοκή της Ελλάδας, την αποστολή οπλισμού κλπ., που κοστίζουν σήμερα ακριβά στα λαϊκά στρώματα. Μια τέτοια κατεύθυνση από πλευράς της αριστεράς σε μια χώρα- μέλος του ΝΑΤΟ, διευκολύνει τους μηχανισμούς και την κυριαρχία των ιδεολογικών στοιχείων που συγκροτούν την κοινωνική νομιμοποίηση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στο δυτικό κόσμο. Την ίδια ώρα του τα ιταλικά συνδικάτα εργατών μπλόκαραν τη μεταφορά οπλισμού στα αεροδρόμια, την Ελλάδα ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς έκανε πορείες από τη Ρώσικη στην Αμερικανική πρεσβεία ζητώντας «ειρήνη», λες και αυτό είναι κάποιου είδους «ευχή» ή ανθρωπιστική καταγγελία και όχι σύγκρουση με τους αρμούς και τους μηχανισμούς του ιμπεριαλισμού, όπως αυτοί διαμορφώνονται και στο εθνικό επίπεδο. Τι είδους πίεση μπορούσε να ασκηθεί με τον τρόπο αυτό στην ελληνική (ή όποια νατοϊκή) κυβέρνηση να μην εντείνει την εμπλοκή της; Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η παρέμβαση δυνάμεων όπως της ΛΑΕ – Ανυπότακτη Αριστερά και άλλων, που ανέδειξαν την Ρωσική εισβολή ως αρνητική εξέλιξη πυροδότησης αντιδραστικής κλιμάκωσης, αλλά μέσα στο συνολικό κάδρο του πως οι εμπρηστικές εξελίξεις από την αρχή προκαλούνται από το σχεδιασμό και τις επιλογές του ΝΑΤΟ, συνέβαλε στη στοχοπροσήλωση των αγωνιστικών κινητοποιήσεων ενάντια στο νατοϊκό στρατόπεδο και την κυβέρνηση (πχ πορείες σε βάσεις).
Μια λογική που δεν αντιλαμβάνεται το πόσο ο αμερικάνικος νατοϊκός ιμπεριαλισμός είναι σήμερα ασύγκριτα ισχυρότερος και στρατιωτικά, πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά κυρίαρχος, είναι αυτή που δεν μπορεί να δώσει απάντηση πραγματικά ανεξάρτητη, ούτε «εργατική», όπως ξεκάθαρα φάνηκε στο ζήτημα των κυρώσεων που επιβάλλονται από ΗΠΑ- ΝΑΤΟ- ΕΕ και τις κυβερνήσεις τους, και οι οποίες συνάντησαν την προκλητική σιωπή, αν όχι την σιωπηρή συναίνεση αριστερών οργανώσεων. Πρόκειται για ντροπιαστική υποστολή της κριτικής από πλευράς κομμουνιστικών και ριζοσπαστικών δυνάμεων απέναντι σε ένα μέτρο, που όχι μόνο είναι εκ φύσεως το πιο απάνθρωπο μέτρο οικονομικού πολέμου έχει εφαρμόσει διαχρονικά ο ιμπεριαλισμός (Κούβα, Ιράν, Βενεζουέλα), αφού καταδικάζει λαούς σε φτώχεια, ασθένειες, δραματική πτώση του βιοτικού επιπέδου και των υποδομών υγείας και πρόνοιας, για να επικρατήσει η πλευρά του ισχυρού ιμπεριαλιστή. Αλλά επιπλέον, είναι ένα μέτρο που πλήττει και τους ευρωπαϊκούς και τον ελληνικό λαό, οι κυβερνήσεις των οποίων το εφαρμόζουν, όπως ήδη αποδεικνύεται με την ενεργειακή και πληθωριστική κρίση.
Η τακτική της διαστρέβλωσης συνεχίζεται εξόφθαλμη στο άρθρο και στο ζήτημα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού: «[…] η ΛΑΕ επαναλαμβάνει την κυρίαρχη συστημική άποψη στην Ελλάδα περί «τουρκικής επιθετικότητας», χωρίς ίχνος κριτικής στις επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης, εντασσόμενη έτσι στην «εθνική αφήγηση», και αδυνατώντας να αναγνωρίσει ότι ο ανταγωνισμός των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας είναι αντιδραστικός, επιθετικός και εχθρικός για τους λαούς και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου». Τι πραγματικά αναφέρει η Πολιτική Απόφαση: «H πρόσδεση στο άρμα των ΗΠΑ, που επιχειρείται να δικαιολογηθεί λόγω του τούρκικου αναθεωρητισμού, εμπλέκει τους εργαζόμενους και τη νεολαία σε επικίνδυνα παιχνίδια, τόσο με την ένταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την αλόγιστη κούρσα εξοπλισμών, όσο και με την υποστήριξη του πιο επιθετικού ιμπεριαλιστικού πόλου.». Αλλά και στη συνέχεια της Πολιτικής Απόφασης, το ζήτημα τίθεται στην περιγραφή στοιχείων του «μεταβατικού προγράμματος που θα απαντά στα βασικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν τα λαϊκά στρώματα, συνδέοντάς τα με ευρύτερες ρήξεις και τον σοσιαλιστικό ορίζοντα»: «[…]Ανατροπή της πολιτικής του ανταγωνισμού Ελλάδας-Τουρκίας για διόγκωση των πολεμικών εξοπλισμών και εκμετάλλευση ενεργειακών πόρων που οδηγεί σε τυχοδιωκτισμούς».
Ποια είναι η πολιτική και εκλογική τακτική που προτείνει η Λαϊκή Ενότητα- Ανυπότακτη αριστερά;
Αλλά η μεγαλύτερη ίσως διαστρέβλωση αφορά την «ερμηνεία» που δίνει το άρθρο στην πρόταση της ΛΑΕ- Ανυπότακτη Αριστερά για την πολιτική και εκλογική τακτική: «Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση αυτής της λογικής, το εκλογικό «παζλ» ήδη «στήνεται». Το ΜέΡΑ 25 απευθύνεται στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, η ΛΑΕ στην «αριστερά», δηλαδή ουσιαστικά στο ΜέΡΑ25 και έτσι διαμορφώνεται στην πράξη ένα πολιτικό και εκλογικό συνεχές, που αντικειμενικά «χωνεύει» πολιτικά τους αγώνες των τελευταίων χρόνων στο «δημοκρατικό μέτωπο» της αστικής εναλλαγής, είτε στον πρώτο είτε στον δεύτερο γύρο των εκλογών. Δεν αξίζει σε όσους αντιστάθηκαν στο «θα λογαριαστούμε μετά», σε όσους έσπασαν τα πόδια τους στην υπεράσπιση των διαδηλώσεων και στην μάχη με τους ΟΠΠΙ να γίνουν δωρητές σώματος στις «δημοκρατικές δυνάμεις», μια καρικατούρα του 2010-2015».
Ούτε λίγο, ούτε πολύ, η ερμηνεία του άρθρου είναι ότι η Λαϊκή Ενότητα – Ανυπότακτη Αριστερά προτείνει ένα «δημοκρατικό μέτωπο» που με κέντρο το ΜΕΡΑ25 θα ξεκινάει από το ΠΑΣΟΚ και το ΣΥΡΙΖΑ και θα καταλήγει στα αριστερά με τη ΛΑΕ! Αν κάτι δεν αξίζει στους αγωνιστές και τις αγωνίστριες που δίνουν τις μάχες ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης τόσα χρόνια, είναι αυτού του επιπέδου η έλλειψη πολιτικής ευθύτητας. Περιττό βεβαίως να επισημανθεί το πόσες δεκάδες μέλη της Λαϊκής Ενότητας σέρνονται στα νοσοκομεία και τα δικαστήρια επειδή αντιστάθηκαν σε κάθε όψη της πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη και πόσα μέλη της ΛΑΕ- Ανυπότακτη Αριστερά βρέθηκαν άγρια χτυπημένα, με πραγματικό κίνδυνο ακόμη και ζωής, στη μάχη ενάντια στους ΟΠΠΙ, στη μάχη για την υπεράσπιση του δικαιώματος στη διαδήλωση, συχνά αντιμετωπίζοντας από άλλες δυνάμεις προτάσεις αποδοχής της κατάστασης, της μονοδρόμησης κλπ. Το κρίσιμο παραμένει, ότι και αυτοί οι αγώνες, όπως η υπεράσπιση του δικαιώματος στη διαδήλωση, το σπάσιμο της απαγόρευσης της πορείας του Πολυτεχνείου, η μάχη ενάντια στους ΟΠΠΙ και όλες οι νικηφόρες μάχες, όχι απλώς έγιναν μπορετές με την ενότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά και ολόκληρης της αριστεράς, και μάλιστα και της κοινοβουλευτικής. Δεν μπορεί να επικαλείται κανείς τις νίκες αυτές, τις μεγάλες στιγμές του λαϊκού κινήματος που αναδείχθηκαν μέσα από τη μετωπική πολιτική, για να δικαιολογήσει τον ακραίο σεκταρισμό του.
Είναι προφανής η αδυναμία μιας πολιτικής λογικής που διαπνέει το χώρο του ΝΑΡ να εξηγήσει τους λόγους της ολοένα και μεγαλύτερης πρόσδεσης στην κατεύθυνση της διάσπασης και διαχωρισμού σε πολιτικό και κινηματικό επίπεδο. Η πρόταση της ΛΑΕ- Ανυπότακτη Αριστερά είναι διατυπωμένη δημόσια, έγκαιρα και με σαφήνεια. Απευθύνει πρώτα και κύρια κάλεσμα για τη συγκρότηση ενός μετώπου- πολιτικής και εκλογικής συνεργασίας από οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς που συμφωνούν με την ανάγκη μετωπικής παρέμβασης πάνω σε ένα μαζικό πρόγραμμα πάλης για τα άμεσα προβλήματα του λαού και πάνω στο μεταβατικό πρόγραμμα. Ένα τέτοιο μέτωπο πρέπει, αφού συγκροτηθεί, να απευθυνθεί σε όλες τις δυνάμεις της αριστεράς για εκλογική συμπόρευση πάνω σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, με πλήρη αυτονομία. Πρόκειται για μια πρόταση που αφορά όλες τις κεντρικές πολιτικές μάχες, τις απερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές και τις βουλευτικές εκλογές και ασφαλώς πρώτα και κύρια τις κινηματικές μάχες.
Δεν είναι και τόσο πρωτάκουστη βεβαίως η τακτική που προτείνει η ΛΑΕ- Ανυπότακτη Αριστερά. Είναι ακριβώς το ίδιο φάσμα κινηματικής, αλλά και εκλογικής συνεργασίας και μετωπικού, μαζικού, ριζοσπαστικού πολιτικού στίγματος, που υλοποιήθηκε σε σειρά κρίσιμων κοινωνικών και συνδικαλιστικών χώρων. Όπου υλοποιήθηκε από τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς μια τέτοια τακτική συνεργασίας, ενότητας, συσπείρωσης, μαζικού ριζοσπαστικού λόγου, τα αποτελέσματα όχι απλώς δεν αναπαρήγαγαν τους καταθλιπτικούς πολιτικούς συσχετισμούς του 2019, αλλά αντίθετα ήταν θεαματικά για τη ριζοσπαστική αριστερά και σίγουρα πολλαπλάσια της κεντρικής πολικής της παρουσίας. Άσκησαν μάλιστα πίεση έως και εξαφάνιση σε συστημικές ή «σοσιαλδημοκρατικές» δυνάμεις και ιδίως στο ΣΥΡΙΖΑ, τροφοδότησαν αγώνες και κινηματικές επιτυχίες. Τέτοια είναι τα παραδείγματα των εκλογών στους Δικηγορικούς Συλλόγους Αθήνας και Θεσσαλονίκης, στο χώρο της υγείας, αλλά και των φοιτητικών εκλογών, που φέτος οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς καταγράφηκαν με ενιαίο εκλογικό κατέβασμα, χωρίς βεβαίως οι σύντροφοι/σες του ΝΑΡ να δικαιολογούν τη μεταστροφή τους, γιατί δηλαδή φέτος ήταν αυτονόητο ότι είναι ενιαία η καταγραφή των ΕΑΑΚ, ενώ το 2019 και πριν η διάκριση «ΕΑΑΚ» από «ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ» ήταν πεδίο πολεμικής στους κόλπους της φοιτητικής αριστεράς. Όπως ασφαλώς δεν μπορούν επίσης να εξηγήσουν γιατί η ίδια πρόταση της ΛΑΕ – Ανυπότακτη Αριστερά είναι «ρυμούλκηση προς διαχειριστικές λογικές» όταν αφορά στις αυτοδιοικητικές ή βουλευτικές εκλογές, αλλά στους δικηγορικούς συλλόγους είναι ενίσχυση του ριζοσπαστικού και αντισυστημικού ρεύματος, όπως ανέφεραν (και σωστά!) σχετικά δημοσιεύματα στο ΠΡΙΝ για τις εκλογές στους Δικηγορικούς Συλλόγους (βλ. ενδεικτικά εδώ και εδώ).
Υπάρχει «αντινεοφιλελεύθερη» αστική πολιτική σήμερα που μάλιστα θα εγκλωβίσει το κίνημα;
Εξάλλου, δεν έχουν ιδιαίτερο βάθος, ούτε νόημα, σκιαμαχίες του στυλ «είναι με το αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο» και όχι με «τη ρήξη με την ΕΕ, το ευρώ και το κεφάλαιο». Είναι απλά ο νεοφιλελευθερισμός ένα υποσύνολο μεταξύ πολλών πιθανών στρατηγικών του κεφαλαίου, της ΕΕ, της νομισματικής ένωσης κλπ.; Μπορεί δηλαδή να υπάρξει και μη νεοφιλελεύθερη ΕΕ, μη νεοφιλελεύθερη νομισματική ένωση, μη νεοφιλελεύθερη αστική διακυβέρνηση σήμερα στην Ελλάδα; Ή ήταν τάχα η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κάποια άλλη «εναλλακτική» μη νεοφιλελεύθερη πολιτική του κεφαλαίου; Ασφαλώς και όχι. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όπως και σήμερα η πολιτική του, είναι κανονική νεοφιλελεύθερη και ακριβώς αυτό εξέφρασε η παταγώδης μνημονιακή του προσαρμογή. Ότι το κεφάλαιο σήμερα έχει συγκεντρώσει τέτοια κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική ισχύ, που δεν επιτρέπει ούτε τις ελάχιστες παραχωρήσεις για τα λαϊκά στρώματα και συνεπώς, στο πλαίσιο του σύγχρονου δυτικού ιμπεριαλισμού και καπιταλισμού, δεν υφίστανται άλλες, πιο «φιλολαϊκές» ή «ήπιες» στρατηγικές που να εκφράζουν έστω και δυνητικά μερίδες του κεφαλαίου. Το σύνδρομο του «εναλλακτικού αριστεροφανούς διαχειριστή» της δεκαετίας του 80’, δεν μπορεί να καθοδηγεί σήμερα, μετά από 4 δεκαετίες συσσωρευμένης ήττας για το στρατόπεδο της εργατικής τάξης διεθνώς, τα αναλυτικά μας εργαλεία και να οδηγεί δυνάμεις να ταυτίζουν ένα πρόγραμμα ανατροπής της νεοφιλελεύθερης επέλασης (ενάντια στις πολιτικές λιτότητας, προστασία λαϊκής κατοικίας,ανατροπή ιδιωτικοποιήσεων κλπ.) με «κυβερνητισμό» ή «δωρεά σώματος». Δωρεά σε ποιον άραγε; Στο ΣΥΡΙΖΑ που έκανε τις ιδιωτικοποιήσεις και απελευθέρωσε του πλειστηριασμούς; Θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να εκπροσωπήσει ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο σύγκρουσης με το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα – μονόδρομο;
Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλώς η «επιθετικότητα», ούτε ο κυνισμός της θατσερικής δεξιάς. O νεοφιλελευθερισμός είναι σήμερα το ηγεμονικό και απολύτως κυρίαρχο σύστημα παραγωγής/ κατανάλωσης και μοντέλο συσσώρευσης, μετά την υποχώρηση της μεταπολεμικής «χρυσής τριακονταετίας», που καθορίστηκε από την άνοδο του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος, και τελικά την ενσωμάτωσή του στο δυτικό κόσμο, μετά τον «ανταγωνισμό συστημάτων» του ψυχρού πολέμου, που έστω και η παρουσία αυτής της γραφειοκρατικής ΕΣΣΔ συνιστούσε απειλή για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και την επικυριαρχία του καπιταλισμού, μετά τις επαναστάσεις στον τρίτο κόσμο και την υποχώρηση των κινημάτων του 68’. Η υποχώρηση της πλευράς της ιστορίας που γράφουν και αφηγούνται οι εργατικές τάξεις, που επισφραγίστηκε από την πτώση της ΕΣΣΔ, και την διεθνή κατίσχυση του καπιταλισμού – «τέλους ιστορίας» και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, έγινε εφικτή μέσα από την ολοκληρωτική προσχώρηση όλων των μερίδων του κεφαλαίου στο δυτικό καπιταλισμό στο νεοφιλελεύθερο παραγωγικό και καταναλωτικό υπόδειγμα. Και αυτό, υπό την ηγεμονία του «ζωηρού» διεθνοποιημένου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που εξασφάλιζε στις νέες συνθήκες απεριόριστες προοπτικές αύξησης κερδών και της κερδοφορίας και μείωσης του εργατικού κόστους, είτε μέσω της εσωτερικής υποτίμησης της αξίας της εργασίας, συνεπεία της ήττας των εργατικών κινημάτων, είτε με την διεθνοποίηση του κεφαλαίου και της αλυσίδας της αξίας (μεταφορά επιμέρους δραστηριοτήτων στον «τρίτο κόσμο» και καπιταλισμούς με προχωρημένες συνθήκες εκμετάλλευσης). Μάλιστα, όπου δεν ήταν αυτό εφικτό από τις εσωτερικές διαδικασίες αντιδραστικών πολιτικών ανατροπών, φρόντισαν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ να το επιτύχουν επιβάλλοντας με πόλεμο, πραξικοπήματα και διάλυση το άνοιγμα των «αγορών» στον «αέρα» του νεοφιλελευθερισμού.
Αν υπάρχει ένα στοιχείο «αναπαλαίωσης» στη σύγχρονη ριζοσπαστική αριστερά είναι η αναπαραγωγή ενός χοντροκομμένου καταστροφικού οικονομισμού, σύμφωνα με τον οποίο, όσο πιο πολύ μεγαλώνει η φτώχεια και η κακοπέραση των λαϊκών στρωμάτων, τόσο πιο κοντά είμαστε στην εκπλήρωση των επαναστατικών ιδεών, και ανοίγονται περισσότερες ευκαιρίες για το μπόλιασμα των λαϊκών μαζών με τις επαναστατικές ιδέες. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Όπως και η τωρινή ευρύτερη πολιτική συγκυρία, και ιδίως η τελευταία 4ετία στις χώρες τις ΕΕ, αποδεικνύει, όσο βαθαίνει η επίθεση στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα και αναιρούνται τα κεκτημένα τους, τόσο βαθύτερη είναι η πολιτική αποδιοργάνωση των στρωμάτων αυτών, οδηγώντας σε υποχώρηση ως και διαλυτοποίηση και εξαφάνιση σε πολλές χώρες των οργανώσεων και κομμάτων της επαναστατική αριστεράς.
Η αδιαφορία για τον κίνδυνο αυτό συνοδεύει συνήθως την υποτίμηση του πολιτικού επιπέδου που χαρακτηρίζει τον πολιτικό χώρο του ΝΑΡ που με εκχυδαϊσμένο τρόπο εκφράζεται στο άρθρο αυτό «Στην πολιτική κατεύθυνση της ΛΑΕ, η πολιτική πάλη και οι πολιτικές νίκες του στρατοπέδου των «από κάτω» έχουν ως κύρια πλευρά την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση […] αφήνουν τις ελπίδες τους στην κοινοβουλευτική λύση και σε μια αριστερή κυβέρνηση, δεν μπορούν να πετύχουν την ανατροπή του μαύρου αστικού πλαισίου». Βεβαίως καμία όψη του προγράμματος ή της πολιτικής απόφασης δεν αφορά καμία «αριστερή κυβέρνηση», ούτε είναι «κυβερνητικό πρόγραμμα», αλλά όπως ξεκάθαρα αναφέρεται πρόγραμμα πάλης και ανασυγκρότησης του λαϊκού παράγοντα. Το να καταφεύγει σε τέτοια επιχειρηματολογία μία δύναμη που κατεβαίνει στις βουλευτικές εκλογές εξ υπαρχής είναι εντελώς αναξιόπιστη στάση, αλλά και δείκτης μιας εγγενούς πολιτικής αντίφασης που διέπει τη λογική της ταυτόχρονης αναγνώρισης της αναγκαιότητας παρέμβασης στις εκλογικούς μηχανισμούς, αλλά μακριά από οποιαδήποτε μετωπική διαδικασία που θα μπορούσε να καταστήσει ένα εκλογικό κατέβασμα εργαλείο ευρύτερης συσπείρωσης λαϊκών στρωμάτων πίσω από ένα ανεξάρτητο αγωνιστικό ριζοσπαστικό πρόγραμμα. Η συμμετοχή στις εκλογές αντιμετωπίζεται, δηλαδή, μόνο ως ταυτοτική προβολή ενός πολύ στενού ιδεολογικού χώρου, απλώς για να μειωθούν οι διαρροές ενός ακροατηρίου σε «ρεφορμιστικά κόμματα». Αποκορύφωμα αυτού του πολιτικού διχασμού η αξιομνημόνευτη, τουλάχιστον υπερφίαλη, αφίσα της νΚΑ το 2019 «αντάρτικη ψήφος παντού» (!), που πέραν του ότι κατήγγειλε ΚΚΕ και ΛΑΕ ως κόμματα του «νόμου και της τάξης», ταύτιζε την ψήφο στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τη συμμετοχή στο αντάρτικο το 40!
Τέλος, ο κίνδυνος της «πορείας προς μια νέα σοσιαλδημοκρατία» μέσα από την πολιτική πρόταση της ΛΑΕ- Ανυπότακτη Αριστερά, δήθεν επιβεβαιώνεται μέσα από την αναφορά στο παράδειγμα της Γαλλίας. Βέβαια οι θέσεις της ΛΑΕ – Ανυπότακτη Αριστερά δεν προτείνουν αντιγραφή και μεταφορά στην Ελλάδα του παραδείγματος Μελανσόν, αλλά αναδεικνύουν το προφανές, ότι όλες οι δυνάμεις της αριστεράς σήμερα πρέπει να αντλούν συμπεράσματα από το γεγονός ότι ακόμη και στις μητροπόλεις του ανεπτυγμένου καπιταλισμού και προχωρημένου νεοφιλελευθερισμού, ένα πρόγραμμα που θα επικεντρώνεται στις ρήξεις που είναι απαραίτητες για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των πληττόμενων στρωμάτων είναι εφικτό να εκπροσωπήσει μαζικά κοινωνικά στρώματα, ιδίως όταν συνοδεύεται από μορφές πολιτικής ενότητας. Η πραγματική συζήτηση που ανοίγει με τέτοια διεθνή παραδείγματα όπως της Γαλλίας, είναι εάν υπάρχει ή όχι η δυνατότητα ενός μεταβατικού προγράμματος με στοιχεία ρήξης και με την ευρύτερη συσπείρωση δυνάμεων, να έχει ευρεία απεύθυνση σήμερα στις λαϊκές τάξεις. Μια πραγματική και ουσιαστική συζήτηση θα αφορούσε επί της ουσίας το αναγκαίο πρόγραμμα συσπείρωσης της αριστεράς είτε στη Γαλλία, είτε ιδίως στην Ελλάδα, αλλά και τον ίδιο το διάλογο στο εσωτερικό της Γαλλικής αριστεράς, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι βασικό σημείο κριτικής του NPA απέναντι στον Μελανσόν ήταν η μεγαλύτερη εκπροσώπηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος στις εκλογικές περιφέρειες ή ότι η Lutte Ouvriere αρνείται οποιαδήποτε συνεργασία, ακόμα και το με το NPA, καθώς θεωρεί εαυτόν τον μοναδικό γνήσιο εκπρόσωπο της επαναστατικής πολιτικής στην χώρα.
Πάντως, η όλη συζήτηση περί «αναπαραγωγής του ΣΥΡΙΖΑ»/«αντινεοφιλελεύθερων μετώπων», είτε δια της Γαλλίας, είτε δια του υποτιθέμενου «κυβερνητικού προγράμματος», βεβαίως αναδεικνύεται προσχηματική αν κανείς κάνει τον κόπο να αντιπαραβάλει το «πρόγραμμα αντικαπιταλιστικής ανατροπής» τα βασικά σημεία του οποίου παρατίθενται στην απόφαση του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ του Ιουλίου 2022, με το μεταβατικό πρόγραμμα της Πολιτικής Απόφασης της Συνδιάσκεψης της ΛΑΕ-Ανυπότακτη Αριστερά. Μια τέτοια διαδικασία καθιστά σαφές ότι το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα το οποίο αποτελεί τη βάση για τη διαμόρφωση του αντικαπιταλιστικού μετώπου, ουσιαστικά διαχωρίζεται κυρίως ως οριοθέτηση από την μαζική, ενωτική πολιτική.
Θα βοηθήσει στην ανατροπή του «μαύρου αστικού μετώπου» η εξύμνηση της πολυδιάσπασης της ριζοσπαστικής αριστεράς;
Η πρόταση της ΛΑΕ – Ανυπότακτη Αριστερά δεν αφορά καμία αριστερή διακυβέρνηση. Είναι σαφής πρόταση συγκρότησης ενός μετώπου, στους αγώνες και σε όλες τις πολιτικές μάχες που να μπορέσει να αναπτερώσει την αγωνιστική αισιοδοξία των αγωνιστών/ αγωνιστριών, αλλά και συνολικότερα των λαϊκών στρωμάτων, ώστε να μην εγκλωβιστούν αυτοί, ελλείψει σοβαρών προοπτικών, σε διλήμματα «Μητσοτάκης ή Τσίπρας». Με την αστική στρατηγική που εκφράζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, διακυβεύεται σήμερα μακροπρόθεσμα η παρέμβαση της ριζοσπαστικής αριστεράς στο πολιτικό επίπεδο και η ανεξάρτητη παρουσία της στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, μέσα από τη δυνατότητα το πρόγραμμα και οι πρακτικές της να αποτελούν κτήμα των μαζών. Αλλά συγχρόνως διακυβεύονται οι στοιχειώδεις μορφές λαϊκού και εργατικού αγώνα (η διαδήλωση, η απεργία, ο φοιτητικός συνδικαλισμός κ.ά.). Θέλουν να φτιάξουν ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο ούτε έμμεσα ή μειοψηφικά δεν θα εκπροσωπούνται τα λαϊκά συμφέροντα, ώστε να μην υπάρχουν μηχανισμοί – δίαυλοι πολιτικών κρίσεων. Γι’ αυτό και συνολικότερα η ΝΔ έχει προβεί σε τέτοιο εναγκαλισμό των ΜΜΕ και του κρατικού μηχανισμού, έχει στοχοποιήσει κατασταλτικά και ποινικοποιήσει τον ριζοσπαστικό αριστερό λόγο, την πρακτική και τις ίδιες τις οργανώσεις, καταργεί τις διαδηλώσεις, επιτίθεται στο φοιτητικό κίνημα και ιδίως στα ριζοσπαστικά αριστερά σχήματα. Αλλά και επιπλέον, αλλάζει τον εκλογικό νόμο για 2η φορά με σκέψεις να ανέβει το όριο εισόδου στη Βουλή στο 5%, με σκοπό την πλήρη «εκκαθάριση» του πολιτικού σκηνικού από οποιοδήποτε μόρφωμα έχει αναφορά στην αριστερά και τους κοινωνικούς αγώνες, ακόμη και τα ρεφορμιστικά.
Ένα τέτοιο πολιτικό σκηνικό δεν κρατάει απλώς την αριστερά, πολλώ μάλλον τη ριζοσπαστική, αποκομμένη και απομονωμένη από το πολιτικό πεδίο, ώστε να μην αναπαράγονται οι όροι να μπορέσει κάποτε να εκπροσωπήσει μαζικά τα λαϊκά συμφέροντα, αλλά η μόνη επιλογή να είναι αυτά να εκπροσωπούνται μέσα από συστημικά κόμματα, όπως συμβαίνει στον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο. Επιπρόσθετα, η ανυπαρξία ενός μαζικού ριζοσπαστικού αριστερού μετώπου στο πολιτικό επίπεδο, που να εκπροσωπεί ακριβώς, ότι υπάρχει και άλλη προοπτική από τις εμπεδωμένες αντιλαϊκές πολιτικές, διασπείρει την ηττοπάθεια και την απογοήτευση, λειτουργεί ανασχετικά για την ανάπτυξη των ίδιων των κοινωνικών αγώνων. Συνεπώς, η επιλογή αυτοτελών, στενά ιδεολογικών πολιτικών οχημάτων, δεν είναι ούτε προστασία για την ριζοσπαστική αριστερά, ούτε και προσφορά στους κοινωνικούς αγώνες. Το μόνο που καταφέρνει είναι να επιδεινώνει την απομόνωση, την ηττοπάθεια και την απογοήτευση. Εξάλλου, η πολυδιάσπαση της ριζοσπαστικής αριστεράς για την οποία φαίνεται να εργάζονται δυνάμεις επικαλούμενες την ανάγκη καθαρού λόγου για να μην τροφοδοτηθεί η «σοσιαλδημοκρατία», είναι βεβαίως το καλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει κανείς στις σοσιαλφιλελεύθερες δυνάμεις όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που μόνο να κερδίζουν έχουν από την πολεμική που ασκείται απέναντι στην προσπάθεια μετωπικής συμπόρευσης της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Οι επικείμενες αυτοδιοικητικές εκλογές με το νέο εκλογικό σύστημα (3% όριο και αυξημένος αριθμός ψηφοδελτίων) είναι το πιο ενδεικτικό παράδειγμα του πόσο καταστροφική είναι μια λογική που ασκεί κριτική στη ΛΑΕ – Ανυπότακτη Αριστερά επειδή επιχειρεί να συγκροτηθεί ένα μέτωπο της ριζοσπαστικής αριστεράς που να παρεμβαίνει στο πολιτικό επίπεδο και να απευθύνει πρόταση συνεργασίας στο σύνολο της αριστεράς. Με το νέο εκλογικό σύστημα οι εκπροσωπήσεις όλων, ανεξαιρέτως, των δυνάμεων της αριστεράς στην αυτοδιοίκηση απειλούνται. Θα έπρεπε να είναι αυτονόητο ότι στις αυτοδιοικητικές εκλογές η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να κατέβει με κοινά κατεβάσματα, και ακόμη, ότι θα πρωτοστατήσει να φτιαχτούν ενιαία ψηφοδέλτια με όλες δυνάμεις της αριστεράς, από το ΚΚΕ έως το Μέρα25. Ειδικά σε αυτά τα επίπεδα, οι διαφορές στην παρέμβαση των δυνάμεων αυτών περιορίζονται συχνά σε ιδεολογικά μόνο ζητήματα, ενώ αναπτύσσουν παρόμοιο λόγο και πρακτική. Θα κάνουμε εγκαίρως αυτό το βήμα ή θα συζητάμε αν είναι πιο κοντά στην «ανατροπή του μαύρου αστικού μετώπου» το να μην υπάρχει ούτε η απειροελάχιστη εκπροσώπηση της αριστεράς ολόκληρης στην τοπική αυτοδιοίκηση;
Δυστυχώς, παρότι ο αντίπαλος εντείνει την επίθεσή του και υποχωρεί ο συσχετισμός σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας, φαίνεται ότι, όχι απλώς αντιλήψεις σεχταρισμού και πολυδιάσπασης δεν κάνουν βήματα προς την αναγκαία συσπείρωση δυνάμεων, αλλά μπορεί και να βαθαίνουν. Αν κάτι ανέδειξε η προηγούμενη περίοδος 2010-2015 για τη ριζοσπαστική αριστερά είναι ότι υπάρχουν συνθήκες που έχει τη δυνατότητα να είναι ηγεμονική, αλλά αυτό απαιτεί πλατύ μέτωπο και ευρύτερη ενότητα και συσπείρωση δυνάμεων. Απεναντίας, η προσκόλληση στον κατακερματισμό και την αξία της «ιδεολογικής καθαρότητας» όχι μόνο δεν συμβάλλει, αλλά μπορεί να αποβεί και καθοριστικό πολλές φορές σφάλμα. Μία τέτοια στιγμή ήταν η περίοδος του 2015 και ιδίως οι δεύτερες εκλογές, που η ίδια κατεύθυνση στην οποία ομνύει το άρθρο οδήγησε στην άρνηση εκλογικής συνεργασίας ΛΑΕ- ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το σαμποτάρισμα της μοναδικής ιστορικής δυνατότητας κεντρικής πολιτικής παρουσίας της ριζοσπαστικής αριστεράς, σε μια κρίσιμη στιγμή, όταν παιζόταν το εάν το προδομένο «ΟΧΙ» του λαού θα μπορέσει να εμπνεύσει νέους αγώνες ή θα τσακιστεί στην απογοήτευση και τη διάλυση. Η ίδια τύφλωση περί του τί είναι «ανατροπή» διαπνέει και σήμερα την λογική που αντιμετωπίζει την μετωπική συγκρότηση του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς σαν το χειρότερο δεινό, για να μη «συσκοτιστούν» οι διαφορές!
Δεν υπάρχουν τα περιθώρια για ένα ακόμη «μια από τα ίδια» στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Για μια ακόμη διάχυση στον κατακερματισμό, τις ταυτοτικές παρεμβάσεις, ή την απαξίωση των πολιτικών μαχών. Σκοπός των ριζοσπαστικών αριστερών δυνάμεων δεν είναι να είναι «έτοιμες» με το «σωστό πρόγραμμα» όταν ο λαός «θα καταλάβει» την αξία της επανάστασης, αφού θα έχει χάσει τη γη κάτω από τα πόδια του από την ανελέητη επίθεση του κεφαλαίου. Σκοπός τους είναι να δημιουργούν τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις για να αποτρέπεται αυτή η επίθεση, και μέσα από αυτές τις πραγματικές μάχες για τα συμφέροντα του λαού, σήμερα που χτυπιέται από την κρίση, τη φτώχεια, τον αυταρχισμό, να δημιουργεί τους πραγματικούς όρους ενός ανοδικού κοινωνικού και πολιτικού κινήματος ρήξεων.
Και σε αυτό δεν βοηθά ούτε μια στάση αναμονής, ή αποφυγής της συζήτησης με το επιχείρημα ότι «υπάρχουν κινηματικές προτεραιότητες και βλέπουμε» ή «λέμε τα ίδια τόσα χρόνια και δεν γίνονται». Η μετωπική συμπόρευση των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων δεν είναι απλά μια καλή ιδέα, είναι ζωτική αναγκαιότητα για την ανασύνταξη του λαϊκού παράγοντα την εποχή που δέχεται τη μεγαλύτερη επίθεση. Ούτε η εργατική τάξη, η νεολαία και τα λαϊκά στρώματα, ούτε τα κόμματα και οι οργανώσεις της κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς θα βγουν αλώβητα αναμένοντας κάποια «επόμενη στροφή» της ταξικής πάλης, εάν δεν υπάρξει αποφασιστική αγωνιστική, κοινωνική και πολιτική οριοθέτηση της στρατηγικής του «τέλους της Μεταπολίτευσης» της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Η ριζοσπαστική αριστερά, που έχει πρωταγωνιστήσει σε αυτή τη δύσκολη εποχή σε όλους τους μεγάλους και μικρούς αγώνες της νεολαίας, των εργαζομένων, το δημοκρατικό κίνημα, όλες τις μάχες που έπληξαν μια κυβέρνηση που παρουσιάστηκε ως «αήττητη», μπορεί και έχει την ευθύνη να μην επιτρέψει την αποδιοργάνωση αυτών των αγώνων μέσα από την απογοήτευση. Οι προϋποθέσεις μιας επιτυχημένης μετωπικής συμπόρευσης της ριζοσπαστικής αριστεράς σε κάθε πιθανό κινηματικό και συνδικαλιστικό επίπεδο υπάρχουν. Το μάχιμο, σύγχρονο και μαζικό πολιτικό πρόγραμμα που ενοποιεί ένα τεράστιο εύρος οργανωμένου και ανένταχτου δυναμικού και αγωνιζόμενου κόσμου υπάρχει. Μένει να γίνει το αναγκαίο βήμα.
2 Comments on “Η μόνη «αναπαλαίωση» θα είναι η συνέχιση του κακοφορμισμένου αστείου της πολυδιάσπασης της ριζοσπαστικής αριστεράς”
Comments are closed.