Της Μάνιας Μπαρσέφσκη
Εφιαλτικό είναι το πρόγραμμα της ΝΔ που επανέλαβε ο Κυριάκος Μητσοτάκης για την ανώτατη παιδεία, που συναρτά τη λειτουργία των Ανώτατων Ιδρυμάτων με την «αξιολόγηση σε κάθε επίπεδο», με τη «διασύνδεση με την αγορά» και τη χρηματοδότηση τους με «νέους πόρους-πέραν της κρατικής χρηματοδότησης».
Τι σηματοδοτούν στην πράξη οι εξαγγελίες αυτές, που κάθε άλλο παρά είναι «ανώδυνες»:
Α) Η «αξιολόγηση των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων σε κάθε επίπεδο», δεν σημαίνει αναζήτηση τρόπων αναβάθμισης της λειτουργίας των δημόσιων ΑΕΙ, κάτι που θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την αύξηση της χρηματοδότησής τους και τη βελτίωση των προγραμμάτων τους. Σημαίνει, απλά, ότι η ΝΔ επαγγέλλεται τη δημιουργία πανεπιστημίων πολλαπλών ταχυτήτων, με κάποια από αυτά να θεωρούνται «καλά» ή «πρότυπα» και κάποια δεύτερης ή και τρίτης κατηγορίας. Και καθώς η παροχή οικονομικών πόρων στα πανεπιστήμια θα συνδέεται με την «αξιολόγηση» τους, αυτό, με τη σειρά του, συνεπάγεται υποχρηματοδότηση πολλών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, κυρίως των πιο περιφερειακών, με αντίστοιχη υποβάθμιση του κύρους των πτυχίων τους και των προγραμμάτων σπουδών τους.
Σε μία, μάλιστα, περίοδο όπου η πλειοψηφία των φοιτητών αντιμετωπίζει τρομακτικές δυσκολίες μετεγκατάστασης στις πόλεις όπου θα βρίσκονται τα υποτιθέμενα «καλά» πανεπιστήμια, το μέτρο είναι ακραία ταξικό, σε βάρος των σπουδαστών με μικρές ή με ανύπαρκτες οικονομικές δυνατότητες. Η «αξιολόγηση» είναι, άλλωστε, μία διαδικασία συνυφασμένη με τη δυνατότητα της απόλυτης αυθαιρεσίας, καθώς τα ΑΕΙ θα αξιολογούνται με κύριο κριτήριο την επίδοση τους ως προς την κάλυψη των αναγκών της «αγοράς» και όχι από αυτήν καθεαυτή την επιστημονική κατάρτιση που παρέχουν.
Β) Η «διασύνδεση με την αγορά» σημαίνει ότι τα προγράμματα σπουδών δεν θα συναρτώνται με επιστημονικά κριτήρια, αλλά θα καθορίζονται από τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου και των πολυεθνικών. Υποβαθμίζεται έτσι η συνολική επιστημονική κατάρτιση και καθιερώνονται προγράμματα σπουδών με σαφείς ιδεολογικούς και οικονομικούς προσανατολισμούς, προσαρμοσμένους στη διαιώνιση του είδους των παραγωγικών σχέσεων και της «ανάπτυξης» που επιθυμούν οι -ληστρικές για τα συμφέροντα των πολλών- αγορές. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι στους στόχους του μεγάλου κεφαλαίου είναι η δημιουργία ζωνών εργασιακής υπερεκμετάλλευσης, η «διασύνδεση με τις αγορές» οδηγεί ευθέως στην παραγωγή φτηνού καταρτισμένου εργατικού δυναμικού. Επιπλέον, η ομολογούμενη «διασύνδεση με την αγορά», που σημαίνει επιδότηση της πανεπιστημιακής έρευνας με κριτήρια και στόχους που θέτει η αγορά (κάτι που ήδη συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό και αφορά τα ερευνητικά προγράμματα που υλοποιούνται από πολλά επιδοτούμενα «γραφεία» καθηγητών), όχι μόνο δεν αυξήσει τη δυνατότητα αυτοτέλειας και επιστημονικής/ερευνητικής ανεξαρτησίας των ΑΕΙ, αλλά θα κατευθύνει μονομερώς την έρευνα, ενισχύοντας την εξάρτησή της από τα επιχειρηματικά συμφέροντα και περιορίζοντας ακόμα περισσότερο τα ανεξάρτητα ερευνητικά προγράμματα, με τεράστιες συνέπειες όχι μόνο για τα ίδια τα ΑΕΙ, αλλά και για το σύνολο της κοινωνίας και των πραγματικών αναγκών της.
Γ) Η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων με «νέους πόρους – πέραν της κρατικής χρηματοδότησης» ενισχύει την προηγούμενη κατεύθυνση. Σημαίνει ακόμα ότι το κράτος αποσύρεται σε μεγάλο βαθμό από τη χρηματοδότηση των ΑΕΙ και αναθέτει τον ρόλο αυτό στους «σπόνσορες», που βεβαίως δεν λειτουργούν με βάση τις ανάγκες παραγωγικής ανάπτυξης της χώρας και μετασχηματισμού της λειτουργίας της οικονομίας προς όφελος των λαϊκών τάξεων, αλλά προς όφελος των δικών τους συμφερόντων, της αναπαραγωγής του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου και της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Δ) Η εξαγγελία των στόχων της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης επί τα χείρω που σκοπεύει να υλοποιήσει η κυβέρνηση της ΝΔ, συνδέεται άρρηκτα με τον στόχο της δημιουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων για τους οικονομικά ισχυρούς, διαμέσου της μεταρρύθμισης του συντάγματος της χώρας. Αναγκαία προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η υποβάθμιση των δημόσιων πανεπιστημίων.
Ε) Η υλοποίηση των στόχων αυτών επιβάλλει – από την πλευρά της κυβέρνησης και της κρατικής εξουσίας- την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, που μεθοδεύεται συστηματικά από μνημονιακά ΜΜΕ επί σειρά ετών, με την παρουσίαση των χώρων του πανεπιστημίου ως «άντρων ανομίας» και «εγκληματικότητας» . Αυτό που αποσιωπάται, όμως, είναι ότι η όποια παράνομη δραστηριότητα δεν γίνεται κυρίως μέσα στα πανεπιστήμια, αλλά έξω από αυτά, και ότι είναι κατευθυνόμενη. Γιατί αφενός η διακίνηση (πχ ναρκωτικών) γίνεται ακόμα και σε μέρες και ώρες που τα πανεπιστήμια είναι ερμητικά κλειστά (οπότε η αστυνομία θα μπορούσε να παρέμβει, αν πράγματι το ήθελε, χωρίς να παραβιάσει το πανεπιστημιακό άσυλο) και αφετέρου επειδή καμία «σοβαρή» μεγάλης κλίμακας διακίνηση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την κάλυψη «υψηλά ιστάμενων» παραγόντων μέσα στον κρατικό μηχανισμό και την αστυνομία. Στόχος της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου είναι η καταστολή των σπουδαστικών και νεολαιίστικων κινητοποιήσεων που αναπόφευκτα θα προκύψουν από την εφαρμογή των ακραία νεοφιλελεύθερων πολιτικών στο χώρο της Παιδείας, όπως και η γενικότερη ενίσχυση του κράτους καταστολής. Στην πραγματικότητα, ως «εγκληματικές» δραστηριότητες νοούνται από την ΝΔ οι πράξεις αντίστασης στις εγκληματικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, είτε από τη σπουδάζουσα νεολαία, είτε από άλλους συλλογικούς φορείς της κοινωνίας.
Αντίστοιχο είναι το «όραμα» του Κυριάκου Μητσοτάκη και της ΝΔ για τις υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης, καθώς το «μοντέλο» που εισάγεται για τα ΑΕΙ θα εφαρμοστεί και στα σχολεία, με τη δημιουργία «πρότυπων» και υποβαθμισμένων σχολείων, εντείνοντας τις ταξικές διακρίσεις στην εκπαίδευση.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι άμοιρη ευθυνών για τις εξελίξεις αυτές. Η εφαρμογή των μνημονίων, η υποχρηματοδότηση των ΑΕΙ και των σχολείων, όπως και η ανάληψη συνολικών μνημονιακών δεσμεύσεων, που αφορούν και την παιδεία, προετοίμασε το έδαφος για το νεοφιλελεύθερο «σάρωμα» της δημόσιας εκπαίδευσης. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και η εφαρμογή εκ μέρους του των ίδιων πολιτικών κοινωνικής εξαθλίωσης που ακολούθησαν οι προκάτοχες του κυβερνήσεις, ενίσχυσε τους «παραδοσιακούς» εκφραστές του συντηρητισμού.
Σε τελική ανάλυση, το μόνο θετικό που «υπόσχονται» οι εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη και της ΝΔ, είναι η αναπόφευκτη δημιουργία κινημάτων αντίστασης της νεολαίας και της κοινωνίας, κάτι για το οποίο πρέπει να δουλέψουμε όλες και όλοι μας!
*Η Μάνια Μπαρσέφσκη είναι υποψήφια βουλευτής Α’ Αθήνας με τη Λαϊκή Ενότητα.