Των Σπύρου Αντωνίου, Χριστίνας Μινάσσα, Βάσως Ακριβού
Εκτός αν υπάρξει κάποια χρονική μετάθεση από τους τακτικισμούς της κυβέρνησης Τσίπρα και την πιθανότητα ταυτόχρονων βουλευτικών εκλογών, οι αυτοδιοικητικές εκλογές θα διεξαχθούν μαζί με τις ευρωεκλογές, στις 26 Μάη 2019.
Με φόντο το παρακμιακό σκηνικό των –κυρίως επικοινωνιακών- αντιπαραθέσεων ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, όλες οι πολιτικές δυνάμεις ετοιμάζονται για την εκλογική μάχη στην τοπική αυτοδιοίκηση. Για τους κάθε είδους μνημονιακούς και πιστούς στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης συνδυασμούς, τα πράγματα είναι δεδομένα.
Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε Δήμου ή Περιφέρειας, μια σειρά γνωστοί ή τοπικοί πολιτικάντηδες κατέρχονται στον εκλογικό στίβο με βασική επιλογή τη διατήρηση και εμβάθυνση της υπάρχουσας αντικοινωνικής πολιτικής στην τοπική αυτοδιοίκηση, που με τον «Κλεισθένη Ι» γίνεται ακόμα πιο αντιδραστική. Μαζί βέβαια με τη συντήρηση και αναπαραγωγή των δικτύων διαπλοκής, και «ρουσφετιών», που οδηγούν ακόμα και σε εκλογικά κατεβάσματα «ανταρτών» χωρίς επίσημο κομματικό χρίσμα.
Οι πρόσφατες νομοθετικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης, προωθούν την περαιτέρω συρρίκνωση των κεντρικών πόρων προς τους ΟΤΑ και την εμπέδωση της αυταρχικής εποπτείας του κεντρικού κράτους σε αυτούς. Προωθούν την διάλυση των κοινωνικών υπηρεσιών και της πολιτικής προστασίας. Δημιουργούν νέα «εργαλεία» για σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις και μπίζνες με δημόσιο χρήμα, καταστροφή του περιβάλλοντος και ελαστικές εργασιακές σχέσεις για τους εργαζόμενους στους ΟΤΑ. Εμβαθύνουν το δημοκρατικό έλλειμμα, με ενίσχυση του δημαρχοκεντρικού μοντέλου, με στενότατα όρια άσκησης «αυτοτελούς» πολιτικής και απουσία κάθε ουσιαστικής λαϊκής συμμετοχής.
Αυτό το τελευταίο στοιχείο μάλιστα, καθώς οι εκλογές αυτές θα πραγματοποιηθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής, αποκρύπτεται συστηματικά από την κυβερνητική προπαγάνδα περί «δημοκρατικής τομής». Οι έδρες στα δημοτικά συμβούλια θα βγαίνουν από την πρώτη Κυριακή με απλή αναλογική ενώ οι επικεφαλής των δύο πρώτων συνδυασμών θα πηγαίνουν σε επαναληπτικό γύρο τη δεύτερη Κυριακή για την εκλογή του δημάρχου με απόλυτη πλειοψηφία. Αυτό σημαίνει ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων κάθε νέα δημοτική αρχή δεν θα έχει την πλειοψηφία των εκλεγμένων συμβούλων. Με άλλα λόγια, η τέλεια συνθήκη για να αποφασίζονται «διαπαραταξιακά», με «ευρεία συναίνεση» και χωρίς αμφισβητήσεις οι όποιες αντιλαϊκές αποφάσεις, απογειώνοντας έτσι το παζάρι για τις «καρέκλες», τις προσωπικές διευθετήσεις και εξυπηρετήσεις του κάθε τοπικού παράγοντα. Άλλωστε, με αυτόν τον τρόπο υλοποίησης της απλής αναλογικής (που ανόθευτη είναι πάντα καλοδεχούμενη για την Αριστερά), ο ρόλος του δημάρχου-«μάνατζερ», που θα προσπαθεί να συμβιβάσει τις αντιθέσεις των «μετόχων»-συμβούλων και θα αναζητά κονδύλια στην αγορά ή στην γραφειοκρατία των Βρυξελλών, υπηρετείται άψογα.
Σε αυτό το πολύ δύσκολο πεδίο που έχει διαμορφωθεί, καλείται να παρέμβει και η ριζοσπαστική Αριστερά. Ενδεικτικό της δεξιότερης μετατόπισης του πολιτικού και ιδεολογικού άξονα τα τελευταία 4 χρόνια (όπως και της ανυπαρξίας μαζικής αριστερής εναλλακτικής απάντησης…), είναι ότι διάφορες δημοτικές αρχές, που στις προηγούμενες εκλογές εξέφρασαν την ελπίδα για μια φιλολαϊκή διοίκηση (π.χ. Νέα Φιλαδέλφεια-Χαλκηδόνα, Χαλάνδρι, Κερατσίνι), σήμερα διεκδικούν την επανεκλογή τους έχοντας τη στήριξη του «κεντροαριστερού» ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή του πιο πιστού κόμματος στην εφαρμογή των προγραμμάτων άγριας λιτότητας, της ρατσιστικής πολιτικής της ΕΕ και του στενότερου συμμάχου του δυτικού ιμπεριαλισμού στα Βαλκάνια και τη ΝΑ Μεσόγειο.
Αναπόφευκτα λοιπόν ανοίγει η συζήτηση για την τακτική και το γενικότερο σχέδιο παρέμβασης της πραγματικής Αριστεράς, ειδικά σε μια περίοδο υποχώρησης των εργατικών-λαϊκών αντιστάσεων και αποσυσπείρωσης του δυναμικού της. Μια παρέμβαση που δεν θα εξαντλείται στις επερχόμενες εκλογές, αλλά θα θέτει τις βάσεις για μια αντεπίθεση των «από κάτω», της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς και μετά από αυτές.
Δυστυχώς, πέρα από σημαντικές εξαιρέσεις που θα αναφερθούμε παρακάτω, η εικόνα κατακερματισμού της ριζοσπαστικής Αριστεράς στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό δείχνει να μεταφέρεται και στο τοπικό επίπεδο. Εκτός από το «αλισβερίσι» των αστικών δημοτικών παρατάξεων, η απλή αναλογική δίνει και ευκαιρίες για ευρύτερες συμπράξεις και καλύτερη εκπροσώπηση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με στόχο την ανασυγκρότηση των τοπικών αντιστάσεων και των οργανωμένων αριστερών δυνάμεων που επιμένουν στο δρόμο της ανατροπής. Από ότι φαίνεται όμως, αντί για ενωτικά εγχειρήματα στις γειτονιές, επικρατούν αντιλήψεις αυτοαναφορικότητας, απλής εκλογικής καταγραφής και μικροηγεμονισμών, που ναρκοθετούν την αναγκαία συγκέντρωση δυνάμεων και τη συγκρότηση αντίπαλου δέους, απέναντι στους πολιτικές εκφραστές της διαχείρισης και της υποταγής στη μνημονιακή «κανονικότητα» στους ΟΤΑ και όχι μόνο.
Το ΚΚΕ, έχοντας μια αρχικά σωστή πολιτική απέναντι στις διεργασίες που συντελούνται στην τοπική αυτοδιοίκηση και ορισμένες θετικές μάχες «κόκκινων» δημάρχων, διεκδικεί την ψήφο πανελλαδικά και πάλι ως Λαϊκή Συσπείρωση. Μη θέλοντας όμως να διαταράξει τον «κομφορμισμό» της κομματικής οικοδόμησης μέχρι να έρθουν (από μόνες τους;) οι καθοριστικές αναμετρήσεις, δεν επιχειρεί να δημιουργήσει σοβαρά ρήγματα στην κυρίαρχη πολιτική. Αντίθετα, με την τακτική της προσέλκυσης μεμονωμένων στελεχών που δρούσαν μέσα στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ, της ΛΑΕ, κ.ά. θέτει ως προτεραιότητα την εμφάνισή του ως «μοναδική λύση» στο χώρο αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, μέσω όμως οργανωτικών κριτηρίων «ορατότητας» και όχι πολιτικής ηγεμονίας.
Το ΝΑΡ, με πρόσχημα ένα υπερπολιτικοποιημένο (και εν πολλοίς προαποφασισμένο) πλαίσιο προγραμματικής συνεργασίας, στην ουσία αρνείται κάθε συνεργασία, επιδιώκοντας μια στενή κομματική καταγραφή. Δεν λείπουν μάλιστα και οι ανταγωνισμοί ακόμα και με τους συμμάχους του στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως το ΣΕΚ, που έχει οδηγήσει σε ξεχωριστές συνελεύσεις για «αντικαπιταλιστικά ψηφοδέλτια» σε ορισμένες περιοχές.
Υπάρχει βέβαια και το ανάποδο φαινόμενο, που σε κάποιες περιπτώσεις καθορίζει τις επιλογές τμήματος της Αριστεράς (ακόμα και μέσα στη ΛΑΕ): σχήματα προσωποπαγή, με συγκόλληση παραγόντων, «ορφανούς» δημοτικούς συμβούλους κλπ., με αποπολιτικοποίηση των αιτημάτων τους, υπερτονισμό των αυτοδιοικητικών χαρακτηριστικών στο πρόγραμμά τους και υπέρτατο στόχο το «μπας και βγάλουμε καμιά έδρα».
Στον αντίποδα όλων αυτών, υπάρχουν αριστερές-ριζοσπαστικές δημοτικές κινήσεις που συμμετέχουμε («Ανυπότακτη Αθήνα», «Κόντρα στο Ρεύμα»-Νίκαια, «Ζωγράφου-Ανυπότακτη Πόλη», όπως και η πρόσφατη «Η πόλη ανάποδα»-Θεσσαλονίκη κ.ά.), οι οποίες κινούνται σε μια κατεύθυνση που χρειάζεται να γενικευτεί.
Πρόκειται για αριστερά αυτοδιοικητικά σχήματα που υπήρχαν ή που συγκροτήθηκαν το τελευταίο διάστημα μέσα από ενωτικές πρωτοβουλίες και κινηματικές δράσεις, που θέλουν να πολλαπλασιάσουν ζωντανές δυνάμεις και να συμβάλουν στην ανασυγκρότηση και πυροδότηση μαζικών αντιστάσεων, χωρίς αποκλεισμούς και «καπελώματα», αλλά με ειλικρινή ενωτική διάθεση. Που δεν καθορίζονται από τα «ψηφαλάκια προσωπικοτήτων», ούτε τη στείρα μεταφορά της «κομματικής γραμμής», αλλά έχουν συλλογικές ομάδες εκπροσώπησης, συλλογικές δημοκρατικές διαδικασίες που εγγυώνται χώρο και ρόλο στα μέλη τους, τα οποία συμμετέχουν ενεργά και ισότιμα στις εσωτερικές διαδικασίες και στη λήψη των αποφάσεων. Που αφουγκράζονται τις αγωνίες και τους προβληματισμούς του κόσμου που συσπειρώνεται γύρω τους. Χαρακτηριστικό ιδιαίτερα κρίσιμο, ειδικά όταν μετά την «ρεαλιστική υποταγή» του ΣΥΡΙΖΑ έχει αυξηθεί το κομμάτι της κοινωνίας (ειδικά στην νεολαία) που οδηγείται στην αποχή ή έλκεται από ένα γενικότερο απολίτικο κλίμα.
Δημοτικές κινήσεις που μέσα από έναν ριζοσπαστικό (αλλά όχι γενικόλογα καταγγελτικό ή βερμπαλιστικό) προγραμματικό λόγο επιδιώκουν να παρεμβαίνουν για τα «μικρά και καθημερινά», τα οποία όμως λόγω της διαρκούς νεοφιλελεύθερης επίθεσης έχουν κεντρική πολιτική διάσταση.Ενισχύοντας τη συλλογική οργάνωση των κατοίκων και χτίζοντας τοπικά κινήματα που θα αναζωογονήσουν την κοινωνική κίνηση στις γειτονιές, κόντρα στη λογική της ανάθεσης όπως αυτή προωθείται με τον «Κλεισθένη Ι», που θεμελιώνει έναν δήμο-τοπικό βραχίονα του κράτους χωρίς οικονομικούς πόρους, τοποτηρητή της διαρκούς λιτότητας. Διεκδικώντας σύγχρονες και ποιοτικές κοινωνικές υπηρεσίες,με μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους, κόντρα στις λογικές ιδιωτικοποίησης – ανταποδοτικότητας.
Θέτοντας στο επίκεντρο των δράσεων τους, τις ανάγκες των πολλών, την υπεράσπιση των εργατικών (όπως η συμπαράσταση στους αγώνες των «ωφελούμενων» στους Δήμους) και κοινωνικών δικαιωμάτων (όπως τα ζητήματα κοινωνικού αποκλεισμού με αφορμή τη δολοφονία του Ζακ και τα ζητήματα κατοικίας που έχει θέσει η «Ανυπότακτη Αθήνα» ή η μάχη κατά των πλειστηριασμών με μπροστάρη το «Κόντρα στο Ρεύμα» στη Νίκαια), των δημόσιων αγαθών και των τελευταίων ελεύθερων χώρων (όπως η Βίλα Ζωγράφου και το πάρκο Γουδή). Υψώνοντας μέτωπο ενάντια στο ρατσισμό, την ακροδεξιά και τους φασίστες που σηκώνουν κεφάλι μέσα στην ατμόσφαιρα εθνικιστικής υστερίας, που καλλιεργούν κυβέρνηση, αντιπολίτευση και ΜΜΕ.
Μόνο με μια τέτοια κατεύθυνση, κατά τη γνώμη μας, μπορεί να υπηρετηθεί αποτελεσματικά και η προσπάθεια για τη βελτίωση των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, για να πάρουμε πίσω τα δικαιώματά μας, τις πόλεις μας, τις ζωές μας και παράλληλα να οικοδομήσουμε τον αριστερό εναλλακτικό πόλο των εργαζομένων και της νεολαίας.