Εισαγωγή.
Το λεγόμενο «Μακεδονικό» και ειδικότερα η εκκρεμότητα της οριστικής ονομασίας της FYROM ή ΠΓΔΜ (Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονία), έχει μετατραπεί και πάλι σε κεντρικό πολιτική ζωή. Οι επικυρίαρχες δυνάμεις (ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ) επιδιώκουν λύση που να ενδυναμώνει τη γεωπολιτική τους επιρροή στα Βαλκάνια (ένταξη FYROM σε ΝΑΤΟ και ΕΕ) με αιχμή την Ρωσία. Η κυβέρνηση και τα κόμματα του Μνημονιακά τόξου, χωρίς να αμφισβητούν την ευρω-ατλαντική επικυριαρχία, προσπαθούν με τακτικισμούς και παλνιδρομήσεις να αποκομίσουν μικροπολιτικά οφέλη.
Του Γιάννη Τόλιου, διδάκτωρ οικονομικών
Από την άλλη η Αριστερά, στις διάφορες εκφάνσεις της, ταλαντεύεται ανάμεσα σε εθνικό-πατριωτικές ή ταξικο-διεθνιστικές προσεγγίσεις, που κατά κανόνα έχουν έντονα στοιχεία μονομέρειας της μιας ή άλλης πτυχής του προβλήματος. Η σωστή θεώρηση του «Μακεδονικού» επιβάλλει τη διαλεκτική εξέταση του στα πλαίσια του «πατριωτικού-εθνικού-ταξικού-διεθνιστικού». Το συγκεκριμένο πλαίσιο εκτός από την καθαρά θεωρητική-κοινωνιολογική πτυχή, έχει στενή σχέση με την εξωτερική πολιτική της χώρας, την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία, καθώς την πολιτική συμμαχιών της Αριστεράς, η οποία στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία, σχετίζεται άμεσα με την ανατροπή των Μνημονίων, την αποδέσμευση από την επιτροπεία του ευρωσυστήματος και τη σοσιαλιστική προοπτική.[1] Στο παρόν σημείωμα θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τις προϋποθέσεις, μιας φερέγγυας και βιώσιμης λύσης του λεγόμενου «Μακεδονικού», συνδυάζοντας τα στοιχεία του «πατριωτικού-εθνικού-ταξικού-διεθνιστικού».!
1.Τι είναι πατριωτισμός;
Η ιστορική θεώρηση των εννοιών, είναι προϋπόθεση για να μη μιλάμε γενικά και αφηρημένα για σύνθετα κοινωνικά ζητήματα. Ειδικότερα η έννοια του «πατριωτισμού», προηγείται χρονικά του «εθνικού», του «ταξικού» και «διεθνιστικού». Να θυμίσουμε τη γνωστή ρήση του Αισχύλου στην αρχαία Ελλάδα, τότε που δεν είχε ακόμα εμφανιστεί η έννοια του έθνους: «Ίτε παίδες ελλήνων ελευθερούτε πατρίδα…».[2] Ο πατριωτισμός είναι ηθική και πολιτική αρχή, που συνδέεται με την αγάπη και την αφοσίωση στην πατρίδα, την υπερηφάνεια για το παρελθόν και το παρόν της, η έμπρακτη υπεράσπιση των συμφερόντων της. Ο εθνικός μας ποιητής Γ.Ρίτσος στη «Ρωμιοσύνη» γράφει χαρακτηριστικά: «τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας».! Ο «πατριωτισμός» κατά το Λένιν, «είναι από τα πιο βαθιά αισθήματα, εδραιωμένα από τους αιώνες και τις χιλιετηρίδες των μεμονωμένων πατρίδων».[3] Το περιεχόμενο του πατριωτισμού στις ταξικές κοινωνίες, αποκτά ερμηνείες ανάλογα με τα ιδιαίτερα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Ειδικότερα με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και την συγκρότηση των «εθνικών κρατών», έχουμε την εμφάνιση των «εθνικών συμφερόντων», τα οποία η αστική τάξη ταυτίζει με τα δικά της συμφέροντα.
2.Τι ακριβώς σημαίνει «έθνος» και «εθνικό συμφέρον»;
Στην πορεία της κοινωνικής εξέλιξης, έχουμε την εμφάνιση ιστορικών μορφών κοινωνικής συμβίωσης (γένος, φυλή, ενώσεις φυλών, εθνότητα, έθνος), ενώ στις ταξικές κοινωνίες, έχουμε παράλληλα την εμφάνιση τάξεων, κοινωνικών στρωμάτων και το λαό. Ειδικότερα το «γένος», αποτελούσε κοινωνικο-παραγωγική ομάδα ανθρώπων που ενώνονταν μεταξύ τους με δεσμούς αίματος (πρωτόγονη κοινότητα).» Με τη σειρά της η «φυλή», εμφανίστηκε με τη συνένωση διαφόρων «γενών» που εξουσίαζε μια ορισμένη περιοχή και τη γη της. Στην πορεία με τη στερέωση της εδαφικής κοινότητας, την εδραίωση οικονομικών δεσμών, τη διαμόρφωση στοιχείων κοινής ψυχοσύνθεσης, συγγένειας γλώσσας και καταγωγής, έχουμε τη συνένωση φυλών σε «εθνότητες». Η εθνότητα εμφανίστηκε στην περίοδο κατάρρευσης του πρωτόγονου κοινωνικού συστήματος. Ο Ένγκελς σημειώνει ότι «στα ομηρικά έπη βλέπουμε τις ελληνικές φυλές να είναι ήδη στην πλειονότητα των περιπτώσεων ενωμένες σε μικρές εθνότητες…».[4]
Το «έθνος» είναι ανώτερη βαθμίδα κοινωνικής συμβίωσης. Ο Μαρξ-Ένγκελς στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», επισημαίνουν ότι τα «έθνη» δημιουργήθηκαν με την εμφάνιση του καπιταλισμού, τη δημιουργία μιας ενιαίας οικονομικής περιοχής και τη συνένωση του πληθυσμού «γύρω από ένα έθνος, με μια κυβέρνηση, με μια νομοθεσία, με ένα εθνικό ταξικό συμφέρον, με μια τελωνειακή μεθόριο».[5] Στη βάση αυτή αναπτύσσονται οι εθνικοί δεσμοί. Για το σχηματισμό των εθνών και της εθνικής συγκρότησης, εκτός από την κοινότητα εδάφους, απαιτούνται σταθεροί οικονομικοί δεσμοί μεταξύ των ανθρώπων, κοινή γλώσσα, κοινά ήθη και έθιμα, κοινή ψυχοσύνθεση και πολιτισμός. Το «έθνος» είναι ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο και περιλαμβάνει ανθρώπους που ανήκουν σε διάφορες τάξεις, κοινωνικά στρώματα και ομάδες. Οι διαφορές μεταξύ «έθνους» και «τάξης», συνίσταται στο ότι οι εθνικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη σταθερότητα απ’ ότι οι ταξικές σχέσεις, χωρίς να σημαίνει ότι οι ταξικές διαφορές εξαλείφονται χάρη στην ύπαρξη της εθνικής κοινότητας.
Ωστόσο η αστική τάξη, ως κυρίαρχη τάξη, ταυτίζει το δικό της ταξικό συμφέρον με το «εθνικό συμφέρον». Ο «εθνικισμός» αποτελεί ιδεολογική έκφραση αυτής της ταύτισης, η οποία παίρνει διάφορες αποχρώσεις (ακραίος εθνικισμός ή σωβινισμός, εθνικοφροσύνη, σοσιαλσωβινισμός, κά). Ο Μαρξ παρ’ ότι στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» τονίζει ιδιαίτερα το «ταξικό» («οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα») και το «διεθνιστικό» («προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε»), ταυτόχρονα επισημαίνει ότι στην αστική κοινωνία υπάρχει το «έθνος των αστών» και το «έθνος των προλεταρίων» και ότι το «προλεταριάτο πρέπει να γίνει ηγέτιδα τάξη του έθνους», δεδομένου ότι «η αστική τάξη είναι ανίκανη να παραμείνει άλλο κυρίαρχη τάξη της κοινωνίας και να επιβάλλει στην κοινωνία ρυθμιστικό νόμο τους όρους ύπαρξης της».[6] Επίσης με αφορμή «Το Ιρλανδικό Ζήτημα», τονίζει ότι η εργατική τάξη του κυρίαρχου καταπιεστικού έθνους (εννοώντας την Αγγλία), δεν μπορεί να αγωνιστεί για την απελευθέρωση της, αν δεν υπερασπίσει το δικαίωμα του υπόδουλου έθνους στην ελευθερία του.[7]
Ο Λένιν στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, θεωρούσε «τη διαίρεση των εθνών σε «καταπιεστικά» και «καταπιεζόμενα» ως βασική και αναπόφευκτη».[8] Τόνιζε ότι «ο αστικός εθνικισμός και ο προλεταριακός διεθνισμός, είναι δύο ασυμβίβαστα εχθρικά συνθήματα, που αντιστοιχούν στα δύο μεγάλα ταξικά στρατόπεδα του καπιταλιστικού κόσμου και εκφράζουν δύο πολιτικές (και επιπλέον δύο κοσμοθεωρίες) στο εθνικό ζήτημα».[9] Τέλος θεωρούσε ότι κάθε «πόλεμος αμυντικός» είναι πατριωτικός, ενώ κάθε «πόλεμος κατακτητικός» είναι εθνικιστικός, ιμπεριαλιστικός. Ο «αστικός εθνικισμός», υπονομεύει την ενότητα της εργατικής τάξης, διασπά το εργατικό κίνημα σε εχθρικά εθνικά εργατικά κινήματα. Ωστόσο πρέπει να διακρίνουμε τον «εθνικισμό του καταπιεστικού έθνους» τον οποίο ο προλεταριακός διεθνισμός αντιπαλεύει και τον «εθνικισμό του καταπιεζόμενου έθνους» στον οποίον συμπαρίσταται ο προλεταριακός διεθνισμός (για εθνική απελευθέρωση, εθνική ανεξαρτησία, κατάργηση της αποικιοκρατίας). Αντίθετα ο «αστικός εθνικισμός» προσπαθεί να περιορίσει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα στα όρια του καπιταλισμού και αντιπαλεύει την προσπάθεια μετεξέλιξης του αγώνα σε ταξικό για τη σοσιαλιστική προοπτική.
Ο συνδυασμός του «ταξικού» συμφέροντος της εργατικής τάξης, με τα πραγματικά λαϊκά και εθνικά συμφέροντα, αποτελεί γνήσια εκδήλωση του «πατριωτισμού» της και δεν έχει σχέση με την «εθνική ενότητα» που κατά καιρούς επικαλούνται εκπρόσωποι της αστικής τάξης στο όνομα εξυπηρέτησης των δικών της συμφερόντων. Μόνο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες εμφανίζεται σύμπτωση των «ταξικών συμφερόντων» των εργατών και των «εθνικών συμφερόντων» του συνόλου της κοινωνίας. Η σωστή κατανόηση της σχέσης πατριωτικού-εθνικού-ταξικού-διεθνιστικού, παίζει κρίσιμο ρόλο στην επεξεργασία σωστής στρατηγικής και τακτικής εκ μέρους του αριστερού-κομμουνιστικού κινήματος.
3.Ιστορικές εμπειρίες από την Ελλάδα και διεθνή χώρο
Οι έννοιες «πατριωτισμός», υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, των λαϊκών συμφερόντων και εργασιακών δικαιωμάτων, μαζί και της διεθνιστικής αλληλεγγύης των λαών, είναι άμεσα συνδεδεμένα με τους αγώνες της Αριστεράς. Η επίθεση της Ιταλίας και της Γερμανίας κατά της Ελλάδος στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο, έπληξε όλο το «έθνος» και πρώτα απ’ όλα τον ελληνικό λαό και την εργατική τάξη. Η υπεράσπιση της πατρίδας και η αντίσταση στον κατακτητή, ήταν μια γνήσια εκδήλωση «πατριωτισμού» που συνέπιπτε με τα ταξικά συμφέροντα των εργατών, των αγροτών και όλων των κοινωνικών δυνάμεων που πλήττονταν από την ξένη κατοχή. Είναι άλλο πράγμα το λαθεμένο σύνθημα «υπεράσπιση της πατρίδας» που ρίχτηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο από τη Β’ Διεθνή («ντεφετισμός» από το defeatism) και αφορούσε τον πόλεμο μεταξύ ιμπεριαλιστικών χωρών και τη «σφαγή» λαών για τα συμφέροντα μια χούφτας μονοπωλίων και άλλο η «υπεράσπιση της πατρίδας» όταν γίνεται επίθεση και κατοχή μιας χώρας από άλλο έθνος.
Στην περίοδο της κατοχή, η δημιουργία του ΕΑΜ, ΕΛΛΑΣ, ΕΠΟΝ και ο ηρωικός αγώνας τους, ενέπνευσαν τον ελληνικό λαό και θα μπορούσε μετά την απελευθέρωση να ανοίξει μια άλλη προοπτική για τη χώρα, αν δεν είχαν συμβεί τα γνωστά γεγονότα. Ο γνωστός στοίχος …. «το ΕΑΜ μας έσωσε από την πείνα, θα μας σώσει και από σκλαβιά, έχει πρόγραμμα λαοκρατία….», συμπυκνώνει την αντίληψη μιας σωστής στρατηγικής και τακτικής. Το πατριωτικό συνδυάζεται με το εθνικό-ταξικό, σε μια αλληλουχία φάσεων ενός ενιαίου αγώνα.!! Από την άλλη, η στάση των αστικών δυνάμεων στην κατοχή της χώρας από τους Ιταλούς και Γερμανούς φασίστες, δεν ήταν πατριωτική. Ένα μέρος έφυγε στην Αίγυπτο, ένα μέρος συνεργάστηκε με τους κατακτητές, ένα μέρος «λούφαξε» και ένα πολύ μικρό μέρος στήριξε αποσπασματικά την αντίσταση. Ακόμα και η δημιουργία του ΕΔΕΣ, με την ενεργή υποστήριξη των Άγγλων, εξυπηρετούσε μεταπολεμικούς σχεδιασμούς για την αποτροπή κατάληψης της εξουσίας από το ΕΑΜ. Από την άλλη οι συνεργάτες των κατακτητών (οι προδότες), βρήκαν μετά την απελευθέρωση την ανοχή, προστασία και αξιοποίηση από τις αστικές δυνάμεις, για τη συντριβή του λαϊκού κινήματος.
Έναν αυθεντικό ορισμό του πατριωτισμού, στις κούφιες κορώνες των εθνικοφρόνων, έδωσε ο Ν.Μπελογιάννης στη δίκη του από το μεταεμφυλιακό καθεστώς, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «ο πατριωτισμός κάθε κόμματος μετριέται μόνο τότε, που η λευτεριά και η εδαφική ακεραιότητα της χώρας διατρέχει κίνδυνο».! Η αστική τάξη σε αυτόν τον αγώνα ήταν απούσα, ενώ πρωτοστάτησε να στηθεί ένα καθεστώς ξενοκρατίας και ξενοδουλείας, που με διάφορες μορφές διαιωνίζεται μέχρι σήμερα.
Το ζήτημα της σχέσης «πατριωτικού-εθνικού-ταξικού-διεθνιστικού», αποκτά μια ακόμα ιδιαίτερη διάσταση σήμερα με τα λεγόμενα «εθνικά θέματα». Πρώτον, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ, γκρίζες ζώνες Αιγαίο, μουσουλμάνοι Θράκης), δεύτερον το Κυπριακό, τρίτον τις σχέσεις με τη FYROM (απόπειρα παραχάραξης της ιστορικής έννοιας «Μακεδονία» ως ελληνικής και ταύτισης με τη σλαβομακεδονική εθνότητα) και τέλος σε σχέση με τις δεσμεύσεις στο ΝΑΤΟ, στις ΗΠΑ (βάσεις), καθώς τις υπερεθνικές δεσμεύσεις στην ΟΝΕ και ΕΕ, που θέτουν υπό αμφισβήτηση την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία. Μόνο με τη διαλεκτική κατανόηση της σχέσης «πατριωτικού-εθνικού-ταξικού-διεθνιστικού», μπορούμε να αποφύγουμε τα ποικίλα πολιτικά «ναρκοπέδια» τόσο του μικροαστικού «εθνικισμού» (…βυθίσατε το Χώρα), ή της ιστορικής αποσιώπησης (…το 1922 στην προκυμαία της Σμύρνης υπήρξε ένας συνωστισμός…), ή του δόγματος της εθνικής υποτέλειας «ανήκουμε στη Δύση και σήμερα «πάση θυσία παραμονής στο ευρώ», είτε από την άλλη, ενός αφηρημένου διεθνισμού περί «ανοικτών συνόρων» και μονόπλευρες θεωρήσεις ότι «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα», κά.!!
Η προσπάθεια επίλυσης των διαφορών με τις γειτονικές χώρες, δεν γίνεται με την εκατέρωθεν τροφοδότηση των «αστικών εθνικισμών», ούτε με την υποστολή της υπεράσπισης των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αφήνοντας χώρο στον εθνικισμό της άλλης πλευράς. Αντίθετα πρέπει να γίνεται στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου, του απαραβίαστου των συνόρων, της αποφυγής προκλήσεων και τυχοδιωκτισμών, της ετοιμότητας υπεράσπισης της πατρίδας σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης, καθώς με την κατάργηση υποδουλωτικών συμφωνιών και σχέσεων επικυριαρχίας των ιμπεριαλιστών, που αμφισβητούν την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία. Εδώ κρίσιμο ρόλο μπορεί να παίξει η «διπλωματία» των λαών και των προοδευτικών κινημάτων, ο γνήσιος «πατριωτισμός» και ο «διεθνισμός», που εδράζετε στον αμοιβαίο σεβασμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων και των συμφερόντων μεταξύ χωρών και λαών.
Ανάλογες εμπειρίες έχουμε και από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα άλλων λαών κατά της αποικιοκρατίας ή κατά αντιδραστικών καθεστώτων. Ειδικότερα ο αγώνας των λαών στις αποικίες για «εθνική αυτοδιάθεση», συνδέθηκε σε πολλές περιπτώσεις με το μη καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης και τη σοσιαλιστική προοπτική. Παρόμοιες εξελίξεις υπήρξαν με ριζοσπαστικά αστικο-δημοκρατικά κινήματα σε διάφορες χώρες (Βενεζουέλα, Βολιβία, κά). Φυσικά οι αστικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις προσπαθούν να ανατρέψουν ή να ελέγξουν τα προοδευτικά κινήματα και να τα υποτάξουν στα σχέδια τους.
4.Αστικός «κοσμοπολιτισμός» και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
Ωστόσο εκτός από τον «αστικό εθνικισμό», έχουμε και τον «αστικό κοσμοπολιτισμό».! Ο «κοσμοπολιτισμός» είναι ιδεολογία των κυρίαρχων ελίτ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για κυριαρχία στον κόσμο. Ο Λένιν τονίζει ότι: «πάνω από τα συμφέροντα της πατρίδας, του λαού και οποιουδήποτε άλλου, το κεφάλαιο βάζει την προστασία της συμμαχίας των καπιταλιστών όλων των χωρών εναντίων των εργαζόμενων».[10] Η ριζοσπαστική αριστερά, τάσσεται κατά του κοσμοπολιτισμού, ο οποίος τάσσεται στην ουσία κατά του έθνους, των εθνικών παραδόσεων και του εθνικού πολιτισμού των λαών. Είναι υπέρ του εθνικού-πατριωτικού-ταξικού-διεθνιστικού, που έχει ως βάση την ισότιμη συνεργασία μεταξύ χωρών και λαών, την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, την ανάπτυξη αλληλεγγύης και αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ των εθνών.
Σήμερα σε συνθήκες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, το πατριωτικό-εθνικό-ταξικό-διεθνιστικό, εμφανίζεται με νέους όρους. Η νεοφιλελεύθερη αφήγηση προσπαθεί με σημαία την ελευθερία των αγορών, να ταυτίσει την «παγκοσμιοποίηση» με την παγκόσμια ενότητα και συναδέλφωση των λαών. Ωστόσο η «παγκοσμιοποίηση» επιχειρεί να υπερβεί τα «εθνικά κράτη» για την εξασφάλιση ελευθερίας δράσης στο κεφάλαιο. Ειδικότερα οι άρχουσες τάξεις της ΕΕ και κυρίως της ευρωζώνης, προκειμένου να διασφαλίσουν ευνοϊκότερες συνθήκες εκμετάλλευσης των εργαζόμενων και ισχυροποίηση της κυριαρχίας τους, είναι διατιθεμένες να αρνηθούν ως ένα βαθμό τις «μικρές πατρίδες» στο όνομα της «μεγάλης πατρίδας». Στην πράξη ωστόσο οι «εθνικές πατρίδες» των ισχυρών χωρών, είναι αυτές που επιβάλουν τη θέληση τους στις «μικρές εθνικές πατρίδες» και αντίστοιχα στους λαούς.
Η οικοδόμηση της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» δεν γίνεται με θεμέλιο την ισότιμη συνεργασία, αλλά στη βάση της «ισχύος και του ανταγωνισμού». Μέσα από τους υπερεθνικούς πυλώνες της ΟΝΕ και την χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση λήψη αποφάσεων, δεσμεύονται χώρες και λαοί σε πολιτικές που ακυρώνουν θεμελιώδη εργατικά, δημοκρατικά δικαιώματα και συρρικνώνουν την εθνική και τη λαϊκή κυριαρχία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για χώρες που εφαρμόζουν Μνημόνια και βρίσκονται σε μόνιμη υπερεθνική επιτήρηση, όπως η Ελλάδα. Οι δανειακές συμβάσεις και τα αντίστοιχα Μνημόνια που υπέγραψαν οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και τελευταία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, επιβάλλουν ένα καθεστώς περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας και επαχθή μέτρα με δραματικές συνέπειες στον ελληνικό λαό. Οι αστικές δυνάμεις ομνύουν στο «έθνος», στην «πατρίδα», στο «λαό», προκειμένου να στηρίξουν επιλογές που εξυπηρετούν στενά ταξικά τους συμφερόντων. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Η καλλιέργεια διαφόρων παραλλαγών του «αστικού ευρωπαϊσμού», αποτελεί έκφραση του κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου και υπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης και δη της οικονομικής ελίτ. Σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η επιδίωξη υπέρβασης των εθνικών κρατών με ανισότιμους όρους, σε όφελος των ισχυρών χωρών και σε βάρος των αδύναμων, εντείνουν τις εθνικές, τις γεωπολιτικές και ταξικές αντιθέσεις
Σήμερα στην ελληνική κοινωνία αναπτύσσεται μια μεγάλη κοινωνική πόλωση, όπου το πατριωτικό-εθνικό, διαπλέκεται στενά με το ταξικό-διεθνιστικό. Ο κύριος όγκος των αστικών δυνάμεων υποστηρίζει την πολιτική των μνημονίων και της παραμονής στην ευρωζώνη και την ΕΕ. Πίσω από την πολιτική της «πάση θυσία παραμονή στο ευρώ», βρίσκονται τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, για εντατικότερη εκμετάλλευση των εργαζόμενων και του ελληνικού λαού, καθώς και τα συμφέροντα των πολυεθνικών εταιριών και των πολυκλαδικών ομίλων, που ενστερνίζονται την ιδεολογία και πολιτική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Στην ουσία με τα Μνημόνια διεξάγεται ένας «ταξικός πόλεμος» σε βάρος της εργατικής τάξης και λαϊκών στρωμάτων με την επιβολή της πολιτικής «κοινωνικής ρεβάνς» και με σκληρές υπερεθνικές δεσμεύσεις.!!
Από την άλλη υπάρχουν ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης (κυρίως ΜμΕ), καθώς και μικροαστικά στρώματα που πλήττονται από τα Μνημόνια και δυσφορούν από τις επιλογές της ευρωζώνης, χωρίς ωστόσο να αμφισβητούν το κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα. Ταυτόχρονα η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων που πλήττεται από τις επιλογές του ευρωσυστήματος και εγχώριων αστικών δυνάμεων, επιζητεί μια φιλολαϊκή-προοδευτική διέξοδο από την κρίση. Εμφανίζεται αντικειμενικά η δυνατότητα ευρύτερης συμπαράταξης κοινωνικών δυνάμεων κατά των μνημονιακών πολιτικών. Στις αντιμνημονιακές δυνάμεις περιλαμβάνονται οι εργαζόμενοι, αυτοαπασχολούμενοι, μικρομεσαίοι αγρότες, μικροεπιχειρηματίες και άλλα λαϊκά στρώματα, που υφίστανται τις αρνητικές συνέπειες των μνημονίων, καθώς και εκείνοι που παίρνουν θετική στάση στις προοδευτικές αλλαγές που χρειάζεται η κοινωνία.
Η συγκεκριμένη δυνατότητα συμπαράταξης αποκτά «εν δυνάμει» «αντιμονοπωλιακή» αιχμή (κατά μεγάλου κεφαλαίου και των πολυεθνικών), καθώς επίσης «αντιϊμπεριαλιστική» (κατά της ευρωζώνης και των ΗΠΑ). Έχει παράλληλα βαθύ δημοκρατικό και πατριωτικό περιεχόμενο, διότι συνδέεται με την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας, της ιστορικής-πνευματικής κληρονομιάς και αξιοπρέπειας του ελληνική λαού. Η προσπάθεια καπηλείας από ακροδεξιά μορφώματα τύπου «Εθνική Ενότητα» και πολύ περισσότερο από τα φασιστοειδή της «Χ.Α.», των παραπάνω ιδεών και αξιών, διευκολύνεται ως ένα βαθμό από τη στάση ορισμένων δυνάμεων της Αριστεράς («δεξιάς» ή «αριστερής» απόκλισης) που καλλιεργούν είτε έναν αφηρημένο (αταξικό) «ευρωπαϊμό» που φθάνει τα όρια της «ευρωλαγνείας» χαρακτηρίζοντας κάθε υπεράσπιση του εθνικού και πατριωτικού ως «εθνική αναδίπλωση» και «εθνο-απομονωτισμό», είτε απορρίπτουν κάθε «πατριωτικό» και «εθνικό» και το αντιπαραθέτουν προς το «ταξικό» και «διεθνιστικό». Πρόκειται για βαθιά λαθεμένες θεώρησης που παραχωρούν ιδεολογικό και πολιτικό έδαφος σε αντιδραστικές εκφάνσεις του αστικού «εθνικισμού» και «κοσμοπολιτισμού», που είναι σύμφυτοι στη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος.
5.Ο δρόμος υπέρβασης των εθνικών διαφορών
Η ανάδειξη του ταξικού χρέους των εργαζόμενων κάθε χώρας, για την ανατροπή του καπιταλισμού και ταυτόχρονα η ανάπτυξη της διεθνιστικής αλληλεγγύης μεταξύ λαών και εργαζόμενων, τόσο εντός της ΕΕ όσο και σε όλο τον κόσμο, αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση υπέρβασης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Όπως σημειώνει ο Λένιν, «ο διεθνισμός στην πράξη είναι ένας και μόνο ένας: Η ολόψυχη δουλειά για την ανάπτυξη επαναστατικού κινήματος και επαναστατικού αγώνα στην ίδια σου τη χώρα, την υποστήριξη (με προπαγάνδα, ηθικά, υλικά) ενός τέτοιου αγώνα, μιας τέτοιας γραμμής, αυτής και μόνο, σε όλες χωρίς εξαίρεση τις χώρες».[11]
Ωστόσο ακόμα και με τη μετάβαση στο σοσιαλισμό, δεν σημαίνει ότι αυτόματα θα προκύψει εξάλειψη των εθνικών διαφορών. Η υπέρβαση των εθνών όπως τόνιζε με διορατικότητα ο Λένιν, «θα γίνει μέσα από την άνθιση και την προσέγγιση των εθνών». Δηλαδή στην πορεία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, πολλά στοιχεία της εθνικής συνείδησης θα αλλάξουν, ενώ βαθμιαία θα συντελείται και η ταξική ομοιογένεια. Από την άλλη χρειάζονται πολλά χρόνια εμπέδωσης της ισότιμης συνεργασίας και φιλίας μεταξύ χωρών και λαών, σε συνδυασμό με την καλλιέργεια της διεθνιστικής αλληλεγγύης και του πατριωτισμού, ώστε βαθμιαία να επιτευχθεί η δημιουργία της παγκόσμιας κοινότητα λαών και εργαζόμενων.
6.Το «Μακεδονικό» και η φερέγγυα λύση του
Ανατρέχοντας την εμπειρία της τελευταίας 25ετίας, διαπιστώνουμε ότι ο χειρότερος σύμβουλος για την επίλυση του θέματος είναι: πρώτον, ο εθνικισμός, κυρίως από την πλευρά της FYROM και δεύτερον, η υποταγή των κυρίαρχων ελίτ των δύο χωρών στα κελεύσματα των ιμπεριαλιστών. Επί πλέον από πλευράς FYROM υπάρχει προκλητική παραχάραξη της ιστορίας στη βάση της οποίας καλλιεργείται ο αλυτρωτισμός και έμμεσα η αμφισβήτηση των συνόρων. Κατά συνέπεια προβάλει το ερώτημα σε ποια βάση μπορεί να υπάρξει βιώσιμο και φερέγγυα λύση;
Το πρώτο και βασικό, είναι να σταματήσει η FYROM και οι ηγέτες της, να πλαστογραφούν την ιστορία. Η διεκδίκηση ιστορικής συνέχειας της αρχαίας Μακεδονίας του Φιλίππου και Μ.Αλεξάνδρου με τη σημερινή FYROM, είναι απαράδεκτη. Οι σλάβοι ήλθαν στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας μια χιλιετηρίδα αργότερα, από την περίοδο του βασιλείου των Μακεδόνων. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει πεδίο διαπραγμάτευσης για την ιστορική-πνευματική κληρονομιάς που ανήκει αποκλειστικά στην Ελλάδα.
Το δεύτερο ζήτημα, που ουσιαστικά είναι παράγωγο του πρώτου, είναι οι «αλλυτρωτικές» αντιλήψεις που προβάλουν οι ηγέτες της FYROM και οι οποίες βρίσκουν έκφραση στο Σύνταγμα, στο σύστημα εκπαίδευσης, στα σύμβολα και στη γενικότερη κουλτούρα που καλλιεργούν, σηματοδοτώντας έμμεσα εδαφικές διεκδικήσεις και επαναχάραξη συνόρων, λειτουργώντας ως παράγοντας έντασης και αστάθειας στην περιοχή.
Το τρίτο ζήτημα είναι, η αναζήτηση μιας ονομασίας, κοινά αποδεκτής για πάσα χρήση, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό και προς κάθε κατεύθυνση (erga omnes). Μια ονομασία τύπου «δημοκρατία Βαρδάρη» ή «δημοκρατία Δαρδανίας», θα ήταν η καταλληλότερη. Ωστόσο θα μπορούσε να ήταν και μια σύνθετη ονομασία στη σλαβόφωνη γλώσσα τους, πχ. «γκόρναμακεδόνια», ή «Νοβαμακεδόνια». Οι εμμονές για καθαρή αναφορά της λέξης «Μακεδονία» στην επίσημη ονομασία, δείχνει επιμονή σε αλλυτρωτικές επιδιώξεις.
Το τέταρτο στοιχείο είναι, η επίτευξη λύσης ως αποτέλεσμα της απ’ ευθείας συμφωνίας μεταξύ Ελλάδα-FYROM και της εδραίωσης ισότιμων και αμοιβαία επωφελών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, στη βάση των αρχών της καλής γειτονίας, της ισότιμης συνεργασίας και σεβασμό του διεθνούς δικαίου, χωρίς την αναγκαστική σύνδεση της με ένταξη στο ΝΑΤΟ και ΕΕ. Οι επιλογές αυτές εξυπηρετούν μόνο συμφέροντα των Αμερικανών-Νατοϊκών και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών και είναι παράγοντας γεωπολιτικής αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης.
Η αντίληψη ότι μια μικρή χώρα, δεν μπορεί να μας απειλή με το όποιο όνομα της, είναι αφελής διότι δεν υπολογίζει, ότι δοθείσης ευκαιρίας, μπορεί να λειτουργήσει, με τη στήριξη άλλων, ως μοχλός πίεσης σε βάρος της χώρας, λαμβάνοντας ως αντιπαροχή την ικανοποίηση «αλυτρωτικών» επιδιώξεων. Το ίδιο είναι αβάσιμη και η άποψη, ότι στο διάβα του χρόνου με το ανακάτεμα των εθνοτήτων στα Βαλκάνια, είναι εξωπραγματικό οι σημερινοί έλληνες να θεωρούνται γνήσιοι συνεχιστές των αρχαίων Μακεδόνων. Όμως η ιστορική-πνευματική κληρονομιά, δεν γίνεται με όρους βιολογικούς (DNA), αλλά με όρους ιστορικο-κοινωνικούς. Κατά συνέπεια είναι αβάσιμη η οποιαδήποτε η αμφισβήτηση της ελληνικής-ιστορικής κληρονομίας της αρχαίας Μακεδονίας.
Από την άλλη, ποικιλώνυμοι εκπρόσωποι δυνάμεων του μνημονιακού τόξου που προβάλλουν ως «ελληναράδες πατριώτες», αποκρύπτουν ένα υφέρποντα εθνικισμό και συγκαλύπτουν τις ιστορικές τους ευθύνες για την «εξαέρωση» της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας και την υποταγή της χώρας στην ευρωζώνη και ΕΕ, στο ΝΑΤΟ και στις ΗΠΑ. Άρα οι αντιδράσεις και οι κινητοποιήσεις δεν πρέπει να θολώνονται από τον «καπνό» ενός κούφιου εθνικο-πατριωτισμού, αλλά με βάση τα πραγματικά λαϊκά συμφέροντα, με την απαλλαγή από την ιμπεριαλιστική επιτροπεία, τη διασφάλιση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας και της ισότιμης συνεργασίας μεταξύ χωρών.
Τέλος δεν πρέπει να μας διαφύγει η προσπάθεια διαφόρων κέντρων, να φουσκώνουν τα πανιά των εθνικιστικών και λαϊκίστικων αντιλήψεων, λειτουργώντας αποπροσανατολιστικά στη σωστή θεώρηση του προβλήματος και διεκδίκησης μιας φερέγγυας και βιώσιμης λύσης πραγματικά πατριωτικής, σε όφελος του ελληνικού λαού, του λαού της FYROM και των γειτονικών λαών της Βαλκανικής και της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Ευρώπης.
7.2.18
[1] Ο βασικό κορμός του κειμένου αποτελεί εισήγηση στην εκδήλωση του ΜΑΧΩΜΕ την 19ην Απρίλη 2016 με θέμα: «Εθνικό-Πατριωτικό-Ταξικό-Διεθνιστικό: Θεωρητικές προσεγγίσεις και πολιτικές προεκτάσεις». Η διάσταση του «Μακεδονικού» προστέθηκε σε αυτό το άρθρο.
[2]. Ο Αισχύλος, με αφορμή τη μάχη της Σαλαμίνας (480 πχ) στην οποία πήρε μέρος, γράφει στην τραγωδία του «Οι Πέρσες»: «Ω παίδες Ελλήνων ίτε, Ελευθερούτε Πατρίδα, ελευθερούτε δε παίδας, Γυναίκας, Θεών τε Πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων, νυν υπέρ πάντων αγών». (μετάφραση). «Ω τέκνα των Ελλήνων προχωρείτε. Ελευθερώστε την Πατρίδα, τους παίδας, τας γυναίκας, τους ναούς των πατρώων Θεών, τους τάφους των προγόνων. Τώρα υπεράνω όλων ο αγών».
[3]. Β.Ι.Λένιν, «Άπαντα», τομ. 37, σελ.190.
[4]. Φ.Ένγκελς, «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», Άπαντα Κ.Μαρξ-Φ.Ένγκελς, τομ.21, σελ. 104, ρωσ. έκδοση
[5]. Κ.Μαρξ-Φ.Ένγκελς, «Άπαντα», τομ.4, σελ. 428, ρωσ. έκδοση
[6]. Κ.Μαρξ-Φ.Ένγκελς, «Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδ. «Α.Παπακώστα», Αθήνα, 1963, σελ. 60.
[7]. K.Marx, «Letter of 29 November 1869», Collected Works. Τομ. 43 (Μόσχα: International Publishers, 1987), σελ.390-91
[8]. Β.Ι.Λένιν, «Η σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση – Θέσεις», Μαρξιστική Σκέψη, τεύχος 19, Μάρτιος 2016, σελ.19-30, Αθήνα.
[9]. Β.Ι.Λένιν, «Κριτικά σημειώματα για το εθνικό ζήτημα», «Άπαντα», τομ. 24, σελ. 123
[10]. Β.Ι.Λένιν, «Άπαντα», τόμος 36, σελ, 328.
[11]. Β.Ι.Λένιν, Άπαντα, τομ. 31, σελ. 170