Οι φετινές φοιτητικές εκλογές διεξήχθησαν σε μία ιδιαίτερη συγκυρία για τα πανεπιστήμια, στην οποία συμπυκνώνονται δύο αντιφατικά στοιχεία. Από τη μία πλευρά, οι εκλογές έγιναν στον απόηχο των μεγαλύτερων φοιτητικών κινητοποιήσεων εδώ και 17 χρόνια, της μεγάλης μάχης ενάντια στην ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Από την άλλη, ένας νέος γύρος επίθεσης σε βάρος της φοιτητικής νεολαίας έχει ήδη ξεκινήσει, με τις κινήσεις επιτάχυνσης της εγκατάστασης συστημάτων επιτήρησης, αλλά και τις εκδικητικές πρακτικές από ένα αντιδραστικό τμήμα των διοικήσεων, είτε με την μορφή της απώλειας εξεταστικών, είτε των πειθαρχικών διώξεων σε βάρος αγωνιστών φοιτητών. Άλλωστε, ο συσχετισμός στα πανεπιστήμια δεν μένει ανεπηρέαστος από τον ευρύτερο πολιτικό συσχετισμό, που είναι ιδιαίτερα δυσμενής για τις λαϊκές τάξεις.
Τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών συμπυκνώνουν αυτή την αντιφατικότητα και επιβεβαιώνουν πολιτικά συμπεράσματα που είχαν εξαχθεί ήδη από την περίοδο των φοιτητικών κινητοποιήσεων. Η συμμετοχή στις φοιτητικές εκλογές σημειώνει πτώση. Οι κινητοποιήσεις δεν οδήγησαν σε άνοδο της συμμετοχής, έτσι ώστε να αποκρυσταλλωθεί με πολιτικούς όρους η αποδοκιμασία απέναντι στην κυβερνητική πολιτική. Ωστόσο, εξακολουθούν να αποτελούν την πιο μαζική συνδικαλιστική εκλογική διαδικασία, παρά την μεγάλη υποχώρηση και την αποδιάρθρωση των οργανωμένων μηχανισμών των καθεστωτικών παρατάξεων, αλλά και παρότι σε πολλές σχολές της περιφέρειας, ιδιαίτερα σε όσες έχουν ιδρυθεί την τελευταία δεκαετία, υπάρχει πολύ σοβαρή αποδιάρθρωση – έως και ανυπαρξία – του φοιτητικού συνδικαλισμού.
Το βασικό συμπέρασμα που βγαίνει από τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών είναι ότι η κυβερνητική πολιτική διαθέτει ελάχιστα ερείσματα μέσα στους φοιτητές. Αυτό είχε φανεί και κατά την διάρκεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, όπου η αντίθεση των φοιτητών απέναντι σε αυτά ξεπερνούσε το 80%. Τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών επιβεβαιώνουν με ακόμα ισχυρότερο τρόπο το γεγονός αυτό. Η ΔΑΠ λαμβάνει λιγότερες ψήφους σε απόλυτα μεγέθη και σημειώνει ελαφρή πτώση σε ποσοστά, ενώ συσπειρώνει μόνο μία πολύ μικρή μειοψηφία στο σύνολο των φοιτητών. Τα αποτελέσματα της ΔΑΠ είναι ακόμα πιο αρνητικά για την ίδια, αν ληφθεί υπόψη ότι πρόκειται για μια περίοδο μετά από μια μεγάλη όξυνση στα πανεπιστήμια. Σε τέτοιες περιόδους συνήθως ένα τμήμα της «σιωπηλής μειοψηφίας» που δεν εκφράζεται μέσα από τις συνελεύσεις, οι συντηρητικοί φοιτητές, εκφράζονταν μέσα από τις φοιτητικές εκλογές. Από όλα τα παραπάνω αναδεικνύεται ότι η κυβέρνηση δεν διαθέτει δυναμική στο φοιτητικό σώμα και αυτό την οδηγεί να επενδύει σχεδόν αποκλειστικά στις αντιδραστικές διοικήσεις των πανεπιστημίων και στην αστυνομία. Αντίστοιχα, η ΠΑΣΠ, η οποία κράτησε μία ενδιάμεση θέση για το θέμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων που συμπυκνωνόταν στην αντίθεση στην ίδρυσή τους ταυτόχρονα με την αντίθεση στις καταλήψεις, παρέμεινε σταθερή. Έτσι, συνολικά οι δυνάμεις που ταυτίζονται με την γενικότερη αστική πολιτική έχουν πολύ μικρή οργανωμένη επίδραση μέσα στους φοιτητές. Αποτυπώνεται επιπλέον ότι υπάρχει εξαιρετικά περιορισμένη απήχηση στις νεότερες ηλικίες του ευρύτερου νεοφιλελεύθερου – συντηρητικού ρεύματος, όπως εκφράζεται σήμερα από τη Ν.Δ., αλλά και τις βασικές τάσεις του ΠΑΣΟΚ.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η αριστερά δεν πέτυχε να μετασχηματίσει την αντίθεση απέναντι στην κυβερνητική πολιτική και γενικότερα στις κρατικές ρυθμίσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση σε ενεργητική πολιτική συμμετοχή και να σπάσει το φράγμα της σχετικής απάθειας και αδιαφορίας. Μετά από τις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις των τελευταίων δεκαετιών, οι εκλογικές επιδόσεις της αριστεράς εμφανίζουν σχετική μείωση. Στο γεγονός αυτό έπαιξε ρόλο η πολύ καθυστερημένη διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών (και για αυτό η ΔΑΠ και η ΠΑΣΠ επεδίωξαν οι φοιτητικές εκλογές να γίνουν σε αυτή την ημερομηνία). Ωστόσο, η κύρια αιτία είναι η αδυναμία της αριστεράς να υλοποιήσει μία ενωτική πολιτική που να προβάλει μία θετική πρόταση στην πλειοψηφία των φοιτητών.
Έτσι, σε απόλυτα μεγέθη, οι ψήφοι που έλαβε η αριστερά στις φοιτητικές εκλογές μειώνονται σε σχέση με τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών του 2023. Η μείωση αυτή οφείλεται στην πτώση σε απόλυτα μεγέθη και σε ποσοστό της ΠΚΣ και των δυνάμεων που προέρχονται από τη ριζοσπαστική αριστερά και δορυφοροποιήθηκαν σε αυτή. Η ΠΚΣ διατηρεί την πρώτη θέση πανελλαδικά, ωστόσο η ψαλίδα μεταξύ αυτής και της ΔΑΠ μειώνεται, ενώ έχει απωλέσει τις πρώτες θέσεις σε σημαντικά ιδρύματα, όπως στο ΑΠΘ, ή τις καταλαμβάνει με οριακή διαφορά, όπως στο ΕΚΠΑ.
Όλες οι δυνάμεις που εντάσσονται στο χώρο των ΕΑΑΚ, της ΑΡΕΝ και του ΑΡΔΙΝ, ή προέρχονται από το χώρο των ΕΑΑΚ, αθροιστικά καταγράφουν απόλυτο αριθμό ψήφων στα ίδια επίπεδα με το 2023 και αξιοσημείωτη ποσοστιαία άνοδο, ωστόσο, ο γενικευμένος κατακερματισμός και η διαλυτοποίηση δεν επέτρεψαν να αποτυπωθεί στο πραγματικό του εύρος ένα ισχυρό ριζοσπαστικό ρεύμα στους φοιτητικούς συλλόγους, ανάλογο με τη συμμετοχή τους στις κινητοποιήσεις του χειμώνα του 2024.
Στα θετικά στοιχεία του αποτελέσματος των φοιτητικών εκλογών προσμετράται ότι οι αριστερές δυνάμεις εξακολουθούν να διατηρούν ευρεία πλειοψηφία στα περισσότερα διοικητικά συμβούλια των φοιτητικών συλλόγων σε πανελλαδική κλίμακα. Ενισχύεται έτσι το συμπέρασμα ότι μέσα στα πανεπιστήμια καταγράφεται ένα μειοψηφικό αλλά ισχυρό ρεύμα αντίθεσης στις κυρίαρχες πολιτικές κατευθύνσεις. Τα αποτελέσματα αυτά συγκλίνουν με τα συμπεράσματα που έχουν εξαχθεί από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις. Επιβεβαιώνεται ότι ενεργό στις πολιτικές διαδικασίες είναι ένα κατά βάση αριστερόστροφο, προοδευτικό τμήμα της φοιτητικής νεολαίας, το οποίο δίνει και τον πολιτικό τόνο, υπάρχει όμως και ένα άλλο, ευρύτερο τμήμα, το οποίο απέχει από αυτές.
Από την άλλη πλευρά, οι αυτοτελείς καταγραφές των δυνάμεων της αριστεράς αποτυπώνουν σημαντικά προβλήματα, τα οποία επιδρούν αρνητικά στην ενεργητική συμμετοχή των φοιτητών. Παρότι η αποδοκιμασία της κυβερνητικής πολιτικής ευρύτερα, αλλά και των μέτρων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (ιδιωτικά πανεπιστήμια, διαγραφές, αυταρχικές ρυθμίσεις κ.λπ.) είναι ευρεία, παρότι η κυβερνητική νεολαία δεν δείχνει καμία τάση ανασυγκρότησης παρά την παραμονή της ΝΔ στην κυβερνητική εξουσία επί πέντε ήδη χρόνια, οι φετινές εκλογές αναδεικνύουν τις δυσκολίες στη συγκρότηση ενός αντίπαλου πόλου στην κυβερνητική πολιτική, ο οποίος θα έχει τη δυνατότητα συντονισμένης πολιτικής πρακτικής για την αναχαίτιση της επίθεσης απέναντι στο δημόσιο πανεπιστήμιο και στο φοιτητικό κίνημα.
Σε ό,τι αφορά στην ΠΚΣ, υπάρχουν δύο λόγοι για την κάμψη της α) φαίνεται ότι η συμμετοχή στις φοιτητικές κινητοποιήσεις της παρήγαγε σχετική φθορά αντί για ενίσχυση και αυτό, παρότι οι πολλαπλές αποχωρήσεις από το μπλοκ των ΕΑΑΚ αποδυνάμωσαν τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς και έτσι ευνοούσαν την ανάπτυξη της ΠΚΣ. Η συμμετοχή της στις κινητοποιήσεις απομάκρυνε ένα τμήμα ψηφοφόρων που εκφράζονταν εκλογικά από την ΠΚΣ τα προηγούμενα χρόνια λόγω της απεύθυνσής της με ένα πιο συντηρητικό πολιτικό λόγο, οι οποίοι απωθούνται από τις οξυμένες κινηματικές διαδικασίες και ιδιαίτερα από αναβαθμισμένες μορφές πάλης, όπως οι καταλήψεις β) οι διαρκείς τριβές, εντάσεις και επιθέσεις σε άλλες δυνάμεις της αριστεράς, με τις οποίες συνυπήρχε στις κινητοποιήσεις, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε το τέλος των κινηματικών διαδικασιών, είχε σαν αποτέλεσμα απώλειες προς τα αριστερά ή προς την αποχή. Είναι ένα ερώτημα κατά πόσο το εκλογικό αποτέλεσμα θα καταστήσει πιο επιφυλακτική την ΠΚΣ απέναντι στο ενδεχόμενο μελλοντικών κινητοποιήσεων, αλλά και αν η ΠΚΣ θα συνεχίσει την πολιτική των εντάσεων απέναντι σε άλλες δυνάμεις, ή θα ακολουθήσει την αναγκαία ενωτική πολιτική για την αντιμετώπιση της οξείας κυβερνητικής επίθεσης.
Από την άλλη πλευρά, οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής φοιτητικής αριστεράς έχασαν στις φετινές φοιτητικές εκλογές μια μεγάλη ευκαιρία να αναδειχθούν σε πόλο συσπείρωσης του αγωνιστικού δυναμικού στις σχολές. Αυτό δεν είναι αρνητικό μόνο για τις ίδιες, αλλά συμπαρασύρει ευρύτερα τον συσχετισμό στα πανεπιστήμια. Τη φετινή χρονιά συντελέστηκε μία τριπλή αποχώρηση από το χώρο των ΕΑΑΚ, του ιστορικού δικτύου της ριζοσπαστικής αριστεράς, με σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις. Το εύρος των επιπτώσεων είναι προφανές από την απλή ανάγνωση των αποτελεσμάτων. Όπως προαναφέρθηκε, αθροιστικά, οι δυνάμεις που συγκροτούσαν τον χώρο των ΕΑΑΚ και της ΑΡΕΝ, παρά τον πολυκατακερματισμό, συγκρατούν τις δυνάμεις τους σε απόλυτο αριθμό ψήφων. Εάν οι κατευθύνσεις κατακερματισμού δεν είχαν εκφραστεί, τα αποτελέσματα θα είχαν ποιοτική διαφορά και θα αναδείκνυαν τη ριζοσπαστική αριστερά σε ακόμα ισχυρότερο πόλο μέσα στο φοιτητικό κίνημα. Μια τέτοια εξέλιξη θα άλλαζε τα δεδομένα και για τον ευρύτερο πολιτικό συσχετισμό στις σχολές. Αποδεικνύεται, έτσι, ότι οι διασπαστικές κινήσεις λειτουργούν υπονομευτικά για το φοιτητικό κίνημα.
Σε ό,τι αφορά στα ΕΑΑΚ, κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον κύριο όγκο των δυνάμεων της εκλογικής συνεργασίας ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ σε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Παρά τις διαδοχικές αποχωρήσεις, παρά το γεγονός ότι μία εξ αυτών συντελέστηκε τέσσερις μέρες πριν τις φοιτητικές εκλογές με πολύ αρνητική μεθοδολογία, τα ΕΑΑΚ αναδεικνύονται σε τέταρτη δύναμη, με μικρή διαφορά από την τρίτη και αποτελούν – μακράν του επόμενου – τον αδιαμφισβήτητο δεύτερο πόλο της αριστεράς στις σχολές. Μία σειρά ποιοτικά στοιχεία, όπως η συμμετοχή χιλιάδων φοιτητών στα ψηφοδέλτια των σχημάτων που συμμετέχουν στα ΕΑΑΚ, η παρέμβαση σε περισσότερους φοιτητικούς συλλόγους από κάθε άλλη φορά, το γεγονός ότι καταλαμβάνουν την πρώτη θέση σε μια σειρά σχολές και ιδρύματα, με πιο εμβληματικό το Πολυτεχνείο Κρήτης, αλλά και το Πανεπιστήμιο Κρήτης, το γεγονός ότι σε αρκετές σχολές διαθέτουν απόλυτη πλειοψηφία στα νέα διοικητικά συμβούλια, πιστοποιούν ότι θα αποτελέσουν το βασικό φορέα συσπείρωσης της ριζοσπαστικής αριστεράς τα επόμενα χρόνια. Αντίθετα, τα εκλογικά αποτελέσματα, ποσοτικά και ποιοτικά, δείχνουν ότι οι όποιες διασπαστικές απόπειρες, εάν κατορθώσουν να συντηρηθούν, θα μπορούν να απευθυνθούν σε ένα πολύ μικρό τμήμα ριζοσπαστικοποιημένων φοιτητών. Την επόμενη χρονιά θα απαιτηθεί μια διαδικασία ανασυγκρότησης για τα σχήματα και το δίκτυο των ΕΑΑΚ, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες συνθήκες που δημιούργησαν οι επιλογές των δυνάμεων που έχουν την πολιτική ευθύνη του πολυκατακερματισμού.
Παρότι τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών εξακολουθούν και αποτυπώνουν έναν αντικυβερνητικό πολιτικό συσχετισμό, η επόμενη περίοδος θα είναι κρίσιμη για τις σχολές και το φοιτητικό κίνημα. Και αυτό γιατί, ενώ οι κινηματικές – ριζοσπαστικές δυνάμεις απασχολούνται με ταυτοτικά, δευτερεύοντα ζητήματα, ή υλοποιούν σεκταριστικές κατευθύνσεις ή επιλογές ενσωμάτωσης στη ρεφορμιστική αριστερά, η κυβερνητική στρατηγική παραμένει ιδιαίτερα επιθετική. Η κυβέρνηση, εάν δεν αποδοκιμαστεί ισχυρά στις ευρωεκλογές, θα επιταχύνει τις προσπάθειες εφαρμογής πολύ επιθετικών μέτρων, που στοχεύουν να τροποποιήσουν αποφασιστικά την κατάσταση μέσα στις σχολές. Οι αυταρχικές ρυθμίσεις, τα συστήματα επιτήρησης που αντιστοιχούν μόνο σε φυλακές υψίστης ασφαλείας, η κανονικοποίηση των εισβολών της αστυνομίας μέσα στα πανεπιστήμια, οι πειθαρχικές διώξεις, αλλά και το γεγονός ότι πλησιάζει ο τυπικός χρόνος εφαρμογής των διαγραφών, θέτουν συγκεκριμένα καθήκοντα για τις δυνάμεις του φοιτητικού κινήματος, στα πλαίσια ενός δυσμενή συσχετισμού. Οι δυνάμεις της αριστεράς θα κριθούν από τις επιλογές τους στις μάχες που έρχονται και από το πόσο μπορούν να προωθήσουν μία αγωνιστική και ταυτόχρονα ενωτική πολιτική που να συμβάλει στην κινητοποίηση μίας μεγάλης μερίδας των φοιτητών.
Π.Γ. ΛΑΕ -ΑΑ 27.5.2024