των Σάββα Γ. Ρομπόλη & Βασιλείου Μπέτση
Στις δυσοίωνες δημογραφικές προβολές της Eurostat για την χώρα μας, έρχεται να προστεθούν και οι δυσοίωνες οικονομικές και κοινωνικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Στις νέες δημογραφικές προβολές της Eurostat (Europop 2023) αποτυπώθηκαν οι δυσμενέστερες πληθυσμιακές προοπτικές της χώρας μας. Ειδικότερα, στις δημογραφικές προβολές του 2019 η Eurostat προέβλεπε ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας μέχρι το 2070 θα μειώνονταν σε 8,6 εκατ. κατοίκους από 10,7 εκατ. κατοίκους που ήταν το 2019 (μείωση 19,7%). Επίσης, προέβλεπε ότι ο δείκτης εξάρτησης των ηλικιωμένων (άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών προς τα άτομα ηλικίας 15 – 64 ετών) θα αυξάνονταν από 34,6% το 2019 στο 60% το 2070.
Στις επικαιροποιημένες δημογραφικές προβολές που εκπονήθηκαν τέσσερα χρόνια μετά (2023) (Απρίλιος 2023, Europop 2023), η Eurostat προβλέπει ότι ο πληθυσμός της χώρας μας θα μειωθεί από 10,435 εκατ. κατοίκους το 2022 σε 7,8 εκατ. κατοίκους το 2070 (μείωση 31%). Δηλαδή, από μείωση 20% που προέβλεπε στις δημογραφικές προβολές του 2019, στις επικαιροποιημένες προβολές του 2023, προβλέπει μείωση του πληθυσμού της χώρας μας κατά 31% (Διάγραμμα).
Αντίστοιχα ο δείκτης εξάρτησης των ηλικιωμένων θα αυξηθεί από 36% το 2023 σε 61% μέχρι το 2070. Σ’ αυτές τις δυσοίωνες δημογραφικές προβολές της Eurostat για την χώρα μας, έρχεται να προστεθούν και οι δυσοίωνες οικονομικές και κοινωνικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις υποθέσεις εργασίας που θα χρησιμοποιηθούν για την εκτίμηση της βιωσιμότητας των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των χωρών της Ευρώπης (Ageing Working Group 2024), λαμβάνει υπόψη ότι η μέση μακροχρόνια αύξηση του ΑΕΠ την περίοδο 2022 – 2070 θα είναι 1,1%, μειωμένη σε σχέση με την πρόβλεψη της αντίστοιχης έκθεσης του 2021 (Ageing Working Group 2021) όπου προέβλεπε ότι η μέση μακροχρόνια αύξηση του ΑΕΠ θα ήταν 1,2%. Δηλαδή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία της περιόδου 2020-2023 θεωρεί ότι μετά την συγκεκριμένη τριετία οι μακροχρόνιες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας επιδεινώνονται σε σχέση με την έκθεση του AWG 2021.
Επίσης, στις υποθέσεις εργασίας για τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, ενώ στην έκθεση του 2021, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμούσε ότι το 2070 τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης θα αυξηθούν από τα 67 έτη στα 71 έτη, στην αντίστοιχη έκθεση του έτους 2024 αναθεωρεί αυτή την πρόβλεψη για αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών στα 72,5 έτη. Μάλιστα, στις προβολές που διεξάγει το Ageing Working Group για την κανονική ηλικία συνταξιοδότησης στη χώρα μας, θεωρεί ότι μέχρι το 2030 η ηλικία συνταξιοδότησης θα έχει αυξηθεί κατά δύο έτη από τα 67 έτη στα 69 έτη ηλικίας.
Η χώρα μας με αυτές τις αυξήσεις στο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης θα είναι η χώρα με το μεγαλύτερο όριο συνταξιοδότησης στην Ευρώπη μέχρι το 2030 και η δεύτερη μέχρι το 2070 πίσω μόνο από την Δανία που εκτιμάται ότι το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης θα αυξηθεί μέχρι το 2070 στα 74 έτη. Στην τρίτη θέση θα είναι η Ιταλία με όριο ηλικίας συνταξιοδότησης τα 71 έτη και μετά όλες οι υπόλοιπες χώρες θα έχουν όρια ηλικίας συνταξιοδότησης το πολύ μέχρι τα 69 έτη. Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί, όπως εξάλλου επισημαίνεται στην έκθεση, ότι στις χώρες που παρατηρείται η αύξηση του κανονικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης έχει νομοθετηθεί η σύνδεση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής.
Από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι 10 έχουν συνδέσει τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής (Ελλάδα, Ιταλία, Εσθονία, Κύπρος, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Δανία, Φιλανδία και Σουηδία). Στις υπόλοιπες 17 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν έχει νομοθετηθεί η σύνδεση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής, τα όρια ηλικίας κανονικής συνταξιοδότησης δεν υπερβαίνουν τα 65 ή τα 67 έτη μέχρι και το 2070.
Κατά συνέπεια, οι νέες γενιές στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα εργάζονται κατά έξι έτη περισσότερο προκειμένου να λάβουν σύνταξη, σ’ ένα όμως δυσοίωνο και αβέβαιο εργασιακό περιβάλλον στο οποίο οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης θα είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Σ’ αυτό το περιβάλλον θα είναι αντικειμενικά αρκετά δύσκολο ο ασφαλισμένος να συγκεντρώσει τις απαιτούμενες ημέρες ασφάλισης προκειμένου να θεμελιώσει δικαίωμα κανονικής πλήρους συνταξιοδότησης, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το βιοτικό επίπεδο των νέων γενεών και των νέων συνταξιούχων στην χώρα μας.
Σάββας Γ. Ρομπόλης, Ομότιμος Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειος Γ. Μπέτσης, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου