Το κείμενο που ακολουθεί είναι η παρέμβαση της Μαριάνας Τσίχλη στην συγκέντρωση της ΛΑΕ-ΑΑ στις 18 Δεκεμβρίου 2023 στο θέατρο Αλφα
Για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση, διαμορφώνεται ένας συσχετισμός που δίνει πολύ σημαντικό προβάδισμα στη ΝΔ και την καθιστά κυρίαρχο πόλο του πολιτικού σκηνικού. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη υπήρξε η μόνη κυβέρνηση στην μεταπολιτευτική ιστορία που, αντί να εισπράξει φθορά, ενισχύθηκε, με ταυτόχρονη αποδιάρθρωση της αντιπολίτευσης. Η συνολική εκλογική επίδοση της δεξιάς και της ακροδεξιάς στις βουλευτικές εκλογές σε απόλυτους αριθμούς ήταν η καλύτερη που έχει καταγράψει από το 2007, ενώ ο κύριος όγκος των σωρευτικών απωλειών του ΣΥΡΙΖΑ στράφηκε δεξιότερα, είτε προς τη ΝΔ, είτε προς το ΠΑΣΟΚ, ή και προς την αποχή. Η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ διευρύνθηκε μεταξύ των εκλογικών μαχών και, στη συνέχεια, η επιρροή του φυλλορροεί ταχύτατα.
Αποτυπώνεται έτσι μία διεργασία εξελισσόμενης συντηρητικοποίησης, αποδυνάμωσης κάθε αντιπολίτευσης – ακόμα και της συστημικής – και ήττας της αριστεράς, με την ευρύτερη έννοια.
Η αποδιάρθρωση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να αποτελέσει έναν νέο πόλο δικομματικής εναλλαγής, σχετίζεται με το γεγονός ότι όλες οι μερίδες του κεφαλαίου συσπειρώνονται γύρω από την πολιτική που ασκεί η ΝΔ, με αποτέλεσμα την στήριξή της, χωρίς αντιφάσεις. Αυτό που εμπειρικά παρατηρούμε, μεταξύ άλλων μέσω της στήριξης όλων των συστημικών ΜΜΕ στην κυβέρνηση, ερμηνεύεται από τα αποτελέσματα της πολιτικής της, που ενισχύουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την οικονομική, κοινωνική και πολιτική εξουσία της ολιγαρχίας, ενώ, την ίδια στιγμή, πλήττουν τα λαϊκά στρώματα.
Παρότι δεν πρόκειται για έναν πλήρως σταθεροποιημένο συσχετισμό, δίνει – έστω και προσωρινά – τη δυνατότητα στη ΝΔ να εφαρμόσει επιταχυνόμενα ένα πολύ επιθετικό πρόγραμμα σε όλα τα επίπεδα.
Όψη της πολιτικής αυτής είναι η κάθε μορφής διευκόλυνση των ισχυρότερων τμημάτων του κεφαλαίου. Είναι ενδεικτική η πλήρης απελευθέρωση της ασυδοσίας των κολοσσών της ενέργειας με την επαναφορά της ρήτρας αναπροσαρμογής και μέσω των χρωματιστών τιμολογίων, που θα έχει ως αποτέλεσμα τον κίνδυνο ενεργειακής φτώχειας για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, η άνοδος του πληθωρισμού σε βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης που πρωτίστως σχετίζεται με τη διατήρηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων σε υψηλά επίπεδα, η στεγαστική κρίση που είναι αποτέλεσμα του αναπτυξιακού υποδείγματος της υπερτουριστικοποίησης. Αλλά και η πλήρης άρση περιβαλλοντικών προστατευτικών ρυθμίσεων, οι ιδιωτικοποιήσεις, ο ακόμα μεγαλύτερος περιορισμός του κράτους πρόνοιας που οδηγεί, μεταξύ άλλων, σε ραγδαία υποβάθμιση του συστήματος υγείας. Ειδική σημασία έχει η συνέχεια του πολέμου της ΝΔ απέναντι στη νεολαία, όπως αποτυπώνεται με τις εξαγγελίες για άμεση νομοθέτηση της δυνατότητας ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, μέσα στο Γενάρη, κατά παράκαμψη του συντάγματος. Ταυτόχρονα, εφαρμόζονται μέτρα ευρύτερης αυταρχικής θωράκισης με τους νέους ΠΚ, αλλά και στεγανοποίησης του πολιτικού σκηνικού, με βάση τα οποία η Ν.Δ. ήδη επιχειρεί να διαμορφώσει μακροπρόθεσμους όρους πολιτικής κυριαρχίας στην πολιτική σκηνή. Είναι ενδεικτική η νομοθέτηση της άρσης όλων των περιορισμών για την ψήφο των αποδήμων, και, ακόμα περισσότερο, η εξαγγελία της επιστολικής ψήφου που θα αλλοιώσει το εκλογικό σώμα και θα πιέσει ακόμα περισσότερο την αριστερά. Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις, που θα σφραγίσουν μεσοπρόθεσμα τον συσχετισμό δύναμης, υπάρχει σχεδόν πλήρης αφωνία από την πλευρά της αντιπολίτευσης.
Οι εξελίξεις αυτές, πέρα από τις ιδεολογικές μεταβολές που αντανακλούν, έχουν πρωτίστως υλικό υπόστρωμα. Είναι ενδεικτικό ότι μεταξύ 2020 – 2022 τα κέρδη των δεκαπέντε χιλιάδων μεγαλύτερων επιχειρήσεων που εκδίδουν ισολογισμούς παρουσίασαν εκρηκτική άνοδο και πολλαπλασιάστηκαν προσεγγίζοντας τα 20 δις ευρώ. Ενώ εκτιμάται ότι μεγάλη θα είναι η άνοδος του κύκλου εργασιών και των κερδών το 2023. Την ίδια περίοδο εξελίσσεται και επιταχύνεται η μεγάλη συγκέντρωση του ελληνικού κεφαλαίου. Οι 50 μεγαλύτερες επιχειρήσεις εκτελούν το 52 % του κύκλου εργασιών, ενώ στις 50 μεγαλύτερες ως προς την κερδοφορία κατανέμεται το 66 % των κερδών. Ταυτόχρονα, το ποσοστό κέρδους φτάνει σε υψηλότερα επίπεδα ακόμα από την δεκαετία του 2000, αυξάνεται σε όλους τους τομείς φτάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα των δύο τελευταίων δεκαετιών, με πιο σημαντική την ανάκαμψη του στον τομέα του τουρισμού.
Την ίδια στιγμή, υπάρχει σημαντική αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, που αφορά σε μεγάλο βαθμό στην κατανάλωση των υψηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων.
Το κοινωνικό μπλοκ της Ν.Δ. διευρύνεται και ενσωματώνει τμήματα των κατώτερων μικροαστικών στρωμάτων αλλά και μερίδων των λαϊκών τάξεων που προσδοκούν στη κοινωνική σταθερότητα αλλά και σε περιορισμένα οφέλη στο πλαίσιο της ανάπτυξης ορισμένων τομέων (π.χ. ευνοούνται κάτοχοι ακίνητης περιουσίας ή και κάτοχοι μικρής ιδιοκτησίας με την αύξηση των ενοικίων, ή την ανάπτυξη του Airbnb). Παράλληλα, η αλλαγή των συσχετισμών, αποκρυσταλλώνεται στην περιθωριοποίηση ενός μεγάλου τμήματος των λαϊκών στρωμάτων που πλήττονται, αλλά και στη σημαντική υποχώρηση των κοινωνικών αγώνων.
Αν και ο σημερινός πολιτικός συσχετισμός δεν οφείλεται μόνο ή κυρίως στη δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, είναι γεγονός ότι η ένταξή του στο μνημονιακό μπλοκ παρήγαγε σημαντικά αποτελέσματα. Η εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν προδιαγεγραμμένη ήδη από την νεοφιλελεύθερη μεταστροφή του και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Από τη μία πλευρά, δεν υπήρχε καμία δυνατότητα στήριξης του από τμήματα της αστικής τάξης, καθώς αυτά συσπειρώθηκαν γύρω από τη ΝΔ και τη δυνατότητα μίας συνολικότερης πολιτικής ρεβάνς απέναντι στα λαϊκά στρώματα. Από την άλλη πλευρά, η επιμονή στην μνημονιακή πολιτική, αλλά και στην στενότερη πρόσδεση στον νατοϊκό άξονα, αποδιάρθρωσαν όποιες σχέσεις εκπροσώπησης είχαν διαμορφωθεί με τμήματα των λαϊκών στρωμάτων. Η ίδια η πολιτική που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση μετά τον Ιούλιο του 2015, τροφοδότησε την συντηρητική μετατόπιση της πολιτικής σκηνής, προώθησε και εμβάθυνε τα κοινωνικοπολιτικά αποτελέσματα που τον οδήγησαν στη σημερινή κρίση. Ταυτόχρονα, η σκληρή διάψευση των προσδοκιών εκείνων των τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων που υποστήριξαν το ΣΥΡΙΖΑ, οδήγησε στην απογοήτευση, την εμπέδωση της αντίληψης ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, την εχθρότητα ενός τμήματος απέναντι στην αριστερά ευρύτερα ή και στο πολιτικό σύστημα συνολικότερα. Τα αποτελέσματα αυτά οδήγησαν και στην ενίσχυση της ιδεολογικής ηγεμονίας της δεξιάς, σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με την περίοδο πριν τα μνημόνια, και διευκόλυναν τις συντηρητικές μετατοπίσεις.
Όλα τα παραπάνω οδήγησαν και στην τεράστια υποχώρηση της πολιτικής επιρροής του, αλλά και, τελικά, στο να διαμορφωθούν οι δυνατότητες για την οριστική και συνολικότερη μετάλλαξη και αποδιάρθρωση. Ασφαλώς η εκλογή Κασσελάκη αποτελεί ποιοτική τομή, αντανακλά σχεδιασμούς διαλυτοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε, μεταξύ άλλων, να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη κυριαρχία της ΝΔ του Μητσοτάκη, αλλά και επιταχύνει ριζικά την ακόμα ευρύτερη δεξιά προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ. Η υπερψήφιση των αμυντικών δαπανών του προϋπολογισμού, αλλά και οι τοποθετήσεις Κασσελάκη περί του τέλους της πάλης των τάξεων είναι ενδεικτικές. Όμως η ευκολία με την οποία ένα τέτοιο πρόσωπο, απολύτως άγνωστο, με απροκάλυπτα νεοφιλελεύθερες θέσεις, αλλά και με ένα ξένο για την αριστερά πολιτικό, πολιτιστικό, αισθητικό υπόδειγμα, κατόρθωσε να εκλεγεί πρόεδρος ενός κόμματος που, έστω και διακηρυκτικά, διατηρεί προς το παρόν την αριστερά στον αυτοπροσδιορισμό του, είναι ενδεικτική τόσο των ευρύτερων συσχετισμών, όσο και της ανεπίστρεπτης πορείας που είχε ήδη πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη πλευρά, η ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, με την μέχρι σήμερα στάση της, δεν μπορεί να αποτελέσει απάντηση. Διατηρεί ως βασική αναφορά την πολιτική της περιόδου 2015 – 2019 και το «κυβερνητικό έργο» του ΣΥΡΙΖΑ, υπερασπίζεται ακόμα και πολύ σκληρά μέτρα που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκειά της, μεταξύ άλλων γιατί μια διαφορετική παραδοχή θα ακύρωνε την πολιτική της πορεία. Όμως, είναι αυτή ακριβώς η πολιτική που διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τις προϋποθέσεις για τη σημερινή διεύρυνση της πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας της πιο σκληρής δεξιάς. Ακόμα περισσότερο, η επιμονή σε μια «κεντροαριστερή», «μεταρρυθμιστική» κατεύθυνση δεν έχει τίποτα να συνεισφέρει, στο βαθμό που, στις σημερινές συνθήκες κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, όπου δεν είναι εφικτή η πολιτική των νέων κοινωνικών συμβολαίων και αντιμετωπίζονται με σκληρή πολεμική ακόμα και προτάσεις ήπιας αναδιανομής, δεν υπάρχει χώρος για τέτοιου είδους κυβερνητικές στρατηγικές. Αντίθετα, η εμμονή σε αυτές, θα οδηγήσει σε περαιτέρω αποδιάρθρωση και στον εγκλωβισμό ενός δυναμικού σε σχεδιασμούς που είναι όχι απλώς αδιέξοδοι, αλλά, τελικά, επιζήμιοι για τις εργαζόμενες τάξεις. Χωρίς μια σοβαρή ανάλυση που να προσεγγίζει τι έφταιξε για την σημερινή μετατόπιση των συσχετισμών, αλλά και την ανάκαμψη του ελληνικού κεφαλαίου μετά από την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το εγχείρημα αυτό δεν μπορεί να συνεισφέρει, ούτε να πάει μακριά.
Το ΚΚΕ κατέγραψε εκλογικές επιτυχίες, που, όμως, δεν αναιρούν τον ευρύτερο συσχετισμό. Η ενίσχυσή του ήταν μικρή σε σχέση με τις σωρευτικές απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων τμημάτων της αριστεράς. Η αλλαγή των συσχετισμών στο εσωτερικό της αριστεράς συνιστά μία ακόμα όψη των συντηρητικών μετατοπίσεων και δεν διαμορφώνει πολιτική προοπτική για το κοινωνικό κίνημα. Το ΚΚΕ παραμένει ένα κόμμα απλής πολιτικής διαμαρτυρίας που στα κρίσιμα επίδικα ή στις περιόδους αστάθειας, θα υποστηρίζει τη σταθερότητα. Είναι, άλλωστε, αποκαλυπτική η αποτίμηση που το ίδιο έκανε μετά τις εκλογές του Μάϊου, ότι «το ΚΚΕ δικαιώθηκε πολιτικά για την πολιτική του στάση την περίοδο 2012-2015 απέναντι στη νέα άνοδο των σοσιαλδημοκρατικών αυταπατών».
Αδιαμφισβήτητα αρνητικό στοιχείο με σημαντική επιρροή στην διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού είναι η έλλειψη από την κεντρική πολιτική σκηνή ριζοσπαστικής, αριστερής αντιπολίτευσης με την αποτυχία του ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη να μπει στη βουλή. Ο πυρήνας αυτής της αποτυχίας βρίσκεται στο γεγονός ότι το πραγματικό βάθος της μεταβολής των πολιτικοϊδεολογικών συσχετισμών δεν είχε γίνει αντιληπτό, με αποτέλεσμα ο λόγος της Συμμαχίας να είναι αναντίστοιχος με το επίπεδο της συνείδησης των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και να έχει ως κέντρο την εκτίμηση ότι ασκούνταν πιέσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ, το εύρος της κατάρρευσης του οποίου κανείς δεν μπορούσε να εκτιμήσει. Ταυτόχρονα, βρέθηκε στο κέντρο επιθέσεων και στοχοποιήθηκε από πολιτικούς μηχανισμούς, αλλά και από το σύνολο σχεδόν των ΜΜΕ.
Οι αντικειμενικοί λόγοι ήταν αυτοί που επέδρασαν καθοριστικά στη δυνατότητα να επιτευχθεί ένα ποιοτικά διαφορετικό εκλογικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, ο αποφασιστικός παράγοντας που επικαθόρισε την αποτυχία στο στόχο της εισόδου στη βουλή, σχετίζεται με προϋπάρχοντα ελλείμματα και με τακτικά λάθη που διογκώθηκαν από τα ΜΜΕ και τους διάφορους μηχανισμούς. Σημαντικό μέρος των προβλημάτων που βάρυναν στο τελικό αποτέλεσμα αφορούσαν στην έλλειψη σταθερών δεσμών και σχέσεων εκπροσώπησης, αλλά και οργανωτικής παρουσίας σε ένα μεγάλο κομμάτι της επικράτειας. Από την άλλη πλευρά, ο λόγος της Συμμαχίας, κυρίως στις πρώτες εκλογές, ήταν προσανατολισμένος σε επίδικα που αφορούσαν άλλους πολιτικούς συσχετισμούς, ήταν σε ορισμένα σημεία μη κατανοητός, αλλά και επαμφοτερίζων, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συσπειρώσει ένα αναγκαίο εύρος δυνάμεων με σαφή αναφορά στην αριστερά. Παράλληλα, η προβολή ενός οιονεί κυβερνητικού προγράμματος που εκφωνούνταν σε ένα ναρκοθετημένο πεδίο, δεν αντιστοιχούσε σε μια εμβέλεια της τάξης του 3%. Ενόψει των δεύτερων εκλογών, αυτό το λάθος σε μεγάλο βαθμό διορθώθηκε, όμως δεν υπήρχε ικανός χρόνος να αντιστραφεί η κατάσταση.
Παρά την αντικειμενική αποτυχία στον κεντρικό στόχο που ήταν, για εμάς, η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και, δι’ αυτής, η εξασφάλιση της κεντρικοπολιτικής ορατότητας και κάποιων βελτιωμένων δυνατοτήτων παρέμβασης ενός ολόκληρου πολιτικού ρεύματος που υπερβαίνει κατά πολύ τις οργανωμένες δυνάμεις τόσο του ΜέΡΑ25 και της ΛΑΕ –ΑΑ, όσο και του ανένταχτου δυναμικού που συσπειρώθηκε γύρω από αυτό, υπάρχουν θετικές παρακαταθήκες που πρέπει να διαφυλαχθούν. Η διατήρηση δυνάμεων στις δεύτερες εκλογές, το γεγονός ότι η Συμμαχία αποτέλεσε το μόνο ενωτικό εγχείρημα που συνδύασε διαφορετικά πολιτικά ρεύματα και πολιτικές προελεύσεις, η μεγάλη διείσδυση στη νεολαία, αλλά και η εκπροσώπηση ενός ευρύτερου δυναμικού, είναι κάποια μόνο από τα στοιχεία που καθιστούν σημαντική τη διατήρηση της συμμαχίας, αλλά και την ουσιαστική της διεύρυνση, παράλληλα με απαραίτητες αλλαγές στη φυσιογνωμία και τον πολιτικό λόγο.
Για να μπορέσουν να αξιοποιηθούν τα θετικά στοιχεία πρέπει να ληφθούν έγκαιρα πολιτικές πρωτοβουλίες με τη μεγαλύτερη δυνατή εμβέλεια και εύρος, ώστε να μπει σε μία επιταχυνόμενη τροχιά η ανασυγκρότηση ενός συνολικότερου χώρου, που θα ξεπερνά το ΜέΡΑ25 και τη ΛΑΕ – ΑΑ.
Το επόμενο διάστημα, παρά τον αρνητικό συσχετισμό, η πολιτική της ΝΔ θα διαμορφώνει δυσαρέσκεια σε ευρύτερα στρώματα. Ο ελληνικός καπιταλισμός, παρά την ανάκαμψη και τη σχετική σταθεροποίηση του, παραμένει αδύναμος και οι αντιφάσεις του θα εξακολουθήσουν να παράγουν αποτελέσματα, ιδιαίτερα στο βαθμό που προωθείται ένα μοντέλο ανάπτυξης με σημαντικά δομικά προβλήματα. Ο εξωστρεφής προσανατολισμός και η αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας δημιουργεί μεγαλύτερη έκθεση και την κάνει περισσότερο ευάλωτη στις μεταβολές της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας. Παράλληλα, το δημόσιο χρέος που εξακολουθεί να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, θα συνεχίσει να αποτελεί παράγοντα δυνητικής οικονομικής αστάθειας, αλλά και δυσαρέσκειας για τις λαϊκές τάξεις, στο βαθμό που η διαχείρισή του απαιτεί σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα, άρα και την αντιστροφή της τάσης των τελευταίων χρόνων που δημιούργησε εκ νέου ελλείμματα, διευκολύνοντας την επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης.
Η αποτελεσματική παρέμβαση σε έναν συσχετισμό που, παρά τις αντιφάσεις του, παραμένει εξαιρετικά δυσμενής, απαιτεί ανασυγκρότηση του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς, χωρίς να επαναληφθούν τα ίδια λάθη.
Απαιτείται η ανασυγκρότηση παρεμβάσεων στους επιμέρους χώρους. Αποδεικνύεται επαναλαμβανόμενα ότι δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί η πολιτική επιρροή της ριζοσπαστικής αριστεράς χωρίς μία σταθερή και ισχυρή σύνδεση με τους κοινωνικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα. Η μεθοδολογία της απεύθυνσης, αδιαμεσολάβητα, με εργαλείο την επιρροή επιμέρους προσώπων, ενώ, ταυτόχρονα, οι πολιτικές πρακτικές υποχωρούν και δεν υπάρχει σταθερή βάση που να υποστηρίζει μια πολιτική παρέμβαση, έχουν όρια. Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες που τα ΜΜΕ αναπαράγουν μονοφωνικά συγκεκριμένα αφηγήματα, η έλλειψη οργανικών δεσμών με τις εργαζόμενες τάξεις οδηγεί σε μία συνθήκη που τα πρόσωπα εύκολα αποδομούνται ή κατασκευάζονται από τα ΜΜΕ.
Απαιτείται, επίσης, η λήψη οργανωμένων πρωτοβουλιών πολιτικής συζήτησης για την παρέμβαση της ριζοσπαστικής αριστεράς στις Ευρωεκλογές. Ο χρόνος είναι λίγος, ενώ πιθανόν θα υπάρχουν πολλαπλά ανταγωνιστικά ψηφοδέλτια και στρατηγικές.
Δεδομένου ότι κανένα εκ των υπαρκτών εγχειρημάτων δεν μπορεί αυτοτελώς να αποτελέσει χώρο υποδοχής, απαιτείται η συγκρότηση μιας πλατιάς συμμαχίας που να εμπεριέχει το μεγαλύτερο δυνατό εύρος δυνάμεων, από το ΜέΡΑ25 έως όλες τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς που είναι διατεθειμένες να μπουν σε αυτή τη διαδικασία. Ο στόχος πρέπει να είναι η ανάκτηση της εκπροσώπησης της ριζοσπαστικής αριστεράς, παρότι δεν είναι εύκολος, αλλά και η διαμόρφωση καλύτερων προϋποθέσεων για την επόμενη φάση της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Μία τέτοια κατεύθυνση, για να είναι επιτυχής, πρέπει να χαρακτηρίζεται από ανοικτότητα, σεβασμό και ισοτιμία, αλλά και να λαμβάνει υπόψη τόσο τους υπαρκτούς συσχετισμούς, όσο και τα διακυβεύματα.
Το μεγαλύτερο εύρος θα διευρύνει την ελκτική δυναμική του εγχειρήματος σε ένα δυναμικό που είναι ενδεχόμενο να αναζητήσει πολιτική έκφραση στο φόντο της συνολικής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ, του προσανατολισμού της ΝΕΑΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, αλλά και στο διάχυτο δυναμικό της ριζοσπαστικής αριστεράς που σήμερα είναι αποστρατευμένο. Μια τέτοια συνεργασία απαιτεί οργανωμένη πολιτική συζήτηση, πολιτική πρωτοβουλία και ανοιχτά, κοινά καλέσματα. Είναι θετική εξέλιξη ότι μια σειρά δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς αντιμετωπίζουν μία ευρύτερη συνεργασία πιο θετικά, σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές, έστω και υπό προϋποθέσεις. Ωστόσο, πρέπει άμεσα να ξεκινήσουν διεργασίες κοινής πολιτικής συζήτησης μεταξύ των οργανωμένων δυνάμεων, αλλά και ανένταχτου δυναμικού που μπορεί να παίξει ρόλο και να συνεισφέρει σε ένα κοινό εγχείρημα.
Παράλληλα, απαιτείται επεξεργασία και νέες προσεγγίσεις σε βασικά σημεία ενός μαζικού προγραμματικού λόγου. Η σαφής διαφοροποίηση και η κριτική της μνημονιακής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ είναι εκ των ων ουκ άνευ, όπως και η κριτική στον κυβερνητισμό. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να αποφευχθεί ένας εσωστρεφής λόγος που δεν αγγίζει τα μαζικά ακροατήρια. Ένα πολιτικό πλαίσιο για τις ευρωεκλογές πρέπει να ξεκινά από τις άμεσες αγωνίες των λαϊκών μαζών που, παρά την σχετική σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας, εξακολουθούν να βλέπουν το βιοτικό τους επίπεδο να πέφτει (ακρίβεια, στέγη, ενέργεια, υπερφορολόγηση χαμηλών εισοδημάτων κ.λπ.) και να τις συνδέει με μία ευρύτερη πολιτική που θα αμφισβητεί το αναπτυξιακό υπόδειγμα του ελληνικού κεφαλαίου, θα περιέχει στοιχεία μίας εναλλακτικής που θα δίνει μία άλλη προοπτική, συνδέοντάς τα με μεγάλα ζητήματα όπως η περιβαλλοντική κρίση. Θα πρέπει, επίσης, να αμφισβητεί την στρατηγική της όλο και βαθύτερης πρόσδεσης της Ελλάδας στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, τόσο της ΕΕ, όσο και του αμερικανονατοϊκού άξονα.
Οι ευρύτερες συνθήκες καθιστούν επιτακτική μίας τέτοια πολιτική πρόταση, παρά τις δυσκολίες που διαμορφώνει ο αρνητικός πολιτικός συσχετισμός. Αντιμετωπίζουμε μία πρωτοφανή επιθετική πολιτική για τα δεδομένα της μεταπολίτευσης, τη διεύρυνση της ιδεολογικής ηγεμονίας της δεξιάς, την ενίσχυση της ακροδεξιάς και έναν αυταρχικό, συμπαγή συνασπισμό εξουσίας. Ταυτόχρονα, τα πολιτικά καύσιμα που είχαν απομείνει από το ρεύμα του ΟΧΙ έχουν εξαντληθεί. Αντίστοιχα, τείνουν να εξαντληθούν τα καύσιμα της εξ αριστερών ρήξης στο ΣΥΡΙΖΑ το 2015, αλλά και των ανακατατάξεων στη ριζοσπαστική αριστερά. Επομένως δεν υπάρχουν μεγάλα πολιτικά περιθώρια για καθυστερήσεις και επανάληψη των ίδιων λαθών. Από την άλλη πλευρά, η ρευστότητα στην πολιτική και εκλογική τοποθέτηση ευρύτερων ακροατηρίων δημιουργεί δυνατότητες. Η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να χρησιμοποιήσει στο έπακρο τις δυνατότητες αυτές για να αμφισβητήσει τους συσχετισμούς και να διαμορφώσει καλύτερους όρους για την υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων.
One Comment on “Η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ και τα καθήκοντα της ριζοσπαστικής αριστεράς, της Μαριάνας Τσίχλη, Γραμματέα της ΛΑΕ –ΑΑ”
Comments are closed.