Του Στρατή Γεωργούλα, μέλος ΠΓ ΛΑΕ ΑΑ
Μπαίνοντας στην προεκλογική περίοδο του Ιουνίου, είναι πολύ σημαντικό να θέσουμε σε κριτική την αφηρημένη προέκταση μιας υπαρκτής πραγματικότητας. Με άλλα λόγια θα πρέπει να αναγνώσουμε σωστά το αποτέλεσμα των προηγούμενων εκλογών, συγκριτικά και ιστορικά, με βάση τα υπαρκτά αριθμητικά-ποσοτικά στοιχεία και όχι συγκρινόμενα με συναισθήματα, προσδοκίες, ελπίδες, φόβους. Στη βάση αυτού του πλαισίου, θα πρέπει να καταγράψουμε τα εξής «αιρετικά» (γιατί δε συμφωνούν με την κυρίαρχη αναπαράσταση που προβάλλεται από τα ΜΜΕ) αποτελέσματα:
Νίκη της νέας Δημοκρατίας, αναιμική όμως και στηριγμένη σε πήλινα πόδια. Μπορεί η κυρίαρχη αναπαράσταση να μιλά για παντοκρατορία Μητσοτάκη, όταν αυτή συγκρίνεται με τη διαφορά ποσοστών με το δεύτερο κόμμα, όμως ο αριθμός ψήφων που ψήφισαν τη Νέα Δημοκρατία είναι μόλις 150.000 παραπάνω από το 2019 και πάνω από μισό εκατομμύριο λιγότερες ψήφοι από την τελευταία φορά που η Νέα Δημοκρατία σημείωσε νίκη άνω του 40% -το 2007 με αριθμό ψήφων γύρω στα 3 εκατομμύρια. Και σε σχέση με το «καταστροφικό» 2012, η Νέα Δημοκρατία ανέκτησε την μισή της δύναμη είναι όμως αξιοπρόσεκτο ότι με όλες αυτές συνθήκες υπέρ της δεν μπόρεσε να επαναπατρίσει ψηφοφόρους της που την ψήφιζαν πιστά όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τη νίκη του το 2015 έχει χάσει σχεδόν τη μισή του δύναμη. Σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το Σεπτέμβριο του 2015 μέχρι και σήμερα χάνει συνεχώς ψηφοφόρους. Η τάση αυτή φαίνεται να μην είναι αντιστρέψιμη γιατί αφορά συνολικά το ρεύμα της αυτοαποκαλούμενης κεντροαριστεράς και δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Συνολικά όπου κυριαρχεί μια δεξιά πολιτική, οι κεντροαριστερές αντιπολιτεύσεις χάνουν εκλογική δύναμη σε απόλυτο αριθμό ψήφων. Το παραπάνω συμπέρασμα είναι ενδεικτικό αν προσθέσουμε τον αριθμό ψήφων (ήδη από το Σεπτέμβριο 2015 μέχρι και τις προηγούμενες εκλογές), των κομμάτων ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, καταλαβαίνοντας ότι αυτό βαίνει συνεχώς μειούμενο.
Το ΠΑΣΟΚ αύξησε τη δύναμη του κατά 220.000 ψήφους, είναι όμως ακόμα μακριά από το καταστροφικό αποτέλεσμα που είχε φέρει το 2012. Και μπορεί σε έναν εσωτερικό ανταγωνισμό της αυτοαποκαλούμενης κεντροαριστεράς να θέλει να καλύψει την απόσταση από το ΣΥΡΙΖΑ, συνολικά όμως το «κεντροαριστερό» ρεύμα δύσκολα θα γίνει πλειοψηφικό. Άλλωστε και τα πρόσφατα μαθήματα ελληνικής ιστορίας μας έχουν δείξει ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν χάνουν παρά μόνο από μια ριζοσπαστική αριστερή αντιπολίτευση.
Η άνοδος ακροδεξιών κομμάτων, αρνητών του διαφωτισμού δεν εξηγείται από μια ξαφνική συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή υπήρχε και τα προηγούμενα χρόνια και μάλιστα κανένα ακροδεξιό κόμμα δεν έχει φτάσει μέχρι στιγμής στον αριθμό ρεκόρ ψήφων της Χρυσής Αυγής των 426.000. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι είναι ένα υπαρκτό κοινωνικό ρεύμα με εμμέσους και άμεσους δεσμούς με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και πολιτικούς (όπως θα φανεί και το επόμενο διάστημα με ενεργοποίηση συγκεκριμένων δικτύων για «διόρθωση» των ποσοστών κομμάτων όπως η ΝΙΚΗ κ.α.) και άρα πρέπει να είναι άμεσος στόχος πολιτικών δράσεων και κινητοποιήσεων από πλευράς αριστεράς σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας και όχι μόνο εκλογικά.
Η αύξηση των 120.000 ψήφων για το ΚΚΕ και 8.000 ψήφων για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να ιδωθεί μέσα από το πρίσμα των προηγούμενων συμπερασμάτων. Όταν απελευθερώνονται 600.000 ψήφοι από το ΣΥΡΙΖΑ και συνολικά η κεντροαριστερά χάνει ψήφους, τότε τα παραπάνω αποτελέσματα, δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν μακροπρόθεσμα μια βάση επιτυχίας. Ειδικά δε για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ (εκτός από την παροδικότητα των μικρών κερδών όπως θα δείξουν και οι επόμενες εκλογές) η οποία έχει χάσει το ένα τρίτο της δύναμης της που κατέγραψε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 και συνολικά 15.000 ψήφους από το σύνολο των 46.000.
Σε αυτές τις εκλογές υπήρξε συμμετοχή ρεκόρ κομμάτων από την μεταπολίτευση. Αρκετά από αυτά τα κόμματα αρνούνται να ταυτοποιηθούν στο υπαρκτό δίπολο αριστερά- δεξιά, το οποίο όμως σε μια πολιτική κατάσταση με κυριαρχία των δεξιών νεοφιλελεύθερων πολιτικών σημαίνει αποδοχή της κατεστημένης τάξης. Τα περισσότερα από αυτά τα κόμματα (αν δεν αλλάξουν), αποτελούν κόμματα μιας χρήσης όπως άλλωστε κι άλλα αρκετά που βιώσαμε στην πρόσφατη ελληνική εκλογική ιστορία, κατανοώντας ποια είναι αυτή η «μια χρήση».
Το ΜεΡΑ 25- Συμμαχία για την ρήξη ως εκλογικός συνδυασμός είναι εντελώς διαφορετικός από το ΜεΡΑ 25, του 2019. Η υιοθέτηση ριζοσπαστικών αριστερών πολιτικών και η αλλαγή των ψηφοδελτίων σε μεγάλο ποσοστό, δείχνει αυτή την μετεξέλιξη. Ο αριθμός ψήφων που πήρε είναι ακριβώς ίδιος με τον αριθμό ψήφων της ΛΑΕ του Σεπτεμβρίου 2015 (155.000 και στις δύο περιπτώσεις) δείχνοντας την ύπαρξη ενός ριζοσπαστικού ρεύματος το οποίο παρά τις μεγάλες ανακατατάξεις της τελευταίας οκταετίας παραμένει ως έχει. Η διατήρηση αυτών των δυνάμεων οφείλεται πρωτίστως σε ένα υπαρκτό αντιηγεμονικό κίνημα της νεολαίας.
Η αναγνώριση αυτής της νέας ταυτότητας και η μεγαλύτερη εμβάθυνση της είναι το υποχρεωτικό στοιχείο για τον εκλογικό αγώνα που δίνει στις εκλογές του Ιουνίου. Η αύξηση των δυνάμεων περαιτέρω, θα προέλθει από έναν αγώνα ανάπτυξης αντι-ηγεμονικών παραδειγμάτων σε όλο το φάσμα της κοινωνίας, από το συνδικαλισμό, την αυτοδιοίκηση, τον αθλητισμό, την τέχνη κ.α., με έναν σαφή προσανατολισμό στην ανάπτυξη ενός νέου ριζοσπαστικού αριστερού κινήματος «εναλλακτικού πολιτισμού», για την ανάπτυξη ενός άλλου δρόμου προοπτικής.
Άλλωστε η πρόσφατη ελληνική ιστορία έχει δείξει ότι μένω μέσω από αυτό το ρεύμα μπορεί να υπάρξει η εναλλακτική πολιτική πρόταση στη ζοφερή πραγματικότητα που ζούμε παγκοσμίως. Και αυτό είναι το στοίχημα στην αμέσως επόμενη περίοδο.