Η ομιλία της ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Δικηγόρος, Μέλος Π.Γ. ΛΑΕ – ΑΑ στη ΚΑΛΑΜΆΤΑ στα πλαίσια της παρουσίασης του βιβλίου του Δ. Στρατούλη “8 μήνες που συντάραξαν την Ελλάδα:Ιανουάριος – Αύγουστος 2015”
“Χαίρομαι πολύ που είμαι εδώ, και μάλιστα στον τόπο μου την Καλαμάτα, αλλά και που βρίσκομαι εδώ για την περίσταση της παρουσίασης του συγκεκριμένου βιβλίου του Δημήτρη Στρατούλη.
Είναι ένα σημαντικό βιβλίο, που αξίζει να σταθούμε να το μελετήσουμε με το χρόνο που επιτρέπει η απόσταση, για να ξαναθυμηθούμε, να αποτιμήσουμε και προσεγγίσουμε την καίρια αυτή περίοδο για τη χώρα μας, τώρα που η ιστορία ξεδίπλωσε τα αποτελέσματά της.
Η αίσθηση με την οποία εγώ προσωπικά έχω μείνει είναι γλυκόπικρη. Την περίοδο στην οποία αναφέρεται το βιβλίο βρισκόμουν στην ηλικία των 26-27, από τις τάξεις της ριζοσπαστικής – αντικαπιταλιστικής αριστεράς και θυμάμαι γλαφυρά ιδίως την εβδομάδα του δημοψηφίσματος για τους νέους, που αποτέλεσαν την ατμομηχανή του λαϊκού «ΟΧΙ». Όλη μέρα στους δρόμους, μοιράζαμε, μιλούσαμε, συζητούσαμε, να βγει το «ΌΧΙ»! Αυτή η αντίσταση της νεολαίας στην τρομοκρατία ενός ολόκληρου πολιτικού, οικονομικού, ιμπεριαλιστικού και ιμπεριαλιστικού συστήματος δεν είναι τυχαία, αλλά έχει και υλικό υπόβαθρο, όταν τόσοι πολλοί νέοι ήταν άνεργοι ή αντιμέτωποι με την ελαστική και υποαμειβόμενη εργασία.
Στο βιβλίο του ο Δημήτρης ξεδιαλύνει αυτήν την «αίσθηση» της περιόδου. Τι έγινε; Πως φτάσαμε ως εκεί; Με μια αντικειμενικότητα, αλλά και αυτοκριτική. Και με μια τιμιότητα και ειλικρίνεια που τον διέπει και σαν άνθρωπο. Δεν είναι άλλωστε και πολλοί/ές αυτοί που παρατήσαν βουλευτικούς και Υπουργικούς θώκους για λόγους συνέπειας και σεβασμού της λαϊκής βούλησης.
Ο βιβλίο «8 μήνες που συντάραξαν την Ελλάδα» δεν έχει αξία μόνο για λόγους ιστορικής αλήθειας, και αν το θέλετε αποκατάστασης μιας περιόδου που ο λαός αναμετρήθηκε με τα μεγάλα ερωτήματα, της αξιοπρέπειας, της ανεξαρτησίας, του καλού της μεγάλης εργαζόμενης πλειοψηφίας, και συκοφαντήθηκε συστηματικά όπως και όσοι άνθρωποι, κόμματα και δυνάμεις υπερασπίστηκαν αυτήν την προοπτική έκτοτε, με τα περίφημα περί «εφόδου στο Νομισματοκοπείο» και άλλα. Μάλιστα παραλίγο να ποινικοποιηθεί η διαφωνία με το μνημονιακό μονόδρομο, αν θυμηθούμε τη συζήτηση να παραπεμφθεί σε δίκη ο Γιάνης Βαρουφάκης, ενώ για «ειδικά δικαστήρια» μιλούσαν ακόμη και μέλη του ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά έχει αξία και για τα διδάγματα που μπορούμε να αντλήσουμε σήμερα. Σήμερα, που ακόμη ζούμε στη σκιά της περιόδου 2010-2015, που τα αποτελέσματά της αναπτύσσονται ακόμη. Η προδοσία του ΟΧΙ, αλλά και των τεράστιων λαϊκών συγκρούσεων της περιόδου 2010-2012, που εκπροσωπήθηκαν εν πολλοίς από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, οδήγησε ταχύτατα, όχι μόνο στην προσαρμογή όλου του πολιτικού συστήματος σε μια μονότονη νεοφιλελεύθερη μονοφωνία, αλλά και το βασικότερο στην επικράτηση στους κόλπους του λαού της αντίληψης ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από τη λιτότητα και την υποταγή στις απαιτήσεις του λαού.
Το μεγάλο ερώτημα παραμένει «Μπορούσε να γίνει αλλιώς;». Η απάντηση του βιβλίου είναι κατηγορηματικά «ναι». Και αυτό, παρά τις δυνάμεις που επιστρατεύτηκαν για να στραγγαλίσουν την χώρα και την προοπτική των λαϊκών τάξεων.
Αυτό επιβεβαιώνεται και σήμερα από μια άλλη σκοπιά, από τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε η πανδημία και η κρίση στις εφοδιαστικές αλυσίδες λίγα χρόνια μετά από τους ίδιους αυτούς μηχανισμούς της ΕΕ, με την πολιτική της δημοσιονομικής χαλάρωσης κατά παράβαση του Συμφώνου Σταθερότητας. Είναι, συνεπώς, προφανές ότι η μνημονιακή πολιτική στραγγαλισμού ήταν πολιτική επιλογή και δεν υπαγορεύτηκε από αντικειμενικά οικονομικά δεδομένα, αλλά είχε σκοπό τον παραδειγματισμό και την αποτροπή ενός ενδεχομένου ρήξης με τα μνημόνια.
Το είπε άλλωστε κι ο Σόιμπλε, όπως γλαφυρά περιγράφει το βιβλίο «Θα σας γδάρουν σαν τους λαγούς και θα ανεμίζουν το τομάρι σας στους Ποδέμος!».
Και πράγματι το παράδειγμα της Ελλάδας που «λούφαξε» απότομα και οδήγησε στο να εφαρμόζονται μνημόνια στο όνομα της Αριστεράς, είχε όχι μόνο εγχώρια αλλά και διεθνή αποτελέσματα ευρύτερου παραδειγματισμού και επιβολής της νεοφιλελεύθερης ερήμωσης ως μονοδρόμου. Αυτά τα αποτελέσματα της κοινωνικής διάλυσης είναι και υπόβαθρο της ανάδειξης ακόμη και επικίνδυνων αντιδραστικών εξελίξεων, όπως η ακροδεξιά και η Μελόνι.
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο και σωστά, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε κανένα απολύτως σχέδιο ή προετοιμασία για να συγκρουστεί με τους δανειστές και τους συσχετισμούς. Και αυτό, όχι από αμέλεια ή άγνοια, γιατί άλλωστε όπως περιγράφεται υπήρχε διαπάλη στο κόμμα από το 2012, αλλά επιπλέον είχε προηγηθεί και το παράδειγμα της Κύπρου που έδειχνε τους εκβιασμούς που προοιωνίζονταν. Δεν υπήρχε η βούληση, και αυτό αποκρυσταλλώθηκε πλήρως στο μότο της κυβέρνησης τότε «ούτε υποχώρηση, ούτε καταστροφική ρήξη». Αν έχεις ήδη προδικάσει ότι η ρήξη είναι καταστροφική πας για υποχώρηση ολοταχώς. Και φυσικά να πούμε ότι αυτή ήταν μια λογική που δεν μπορεί να πιστώνεται μόνο στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά διέπνεε ένα μεγάλο φάσμα αριστερών ηγεσιών, όπως και το ΚΚΕ που είχε αναγάγει τα ενδεχόμενα ρήξης με το ευρώ ως βασικό κίνδυνο για το λαό συμβάλλοντας στην τρομολαγνεία «ο λαός θα πεινάσει».
Πως μπορείς να σπάσεις αυτή την πολιτική απόφαση των κέντρων εξουσίας; Με τη λογική που έχεις εκ των προτέρων αποφασίσει να διαπραγματευτείς χωρίς προετοιμασία ρήξης, ακόμη και οι ίδιες οι διαπραγματεύσεις είναι προδιαγεγραμμένο να αποτύχουν. Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα συνέντευξης του Α. Τσίπρα στον ΑΝΤ1 πριν το δημοψήφισμα, που είχε πει ότι καλεί τον λαό να ψηφίσει όχι, αλλά και να ψηφίσει ΝΑΙ, «θα παραμείνει η κυβέρνηση να το εφαρμόσει»!
Το βιβλίο διαπνέεται από θάρρος και αυτοκριτική αναφέροντας ότι η Αριστερή Πλατφόρμα θα μπορούσε να ανοίξει στην κοινωνία τις διαμαρτυρίες της και τα πολιτικά ερωτήματα, τόσο πριν, όσο και μετά, σε «επιτροπές ΟΧΙ μέχρι τέλους» και μέσα από λαϊκούς θεσμούς. Το βασικό στοιχείο είναι η ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα, στην οποία δεν προσέφυγε ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε οι αριστερές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε όμως και η αριστερά εκτός του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η κρίσιμη περίοδος, από τον Ιούλιο μέχρι το Σεπτέμβρη, έδωσε χρόνο στο πολιτικό σύστημα να ανασυνταχθεί, να αλληλοστηριχτεί ψηφίζοντας το 3ο μνημόνιο ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε τη δεδηλωμένη τον Αύγουστο και να καταστήσει στις επόμενες εκλογές το ερώτημα «ρήξη ή όχι» άνευ αντικειμένου. Ο λαϊκός παράγοντας, άλλωστε, και τα μεγάλα κινήματα 2012-2012, είχαν οδηγήσει και στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, ανοίγοντας ρήγμα στο πολιτικό σκηνικό, διαλύοντας το δικομματισμό, δίνοντας ευκαιρία στην αριστερά.
Αυτή η λογική της εκπροσώπησης και όχι ενεργοποίησης του λαϊκού παράγοντα καλλιεργήθηκε ήδη από το 2012. Μια λογική ανάθεσης και απλά αναμονής ανόδου στην κυβέρνηση σαν ώριμο φρούτο της πολιτικής κρίσης και όχι ενός επίμονου κινήματος λαϊκής διεκδίκησης που να επιζητά ένα άλλο δρόμο, που να ζυμώνεται εντός του το ερώτημα της ρήξης και οι προϋποθέσεις της, να ανοίγει η συζήτηση στους κόλπους του λαού για να είναι ο λαϊκός παράγοντας έτοιμος να το υποστηρίξει, αλλά και να μην επιτρέψει την συνθηκολόγηση. Στο κίνημα των πλατειών δεν έγινε προσπάθεια περαιτέρω πολιτικοποίησης, ή μάλλον υπήρχε υποτίμηση της πολιτικοποίησης του κόσμου. Εδώ βρισκόταν η αξία του μεταβατικού προγράμματος που έπρεπε με θάρρος να προβληθεί, να εισαχθεί στη λαϊκή συζήτηση. Αλλά και μετά, η ίδια συζήτηση του ΟΧΙ μέχρι τέλους δεν ξέφυγε από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Ούτε όμως και η εκτός ΣΥΡΙΖΑ αριστερά, το ΚΚΕ ή η αντικαπιταλιστική εξωκοινοβουλευτική αριστερά, έκανε σοβαρή προσπάθεια να γίνει κάτι τέτοιο και ιδίως προσπάθεια να συγκροτήσει τέτοιες πρωτοβουλίες με την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ που είχε συγκεκριμένη θέση, επιταχύνοντας τη συγκρότηση συγκλίσεων και μετώπου δυνάμεων της ρήξης. Τα δαιμόνια του σεχταρισμού, των διαμαχών και της διάσπασης για δήθεν μείζονες ιδεολογικές διαφορές έπαιξαν και πάλι το διαλυτικό τους ρόλο. Φυσικά, αποκορύφωμα της απόρριψης της αναγκαίας ενιαιομετωπικής λογικής ήταν οι εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 που η άρνηση συνεργασίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τη ΛΑΕ σήμανε συγκεκριμένα πράγματα, την μη είσοδο στη βουλή για λίγες χιλιάδες ψήφους ενός μετώπου που θα μπορούσε να εκπροσωπήσει το «ΟΧΙ μέχρι τέλους» το πολιτικό σκηνικό. Τα πράγματα θα ήταν πιθανότατα πολύ διαφορετικά σήμερα αν δεν είχε γίνει αυτή η επιλογή.
Άρα ναι γινόταν αλλιώς, δεν ήταν μονόδρομος η συνθηκολόγηση. Και για τα αποτελέσματα της συνθηκολόγησης, δεν είναι δυνατόν να επιχαίρουμε ο ένας ή ο άλλος πολιτικός χώρος, επειδή αποκαλύφθηκε η αναξιοπιστία ή η υποκρισία της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Τα αποτελέσματα της σπίλωσης του ονόματος της αριστεράς κλήθηκαν και καλούνται όλοι να τα απαντήσουν ακόμη. Αυτά διαμόρφωσαν ένα έδαφος που σήμερα ακόμη υφιστάμεθα.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη σήμερα εκτελεί συμβόλαιο, έχει αναλάβει να σημάνει «το τέλος της μεταπολίτευσης» όπως αναφέρει, δηλαδή να ξηλώσει μια για πάντα δικαιώματα και ελευθερίες. Η άνοδος του Μητσοτακισμού και ό,τι εκπροσωπεί η κυνική κυβέρνηση Μητσοτάκη σήμερα πάτησε πάνω στην ήττα την απογοήτευση ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική.
Και γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο ότι τους σημερινούς μεγάλους αγώνες απέναντι στην κυβέρνηση που έχει αυξήσει την καταστολή σε επικίνδυνο βαθμό, κυριάρχησαν οι νέοι, οι ακόμη πιο νέοι, που δεν πέρασαν το σοκ του καλοκαιριού του 2015. Οι επιπτώσεις της περιόδου που συζητάμε στο εργατικό κίνημα και το συνδικαλισμό, στη συνείδηση των λαϊκών τάξεων για τη συλλογική δύναμη είναι τεράστιες, αλλά και η καχυποψία για την αριστερά.
Απέναντι σε αυτή τη σαρωτική επίθεση δεν είναι φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ που η μνημονιακή του προσαρμογή τον οδήγησε όχι απλά να είναι αναξιόπιστος, αφού έχει εφαρμόσει μνημόνια, ιδιωτικοποιήσεις, πλειστηριασμούς λαϊκής κατοικίας, και γενικά νεοφιλελεύθερο ρεαλισμό. Αλλά επίσης η πορεία του τότε, έχει εγγράψει στην πολιτική του φυσιογνωμία την κυρίαρχη τάση να κάνει αντιπολίτευση με διαπιστευτήρια προς κάθε πιθανό πολιτικό, ιμπεριαλιστικό, οικονομικό κέντρο εξουσίας. Ακόμη και για το κορυφαίο θέμα δημοκρατίας, τις υποκλοπές, η προσφυγή στη λαϊκή κινητοποίηση είναι εκτός κάδρου.
Εναπόκειται στην αριστερά να αναχαιτίσει την επίθεση και να χτίσει ξανά σχέσεις εμπιστοσύνης και κυρίως την ελπίδα και την πίστη ότι αξίζει κανείς να διεκδικεί και να αγωνίζεται και μπορεί να κερδίσει. Να πάρουμε ότι μάθαμε από όσα έγιναν μπορετά, αλλά και όσα παραλείφθηκαν. Μαζική γραμμή, ενιαιομετωπική λογική, εμπιστοσύνη στο λαϊκό παράγοντα.
Αυτές οι εμπειρίες δεν μπορεί ούτε να μας κάνουν να κλεινόμαστε στο καβούκι μας, να προσφεύγουμε στην απάθεια ή στο σεχταρισμό με μια λογική που η αριστερά απλώς παρακολουθεί την επίθεση να συμβαίνει καταγγέλλοντας, ή αρνούμενοι τις συνεργασίες και μετωπικές πρωτοβουλίες για να μη βάλουμε νερό στο κρασί μας και «θολώσει η επαναστατικότητά μας». Κάθε στρατηγική για να γεννηθεί πάλι η ελπίδα πρέπει να ξεκινάει από το να στοχεύει να ανέβει η αγωνιστικότητα και από το σημερινό επίπεδο συνείδησης. Σήμερα, από ένα πλατύ μαζικό πρόγραμμα υπεράσπισης των λαϊκών κεκτημένων που να απαντά στα σημερινά προβλήματα και ανάγκες, τα ζητήματα της φτώχειας, της ενεργειακής κρίσης, της ανάκτησης των εργασιακών δικαιωμάτων και των ελευθεριών για να μπορεί να τα συνδέσει με τις ευρύτερες ρήξεις που τελικά θα χρειαστούν για να επιβληθεί μια άλλη πολιτική που θα υπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα.
Την ανασύνταξη του λαϊκού παράγοντα δεν μπορεί να την πετύχει σήμερα η διάσπαση της αριστεράς. Σε όλα τα επίπεδα χρειάζεται, παρά τις διαφορές, να υπάρξει συνεργασία, με σεβασμό στην αυτοτέλεια του κάθε χώρου, στα κινήματα, τους αγώνες, τους χώρους δουλειάς, την αυτοδιοίκηση, τις πολιτικές και εκλογικές μάχες για να σπάσουμε τους συστημικούς συσχετισμούς. Για να συγκροτηθεί ένα μαζικό τείχος αγώνα. Για να πούμε, Όχι, η φτωχοποίηση, η διάλυση της κοινωνίας, του ΕΣΥ, ο αυταρχισμός δεν είναι μονόδρομος. Όχι, δεν θα κηρύξουν το τέλος της μεταπολίτευσης οι εμπνευστές του «Γερούν, γερά!».
Κλείνω με ένα σημείο που βρήκα στο βιβλίο και δεν το είχα υπόψη σαν περιστατικό. Όταν μετά το δημοψήφισμα και αφού παραιτήθηκε ο Σαμαράς από πρόεδρος της ΝΔ ρωτήθηκε ο Μεϊμαράκης για τη θέση του δήλωσε «Αν δεν έρθει η συμφωνία την Τετάρτη, θα παρέμβουν οι δυνάμεις της αστικής τάξης, θα απαντήσουμε πολύ διαφορετικά οι πολίτες της δημιουργίας»!
Πέρα από το ανατριχιαστικό της όλης δήλωσης για το τι σημαίνει το «πολύ διαφορετικά» (βεβαίως το κόμμα των υποκλοπών, δεν φημίζεται και για το σεβασμό στη δημοκρατική νομιμοποίηση), είναι ένα στιγμιότυπο αποκαλυπτικό της ταξικής και πολιτικής ρωγμής της περιόδου. Οι ίδιοι ήξεραν ότι εκφράζουν κάποιες άλλες κοινωνικές δυνάμεις από τη λαϊκή πλειοψηφία του 62%, που απειλούνταν οι αρμοί της εξουσίας τους. Όπως φυσικά και ο λαός που ψήφισε «ΟΧΙ» στις φτωχές λαϊκές περιοχές ήξερε πολύ καλά το συμφέρον του.
Μια τέτοια δήλωση, είναι παραδοχή της απώλειας της ηγεμονίας της πρότασης και της προοπτικής που εκπροσωπούν στο «εθνικό πεδίο», στο πεδίο των μαζών. Αυτή, η δύναμη των μαζών, είναι η δύναμη που πρέπει κανείς να βασιστεί για να αλλάξει τα πράγματα, η κινητήρια δύναμη της ιστορίας.
Αυτό αποπνέει και η αφήγηση του Δημήτρη στο βιβλίο του. Μια αφήγηση των από κάτω, με εμπιστοσύνη στη δύναμη που λαού”.