Βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Δημητρακόπουλου
«ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ»
Εκδόσεις «ΤΟΠΟΣ» 2022, σελ.690
από Γιάννη Τόλιο*
Η μελέτη της ιστορικής διαδρομής των επιστημονικών γνώσεων και ιδιαίτερα της σκέψης των μεγάλων διανοητών της αρχαιότητας, δεν αποκαλύπτει μόνο την εξελικτική πορεία της ανθρώπινης γνώσης, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και πολύτιμο εργαλείο κατανόησης των σύγχρονων επιστημονικών επιτευγμάτων και της διαφαινόμενης μελλοντικής τους προοπτικής. Ειδικότερα η μελέτη της σκέψης των μεγάλων διανοητών της αρχαίας Ελλάδας, δεν είναι θέμα «προγονολατρείας», ούτε αποκλειστικά θέμα ηθικής υποχρέωσης, αλλά θέμα ιστορικής ευθύνης, για την προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς που αποτελεί ταυτόχρονα και πνευματική κληρονομιά όλης της ανθρωπότητας.
Ο Νίκος Δημητρακόπουλος, με το ογκώδες και συνεκτικό έργο του, συμβάλλει αποφασιστικά σε αυτόν στο σκοπό. Παρουσιάζει διαχρονικά, με εύληπτο και ολοκληρωμένο τρόπο, την αρχαία πνευματική κληρονομιά, σε σύνδεση με τις κυρίαρχες κοινωνικές, θρησκευτικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες κάθε χρονικής περιόδου. Η παράθεση μάλιστα στην εισαγωγή του βιβλίου, του γνωστού πίνακα του Ραφαήλ «Η Σχολή των Αθηνών» που βρίσκεται στο Βατικανό, συμπυκνώνει με παραστατικό τρόπο την αναγνώριση της πρωτοπόρας συνεισφοράς των ελλήνων διανοητών της αρχαιότητας, στις «επιστήμες, στις τέχνες και στα γράμματα» στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.
Η μελέτη του Δημητρακόπουλου, όπως σημειώνει ο ίδιος, είναι «ένα ταξίδι ένδεκα αιώνων στον κόσμο της αρχαίας ελληνικής επιστήμης», που ξεκινάει από τον Θαλή και τον Ευπαλίνο και φθάνει ως την Υπατία, τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο. Ειδικότερα η μελέτη ξεκινάει από την «Αρχαϊκή Εποχή» (7ος – 6ος αιώνας π.Χ.), συνεχίζει στην «Κλασική Εποχή» (5ος – 4ος αιώνας π.Χ.), μετά στην «Ελληνιστική Εποχή» (3ος – 1ος αιώνας π.Χ) και μετέπειτα στη λεγόμενη «ελληνορωμαϊκή» ή «Ρωμαϊκή Εποχή» (1ος – 3ος αιώνας μ.Χ.), ενώ κλείνει με την περίοδο της «Παρακμής», που φθάνει ως την εποχή του Ιουστινιανού. Σημειώνεται ότι η επέκταση της μελέτης ως την πρώιμη Βυζαντινή εποχή, δηλαδή πέραν των χρονικών ορίων της ελληνικής αρχαιότητας, γίνεται διότι υπάρχει συνέχεια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού μέχρι και τον 6ο αι. μ.Χ.
Η μελέτη εστιάζει στις σχέσεις «επιστήμης και φιλοσοφίας», «επιστήμης και θρησκείας», «επιστήμης και τεχνολογίας», «επιστήμης και πρακτικής χρησιμότητας», καθώς «επιστημονικής έρευνας και πειράματος». Με τη μελέτη επιχειρείται μια συστηματική περιγραφή και ανάλυση του έργου των μεγάλων διανοητών της ελληνικής αρχαιότητας σε ένα μεγάλο φάσμα γνωστικών πεδίων, που καλύπτουν όλο το εύρος των σημερινών θετικών επιστημών. Στη θεματολογία συμπεριλαμβάνονται συνοπτικά επιμέρους κεφάλαια από το ευρύτερο θεματικό πεδίο της αρχαίας ελληνικής τεχνολογίας, προκειμένου να διερευνηθεί το ζήτημα της σύνδεσης της επιστήμης με τις πρακτικές εφαρμογές. Με αυτή τη βασική αντίληψη ο συγγραφέας συμπεριλαμβάνει τους τομείς των μαθηματικών, της αστρονομίας, της γεωγραφίας, της χαρτογραφίας, της γεωδαισίας, της φυσικής, της ιατρικής, αλλά και της αρχιτεκτονικής, της πολεοδομίας, της μηχανικής και της τεχνολογίας. Με αυτό τον τρόπο ο συγγραφέας πιστεύει ότι δίνεται μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του ευρύτερου σημερινού θεματικού πεδίου των θετικών επιστημών κατά την αρχαιότητα.
Σημειώνεται η επισήμανση του συγγραφέα ότι η οπτική γραφής του βιβλίου επιχειρείται να γίνει με τα μάτια του τότε και όχι του σήμερα, να προβληθούν τα μεγάλα ερωτήματα που τέθηκαν στην αρχαιότητα και να φωτιστεί η οπτική των θεωρήσεων της εποχής εκείνης, με τις γνώσεις, τις δυνατότητες και τα μέσα που υπήρχαν, με τις επικρατούσες κοινωνικές, θρησκευτικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις. Στο βιβλίο παρουσιάζονται επίσης οι σχετικές σύγχρονες θεωρήσεις της επιστημονικής έρευνας. Όπου υπάρχουν επιστημολογικές αντιπαραθέσεις παρατίθενται οι διαφορετικές ερμηνείες και τα αντίστοιχα επιχειρήματα.
Ένα από τα βασικά στοιχεία της οπτικής του βιβλίου αποτελούν οι φιλοσοφικές θεωρίες και οι αντίστοιχες σχολές σκέψης, που αναπτύχθηκαν στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο (αρχικά στις πόλεις της Ιωνίας, μετά στην κυρίως Ελλάδα, στην Κάτω Ιταλία και την Αλεξάνδρεια), οι οποίες αντανακλούν, στον ένα η άλλο βαθμό, την επίδραση των εκάστοτε πολιτικών, θρησκευτικών και κοινωνικών συνθηκών. Παράλληλα παρουσιάζονται και οι μεταξύ τους διαφορές και αντιπαραθέσεις, σε ένα πλαίσιο γόνιμης κριτικής σκέψης και ανάπτυξης του διαλόγου. Στην αρχική περίοδο η Φιλοσοφία έπαιζε ρόλο «ομπρέλας» όλων των επιστημών, αλλά στην πορεία με την ανάπτυξη των επί μέρους επιστημών και τις αντίστοιχες θεωρίες, διαμορφώθηκαν σχηματικά δύο βασικές ομάδες: οι θετικές και κοινωνικές επιστήμες. Δηλαδή Μαθηματικά, Αστρονομία, Γεωγραφία, Φυσική, Ιατρική, Φαρμακολογία, Αρχιτεκτονική, Πολεοδομία, Μηχανική, κλπ, καθώς η Φιλοσοφία, Κοινωνιολογία, Νομική, Πολιτική Οικονομία, κλπ.
Στο βιβλίο του ο Ν. Δημητρακόπουλος εξετάζει τις κυριότερες φιλοσοφικές θεωρίες ανά σχολή σκέψης στη διαδρομή των έντεκα αιώνων.
Η αναγνώριση της προσφοράς των αρχαίων φιλοσόφων, με κορυφαίο τον Ηράκλειτο, που είναι από τους διαχρονικότερους επιστήμονες-σοφούς του κόσμου, ο οποίος μπόρεσε να διατυπώσει σπερματικά τη διαλεκτική και τις θεωρίες της ατομικής φυσικής. Το περίφημο απόσπασμα 30 (κατά τη μεταφραστική εκδοχή του Heisenberg), για το οποίο ο Einstein έλεγε ότι όταν το διάβαζε ανατρίχιαζε, αναφέρει: «Τον κόσμο αυτό, που είναι ίδιος για όλους (και ο ίδιος παντού στην ατομική τους σύσταση), ούτε κάποιος θεός, ούτε άνθρωπος τον έκανε, αλλά υπήρχε πάντα (ως αυθυπόστατος και άχρονος) και θα υπάρχει πάντα, ως ενεργητική φωτιά που πάντα θα γεννά τη ζωή και που πειθαρχώντας στην νομοτέλεια της θα μετασχηματίζεται συνεχώς και κατά χρονικά διαστήματα».!!
Ωστόσο αρκετές φορές στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης ιδεών και απόψεων, ορισμένες φιλοσοφικές θεωρήσεις, τέθηκαν με ένα υπερβατικό τρόπο ή φαίνονται ως εξωπραγματικές. Όμως δεν θα πρέπει να τις αντιπαρερχόμαστε απαξιωτικά, δεδομένου ότι συνέβαλαν στην πρόοδο της επιστημονικής σκέψης. Για παράδειγμα το ζήτημα της «πλάνης» των αισθήσεων, η προσέγγιση του Παρμενίδη έχει βάση, αν αναλογιστούμε ότι οι ανθρώπινες αισθήσεις έχουν περιορισμένες δυνατότητες (π.χ. η ανθρώπινη όραση δεν μπορεί να αντιληφθεί το υπέρυθρο και υπεριώδες, δηλαδή όλο το «φάσμα» ή ακόμα και τις 4 διαστάσεις κλπ). Επίσης ο Ζήνων ο Ελεάτης, δεν ήταν αφελής με τη διατύπωση των «παραδόξων» που επισήμανε. Τα παράδοξα του Ζήνωνα μπορεί να ειπωθεί ότι αποτελούν το πρόπλασμα της σύγχρονης μαθηματικής λογικής και άσκησαν μεγάλη επιρροή στην εξέλιξη των Μαθηματικών, όχι μόνο των αρχαίων, αλλά και των μεταγενέστερων. Δεν πρέπει επίσης να μένουμε στις αρνητικές πλευρές της ιδεαλιστικής-θεολογικής αντίληψης του Πλάτωνα για τη δημιουργία του κόσμου, που δεν έχει καμία αντιστοίχιση με την πραγματικότητα και την πρόκριση της νόησης, έναντι των αισθήσεων και της παρατήρησης, πράγμα που επέδρασε αρνητικά στην πρόοδο της εμπειρικής έρευνας. Υπάρχουν ωστόσο και θετικές πλευρές. Η επιστημονική έρευνα ασχολείται με την ανακάλυψη αφηρημένων νόμων που διέπουν τα εμπειρικά δεδομένα. Ο Πλάτων συνεισέφερε σημαντικά στην ανάπτυξη της μαθηματικής αστρονομίας, με τον προσανατολισμό των αστρονόμων γύρω από το πρόβλημα της κίνησης των πλανητών, ανεξάρτητα από το λόγο και τον τρόπο που προσέγγισε το θέμα.
Αναμφισβήτητα η ανάπτυξη της σκέψης των αρχαίων διανοητών, συνέβαλε στον παραμερισμό παλαιών θρησκευτικών παραδόσεων και υπερφυσικών θεολογικών κοσμογονικών ερμηνειών. Συνέβαλε στη διατύπωση νέων κοσμοθεωριών, βασισμένων στην παρατήρηση και στον ορθολογισμό. Στην ανάπτυξη φυσιοκρατικών υλιστικών θεωριών και την προσπάθεια εξήγησης ουρανίων και φυσικών φαινομένων. Επίσης συνέβαλε στην αποδέσμευση της Ιατρικής από τα θρησκευτικά δεσμά κ.ά.
Παράλληλα η ανάπτυξη του ελεύθερου στοχασμού, της λογικής και το ενδιαφέρον για τα κοινά, η δημοσιοποίηση και αντιπαράθεση απόψεων και θεωριών και η δημόσια κριτική, συνέβαλαν στον παραμερισμό παγιωμένων θρησκευτικών αντιλήψεων που εμπόδιζαν την επιστημονική έρευνα και την ανάπτυξη νέων θεωριών.
Ειδικότερα η αναζήτηση λύσεων, με τη χρήση νέων καμπύλων και οργάνων στα τρία άλυτα προβλήματα της ελληνικής αρχαιότητας (τετραγωνισμός κύκλου, διπλασιασμός κύβου ή δήλιο πρόβλημα, τριχοτόμηση γωνίας), αγνοώντας τον αυτοπεριορισμό της αρχαίας ελληνικής γεωμετρίας – που λόγω θρησκευτικών προκαταλήψεων επέβαλε αυθαίρετα την αποδοχή λύσεων μόνο με κανόνα και διαβήτη για την κατασκευή μόνο ευθειών και κύκλων – ήταν μια θαυμαστή πρωτοτυπία της επιστημονικής σκέψης, που εισάγει μια μεγάλη μεθοδολογική επανάσταση.
Πολύ σημαντική ήταν επίσης η διατύπωση θεωριών που αμφισβητούσαν την κυρίαρχη θεώρηση του «γεωκεντρισμού». Ότι δηλαδή η Γη αποτελούσε το κέντρο του κόσμου και θεωριών για την κίνηση της Γης (είτε γύρω από κάποιο κέντρο, είτε γύρω από τον εαυτό της). Η διατύπωση της «ηλιοκεντρικής» θεωρίας, που έγινε για πρώτη φορά από τον Αρίσταρχο το Σάμιο, η οποία μάλιστα ήταν αντίθετη προς τα φαινόμενα, διακηρύσσοντας ότι το κέντρο του κόσμου είναι ο Ήλιος γύρω από τον οποίο περιφέρεται η Γη, συνέβαλε στην αμφισβήτηση παγιωμένων θρησκευτικών αντιλήψεων περί «γεωκεντρισμού».
Ένα κρίσιμο ερώτημα ιστορικού χαρακτήρα, που εξετάζει ο συγγραφέας, αφορά τους ιδιαίτερους παράγοντες που συνετέλεσαν τόσο στην «πνευματική άνθιση», όσο και «πνευματική παρακμή» και απαξίωση της σκέψης των αρχαίων διανοητών, καθώς και στην μετέπειτα «αναγέννηση» και καταξίωση της. Η απάντηση βρίσκεται στις αλλαγές και ανακατατάξεις του πολιτικού-οικονομικού και θρησκευτικού πλαισίου κάθε χρονικής περιόδου. Ειδικότερα στην διάρκεια του 7ου και 6ου π.Χ. αιώνα, επήλθαν σημαντικές κοινωνικές-οικονομικές αλλαγές στα παράλια της Ιωνίας και στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Το αυξανόμενο εμπόριο από τις πόλεις κράτη (πχ Μίλητος, Έφεσος, κ.ά), κατά μήκος των ακτών του Αιγαίου, ως τον Εύξεινο Πόντο και τα παράλια της Μεσογείου, οδήγησαν στην ενίσχυση της θέσης των εμπόρων και ναυτικών και το σχετικό παραμερισμό του ρόλου των αριστοκρατών και του θρησκευτικού ιερατείου. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, «ο συναλλασσόμενος έμπορος είχε πλέον μεγάλη ανεξαρτησία και δεν αποδεχόταν κάποιον απόλυτο μονάρχη. Ο πλούτος καθώς και ο θεσμός της δουλείας. του παρείχαν τη δυνατότητα να απολαμβάνει κάποιες ανέσεις. Έτσι μπορούσε να φιλοσοφεί γύρω από το δικό του κόσμο. Διαμορφώθηκαν συνθήκες ελεύθερου στοχασμού, ανταλλαγής και αντιπαράθεσης απόψεων». Από την άλλη, η ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυσιπλοΐας, χρειαζόταν την εκτέλεση απαραίτητων τεχνικών έργων (λιμενικών, αρδευτικών), τη ναυπήγηση νέων πλοίων και την ανάπτυξη των συναλλαγών, τα οποία με τη σειρά τους, «έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη των Μαθηματικών, της Αστρονομίας, της Γεωγραφίας, της Μηχανικής, της Τεχνολογίας, κ.ά». Η κατάληψη των ιωνικών πόλεων από τους Πέρσες, είχε ως αποτέλεσμα ένα μέρος των διανοητών να καταφύγει στις πόλεις της κυρίως Ελλάδας και στην Κάτω Ιταλία, δημιουργώντας νέες σχολές σκέψεις.
Από την άλλη στην Αρχαία Αθήνα, μετά τη νικηφόρα έκβαση των περσικών πολέμων, την οικονομική και πολιτική της ηγεμονία και την ανάπτυξη των θεσμών της άμεσης δημοκρατίας, έδωσαν νέα ώθηση στην ανάπτυξη των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών. Τέλος η άνοδος των Μακεδόνων και η νικηφόρα εκστρατεία του Μ.Αλέξανδρου στη Μ.Ασία, Αίγυπτο και Μ.Ανατολή, έδωσε νέα ώθηση και συνέχεια στη σκέψη των αρχαίων ελλήνων με κύριο πνευματικό κέντρο την Αλεξάνδρεια. Η κυριαρχία των Ρωμαίων στον ελλαδικό χώρο, στη Μ.Ασία και Μεσόγειο, διατήρησαν και ανάπτυξαν την αρχαία πνευματική κληρονομιά. Ωστόσο η εμφάνιση της χριστιανικής θρησκείας και η επίσημη αναγνώρισή της από το Μ.Κωνσταντίνο, επέφερε ριζικές ανατροπές όχι μόνο στο θρησκευτικό πεδίο (με άρνηση και απαξίωση της πνευματικής κληρονομιάς της αρχαιότητας), αλλά και κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές με την κατάργηση της δουλοκτησίας και τη μετάβαση στη Φεουδαρχία. Θα περάσουν σχεδόν δέκα αιώνες, ώσπου με την Αναγέννηση, θα ξαναέλθουν στην επιφάνεια τα επιτεύγματα της σκέψης των αρχαίων ελλήνων, τα οποία στις νέες συνθήκες αποσύνθεσης της φεουδαρχίας, έπαιξαν προωθητικό ρόλο στις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης,
Το πολύ σημαντικό βιβλίο του Ν.Δημητρακόπουλου, τελειώνει με την παράθεση δύο «Παραρτημάτων» που με συνοπτικό και παραστατικό τρόπο, διευκολύνουν στην κατανόηση ορισμένων θεωρητικών εννοιών και τη χρονολογική σειρά ιστορικών γεγονότων και σωζόμενων έργων αρχαίων διανοητών. Πρόκειται για μια αληθινή «εγκυκλοπαίδεια», πολύτιμο βοήθημα για κάθε αναγνώστη και μελετητή. Ειδικότερα στο «Παράρτημα I», δίδονται επεξηγήσεις ορισμών και εννοιών πολλών επιστημονικών τομέων (αστρονομίας, γεωγραφίας, χαρτογραφίας). Επίσης εκτίθενται αναλυτικά και κάποια επί μέρους θέματα που έχουν γενικότερο ενδιαφέρον για την αρχαιότητα, όπως τα ημερολόγια, τα αστρονομικά και γεωδαιτικά όργανα, τα ηλιακά ωρολόγια, τα δημόσια έργα, οι απόψεις αρχαίων για τη σφαιρικότητα της Γης, κ.ά.
Στο Παράρτημα II, περιλαμβάνονται τρείς κατηγορίες Πινάκων. Ένας αφορά τα σωζόμενα έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων στους θεματικούς τομείς του παρόντος βιβλίου (ένας πίνακας). Δεύτερος για τους σημαντικότερους αρχαίους Έλληνες διανοητές στους αντίστοιχους θεματικούς τομείς (εννέα πίνακες). Τέλος ένας τρίτος που παρουσιάζει συνοπτικά τις λύσεις που δόθηκαν στα τρία άλυτα προβλήματα της ελληνικής αρχαιότητας, με τη χρήση άλλων γραμμών ή οργάνων, εκτός του κανόνα και του διαβήτη.
Τέλος θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντική την επισήμανση του συγγραφέα, για την ανάγκη προστασίας και ανάδειξης της πνευματικής κληρονομιάς όχι με λόγια αλλά με έργα. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει στον Πρόλογο, «Η Λογική και η Απόδειξη αποτελούν κορυφαίες διανοητικές συλλήψεις του ανθρώπινου νου και αυτό ήταν έργο των αρχαίων Ελλήνων. Οι νόμοι της Λογικής και οι αποδεικτικές μέθοδοι σηματοδοτούν τις απαρχές της επιστήμης, με τη σημερινή έννοια. Θα περίμενε λοιπόν κανείς, αυτές οι πολύτιμες μεθοδολογικές παρακαταθήκες να αποτελούν συστατικό στοιχείο της εκπαιδευτικής διαδικασίας των Νέο-ελλήνων. Δυστυχώς όμως η σημερινή πραγματικότητα είναι απογοητευτική και εύλογα είναι τα ερωτήματα που γεννώνται… Γιατί καταργήθηκε η αναλυτική και η συνθετική μέθοδος; Γιατί συρρικνώνεται συνεχώς η ύλη των Μαθηματικών και κυρίως η ύλη της γεωμετρίας; Γιατί σταμάτησε η διδασκαλία της Ιστορίας των Επιστημών και της τεχνολογίας; Γιατί προωθείται η στείρα γνώση και όχι η κριτική σκέψη; Γιατί…κλπ, κλπ.!
Ασφαλώς υπάρχουν μεγάλα ελλείμματα και λαθεμένες επιλογές στο χώρο της Παιδείας και ευρύτερα στη σφαίρα του Πολιτισμού, που συνδέονται άμεσα με το μεγάλο θέμα της ανάδειξης, προστασίας και δημιουργικής αξιοποίησης της αρχαίας πνευματικής κληρονομιάς και όχι απλά μιας τουριστικής προβολής και καλλιέργειας δημοσίων σχέσεων σε όφελος ιδιωτικών συμφερόντων. Αυτό φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη ευαισθητοποίησης και ενεργοποίησης των επιστημονικών, κοινωνικών και πολιτιστικών φορέων για μια ουσιαστική στροφή στο συγκεκριμένα πεδία. Το βιβλίο του Νίκου Δημητρακόπουλου αποτελεί μια πραγματική συμβολή προς αυτήν την κατεύθυνση, γι’ αυτό και χρειάζεται η διάδοσή του στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.
(*) Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ Οικονομικών