Βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου Δημήτρη Στρατούλη «8 μήνες που συντάραξαν την Ελλάδα, Ιανουάριος – Αύγουστος 2015»
από Γιάννη Τόλιο*
Το βιβλίο του Δημήτρη Στρατούλη, «8 μήνες που συντάραξαν την Ελλάδα, Ιανουάριος-Αύγουστος 2015» από τις εκδόσεις «Τόπος» (2022), αναφέρεται στα δραματικά ιστορικά γεγονότα τα οποία εξελίχτηκαν το πρώτο οχτάμηνο του 2015 στην Ελλάδα όταν έγινε κυβέρνηση το ΣΥΡΙΖΑ. Ο Δημήτρης Στρατούλης ήταν τότε Βουλευτής και Υπουργός στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ως τον Αύγουστο 2015 και αποχώρησε με όλους τους βουλευτές και τα κυβερνητικά στελέχη της «Αριστερής Πλατφόρμας» του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα είναι Γραμματέας του πολιτικού φορέα «ΛΑΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ – ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ».
Ειδικότερα το βιβλίο αναφέρεται στις διεργασίες και τα γεγονότα που οδήγησαν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να απαρνηθεί τη δέσμευσή της για ακύρωση των Μνημονίων και επέλεξε τη συνθηκολόγηση με τους δανειστές (ΔΝΤ-ΕΚΤ-ΕΕ) και δεσμεύτηκε να εφαρμόσει ένα 3ο Μνημόνιο στην περίοδο 2015-2019. Ο συγγραφέας γράφει την ιστορία του οκταμήνου, μέσα στα πλαίσιο των τότε οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα, στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παίρνοντας υπόψη την πολιτική, ιδεολογική, προγραμματική εσωτερική διαπάλη που υπήρχε στο ΣΥΡΙΖΑ και τον κρίσιμο ρόλο του «Αριστερού Ρεύματος» που συμμετείχε ιδεολογικά και πολιτικά στην «Αριστερή Πλατφόρμα» του ΣΥΡΙΖΑ εκείνη την περίοδο.
Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, δεν ήταν μόνο οι «αντικειμενικοί παράγοντες» που καθόρισαν τις εξελίξεις στην Ελλάδα – δηλαδή οι συνεδριάσεις και οι αποφάσεις του Eurogroup, της Ευρωζώνης, των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και του ΔΝΤ και η αποδοχή τους (θα πρόσθετα) από τους οικονομικούς και πολιτικούς εκπροσώπους της ελληνικής άρχουσας τάξης – αλλά και ο «υποκειμενικός παράγοντας», δηλαδή οι αποφάσεις της ηγετικής του ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και του προέδρου Αλέξη Τσίπρα. Ο Δ.Στρατούλης θεωρεί ότι όλα τελικά κρίθηκαν από τις κυρίαρχες επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί εάν οι αποφάσεις του ήταν διαφορετικές, δηλαδή εάν η ηγεσία του δεν συνθηκολογούσε με τους δανειστές ή εάν οι ασυμβίβαστες δυνάμεις του, δηλαδή η «Αριστερή Πλατφόρμα», είχε την πλειοψηφία, τότε η πορεία των εξελίξεων στην Ελλάδα και ίσως στην ΕΕ να ήταν πολύ διαφορετική.
Ο συγγραφέας προσπαθεί να γράψει την ιστορία που δεν πρόλαβαν ή δεν μπόρεσαν να γράψουν οι «νικημένοι» της Αριστερής Πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί που τόλμησαν να υψώσουν το ανάστημά τους, απέναντι σε όλες τις κυρίαρχες πολιτικές, οικονομικές και μιντιακές δυνάμεις, του εγχώριου και διεθνούς κατεστημένου και σε κάθε μορφής εξουσία, αυτοί που αγωνίστηκαν για μία άλλη, διαφορετική πορεία των εξελίξεων. Υπερασπίζεται επίσης, τις παρεμβάσεις της Αριστερής Πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ, από διαστρεβλώσεις και συκοφαντίες, που είπε το ΟΧΙ στο 3ο μνημόνιο. Όχι για να είναι όπως γράφει, η ιστορία καλή με τα στελέχη και μέλη της, αλλά δίκαιη και αντικειμενική.
Ο Δ.Στρατούλης παρουσιάζει τα ιδιαίτερα πολιτικά χαρακτηριστικά των τότε ηγετικών στελεχών της Αριστεράς, τα αγωνιώδη και δραματικά πολιτικά διλήμματα που αντιμετώπισαν, τις αρετές, τις αδυναμίες και ταλαντεύσεις τους, τις αλλαγές στάσης των πολιτικών συμπεριφορών και πολιτικών τους θέσεών. Για να μη σκεπάσει, όπως γράφει, η σκόνη της λήθης τους αγώνες, τις αγωνίες, τους στόχους και τις ελπίδες για έναν καλύτερο κόσμο, όσων είπαν τότε το μεγάλο ΟΧΙ στη συνθηκολόγηση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ με τους δανειστές και των υπερεθνικών θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι εκείνη την κρίσιμη περίοδο, κάθε στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ έκανε τις πολιτικές του επιλογές, γι’ αυτό και τα αξιολογεί αποκλειστικά με πολιτικά κριτήρια. Επίσης διευκρινίζει, ότι δεν έγραψε το βιβλίο, ούτε για να παίξει το ρόλο του «χρήσιμου ηλίθιου» των αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς, ούτε για να εξυπηρετήσει τις πολιτικές τους σκοπιμότητές στο παρόν και στο μέλλον.
Το βιβλίο απευθύνεται κυρίως στον κόσμο της Αριστεράς, αλλά και ευρύτερα σε προοδευτικούς πολίτες, εντός αλλά και εκτός της Ελλάδας, για γόνιμο προβληματισμό και κατά πόσο τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε διαφορετικά, καθώς για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι σύγχρονες προκλήσεις από την Αριστερά. Απευθύνεται, επίσης, στη νεολαία, ώστε να πάρει υπόψη της όχι μόνο τους αγώνες, αλλά και τα λάθη της Αριστεράς εκείνης της περιόδου, για να μην κάνει τα ίδια, όταν θα επιχειρήσει μια νέα προσπάθεια ριζοσπαστικών αλλαγών και ελπιδοφόρας προοπτικής. Απευθύνεται επίσης ευρύτερα στους ευρωπαίους πολίτες, πολλοί από τους οποίους δεν έχουν αντιληφθεί ότι το νεοφιλελεύθερο και αντιδημοκρατικό οικοδόμημα της Ευρωζώνης και της ΕΕ, αποτελεί μια ιδιόμορφη «φυλακή» των ευρωπαϊκών λαών.
Ο συγγραφέας έχει βιώσει μέσα από θέσεις υψηλής πολιτικής και κυβερνητικής ευθύνης, τα κρίσιμα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Δεν έγραψε, όμως, μια ιστορία από τα πάνω, δηλαδή μόνο για τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν, αλλά αναφέρεται αναλυτικά στις πραγματικές κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας, δηλαδή στο ρόλο της λαϊκής παρέμβασης και των κινητοποιήσεων του ελληνικού λαού, αλλά και στις κινητοποιήσεις αλληλεγγύης ευρωπαϊκών και άλλων λαών στις κρίσιμες πολιτικές καμπές εκείνης της συνταρακτικής περιόδου. Έγραψε, δηλαδή, μια ιστορία από τα κάτω. Κατέγραψε την πορεία ενός λαού από την ελπίδα και τον ενθουσιασμό, στην ήττα και την απογοήτευση. Και υπογραμμίζει ότι κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε αλλιώς και ότι δεν ήταν μονόδρομος η καταστροφική εξέλιξη που είχαν!
Ο συγγραφέας διαφωνεί ριζικά με το αφήγημα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, ότι η τότε κυβέρνηση δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Θεωρεί ότι αυτό που έφτασε στα όριά του, απέτυχε και ηττήθηκε, ήταν η «διαπραγματευτική στρατηγική και τακτική» της ελληνικής κυβέρνησης και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην «τρόϊκά» (ΔΝΤ-ΕΚΤ-ΕΕ). Τους καταλογίζει ότι διαπραγματεύτηκαν, χωρίς να αμφισβητούν τους κανόνες της Ευρωζώνης και της ΕΕ, χωρίς να είναι αποφασισμένοι να κάνουν χρήση του εργαλείου της στάσης πληρωμών και μη αποπληρωμής του δημόσιου χρέους, την έξοδο από την Ευρωζώνη και το ευρώ, το δημόσιο έλεγχο των τραπεζών, τη θέσπιση άμεσου ελέγχου στην κίνηση κεφαλαίων, κά. Πάνω από όλα υποτίμησαν τη δυναμική της λαϊκής παρέμβασης, παράκαμψαν τα συλλογικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ και είχαν αυταπάτες περί της αξιοποίησης δήθεν των αντιθέσεων μεταξύ ΔΝΤ κα ΕΕ για την επίτευξη «αξιοπρεπούς συμφωνίας» χωρίς συγκρούσεις και ρήξεις μαζί τους.
Καταγγέλλει την ΕΕ και το ΔΝΤ, ότι χρησιμοποίησαν σε βάρος της ελληνικής κυβέρνησης, εκβιαστικές, απειλητικές και βάναυσες πολιτικά και οικονομικά πρακτικές, να την παρεμποδίσουν να βάλει τέλος στα μνημόνια της λιτότητας, που όπως οι ίδιοι παραδέχθηκαν εκ των υστέρων, ωφέλησαν κυρίως, τις μεγάλες γερμανικές και γαλλικές τράπεζες σε βάρος του ελληνικού λαού. Επιμένει όμως, ότι η ελληνική κυβέρνηση και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, διέθεταν πολιτικά και οικονομικά εργαλεία προώθησης μιας φιλολαϊκής πολιτικής διεξόδου από την κρίση, τα οποία δεν αξιοποίησε, και ότι υπήρχε εναλλακτική πολιτική, που δεν την ακολούθησε.
Ισχυρίζεται ότι η τότε κυβέρνηση με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ (διότι στην κυβέρνηση συμμετείχαν και οι ΑΝ.ΕΛ), θα έπρεπε να είχε επεξεργαστεί τον τρόπο, τα μέσα και το χρονοδιάγραμμα προώθησης των στόχων της, για τους οποίους είχε δεσμευτεί προεκλογικά στον ελληνικό λαό. Δηλαδή, να είχε προσδιορίσει, ένα «σχέδιο Α» κι ένα «σχέδιο Β» (αναστολή αποπληρωμής του δημόσιου χρέους με στόχο τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους, σύγκρουση και ενδεχόμενη ρήξη και αποχώρηση από την Ευρωζώνη, κά). Το «σχέδιο Α» θα ήταν το πρώτο που θα επιχειρούσε να εφαρμόσει και το «σχέδιο Β» θα ήταν η λύση έκτακτης ανάγκης, εάν οι δανειστές εμπόδιζαν την εφαρμογή του «σχεδίου Α».
Δυστυχώς, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και ο τότε Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, είχαν ως πολιτική επιλογή τη μη προετοιμασία εφαρμογής ενός «σχεδίου Β». Αγκιστρώθηκαν σε ένα «σχέδιο A», που τελικά ούτε και αυτό εφάρμοσαν. Θεωρεί ότι η ελληνική κυβέρνηση, μετά το δημοψήφισμα στις 5/7/2015, με καταγεγραμμένο το 61,3% του ελληνικού λαού κατά της εφαρμογής ενός νέου, 3ου Μνημονίου, μπορούσε και θα έπρεπε απέναντι στην επιμονή των δανειστών για υποταγή στις αξιώσεις τους, να εφαρμόσει το πρόγραμμά της και να προωθήσει ως ρεαλιστική και βιώσιμη λύση τη διακοπή αποπληρωμής του δημόσιου χρέους και την έξοδο από την Ευρωζώνη, διασφαλίζοντας μια βιώσιμη έξοδο από την κρίση.
Δυστυχώς δεν έκανε τίποτε από αυτά. Δεν αξιοποίησε ούτε το γεγονός της διακοπής χρηματοδότηση της χώρας το Φεβρουάριο του 2015 από τους δανειστές, οι οποίοι είχαν δεσμευτεί στα πλαίσια του Α’ και Β’ Μνημονίου. Ταυτόχρονα προκειμένου να καλύψει τις αναγκαίες δαπάνες λειτουργία του κράτους θα έπρεπε να προχωρήσει στην αύξηση εσόδων από τη φορολογία του πλούτου και του μεγάλου κεφαλαίου, το πέρασμα στον έλεγχο του Δημοσίου των τραπεζών και τον έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων για να σταματήσει η διαρροή καταθέσεων από τους πλουτοκράτες στο εξωτερικό. Γι’ αυτό θεωρεί ότι η «διαπίστωση» της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, ότι «δεν υπήρχε εναλλακτική λύση» εκτός από τη συνθηκολόγηση, είναι προσχηματική και αβάσιμη και είχε τραγικές συνέπειες για τον ελληνικό λαό.
Με το βιβλίο του ο συγγραφέας συμμετέχει στον ανοικτό και διαρκή «πόλεμο μνήμης» που διεξάγεται για την ερμηνεία των γεγονότων και των πολιτικών αποφάσεων στη διάρκεια του πρώτου οχταμήνου του 2015. Δεν προβαίνει σε απλή παράθεση ιστορικών γεγονότων και διεργασιών εκείνης της περιόδου, αλλά αναδεικνύει μέσα από τις μεγάλες και μικρές στιγμές, το γενικό μέσα από το ειδικό, τη μεγάλη και κεντρική εικόνα μέσα από τις επιμέρους συναρπαστικές λεπτομέρειες και τη βασική κατεύθυνση που έπαιρναν κάθε φορά οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις στη χώρα. Μετατρέπει το προσωπικό του βίωμα σε βίωμα συλλογικό, αξιολογώντας πολιτικά όσα έγιναν τότε, καταλήγοντας σε χρήσιμα συμπεράσματα από το πρόσφατο παρελθόν, για το μέλλον.
Για όλους αυτούς τους λόγους το βιβλίο του Δημήτρη Στρατούλη, θα είναι στο μέλλον, απαραίτητο μέσο αναφοράς για κάθε ιστορικό ερευνητή αυτής της περιόδου, αφού σε αυτό αποτυπώνει με πλήθος γραπτών τεκμηρίων και δημόσιων τοποθετήσεων, την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και κινηματική ιστορία του πρώτου οχταμήνου του 2015, καθώς και τη διαδρομή ενός σημαντικού ιδεολογικοπολιτικού ρεύματος (Αριστερό Ρεύμα – Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ), που κανείς ιστορικός δε θα δικαιούται να αγνοεί.
Όπως εξηγεί ο ίδιος, αισθάνεται «ηττημένος» και γι’ αυτό στενοχωρημένος και πικραμένος, αλλά όχι απογοητευμένος, ούτε μετανιωμένος», γι’ αυτά για τα οποία αγωνίστηκε, γιατί τελικά «το σύστημα μπορεί να νίκησε αυτόν και τους συντρόφους του της Αριστερής Πτέρυγας, που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά την συνθηκολόγησή με τους δανειστές, αλλά δε τους υπόταξε και ούτε εκχώρησαν το ηθικό αγωνιστικό πλεονέκτημα της Αριστεράς». Και στο τέλος του βιβλίου επιμένει ότι, «παρόλα όσα έγιναν, υπάρχει ελπίδα». Γιατί το καπιταλιστικό σύστημα είναι πολύ άδικο και εκμεταλλευτικό για να παραμείνει αιώνιο. Δε θα πέσει όμως από μόνο του, αλλά με τους συλλογικούς αγώνες των λαών. Αρκεί να γίνουν γόνιμες τομές στις θεωρήσεις και τις πρακτικές της Αριστεράς και να διαθέτει συγκροτημένο και πειστικό σχέδιο ανατροπής, αλλαγής και ελπιδοφόρας προοπτικής.
Όσον αφορά την Ελλάδα, θεωρεί ότι οι δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς θα μπορούσαν να βρουν ένα κοινό ενωτικό κινηματικό, πολιτικό και εκλογικό βηματισμό και να απευθυνθούν για συνεργασία στις δυνάμεις της κοινοβουλευτικής Αριστεράς (ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25), στη βάση ενός κοινού προγράμματος για τα άμεσα προβλήματα του λαού, διατηρώντας η κάθε μία πολιτική δύναμη την οργανωτική, πολιτική και ιδεολογική αυτοτέλειά της. Εκτιμά ότι έτσι θα μπορέσουν να αποτελέσουν ένα ισχυρό αγωνιστικό αντιπολιτευτικό στήριγμα για τον ελληνικό λαό στις σημερινές ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες και να τους είναι πραγματικά χρήσιμες.
Πιστεύει ότι το παράθυρο της δημιουργικής Ουτοπίας, δηλαδή μιας κοινωνίας ισότητας-ελευθερίας-κοινωνικής δικαιοσύνης, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, βρίσκεται πάντα ανοικτό μπροστά μας. Ότι όσα έγιναν το 2015 δεν ξεγίνονται, ούτε μπορούν να αλλάξουν. Όμως, το παρόν και το μέλλον μπορούν να αλλάξουν. Ότι η ιστορία διαμορφώνεται από τη συνειδητή συλλογική δράση των ανθρώπων και ότι η πορεία της δεν είναι προκαθορισμένη αλλά είναι προϊόν του κοινωνικού γίγνεσθαι.
(*) Ο Γιάννης Τόλιος, είναι διδάκτωρ Οικονομικών. Στην περίοδο της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (Γενάρης-Αύγουστος 2015), διετέλεσε Γενικός Γραμματέας Βιομηχανίας του υπ. Παραγωγικής Ανασυγκρότησης. Παραιτήθηκε μαζί με όλους τους βουλευτές και κυβερνητικά στελέχη που ανήκαν στην «Αριστερή Πλατφόρμα» του ΣΥΡΙΖΑ, όταν η κυβέρνηση υπέγραψε το Γ’ Μνημόνιο.