Κακόγουστη επίδειξη υποκρισίας και προεκλογικών υποσχέσεων στη Βουλή
Άνοιξε την Τετάρτη η αυλαία της προεκλογικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στους επικεφαλής των κοινοβουλευτικών κομμάτων.
Ο Πρωθυπουργός – λες και ζει σε άλλη χώρα – παρουσίασε ότι όλα πάνε ωραία και καλά, αποσιωπώντας τα προβλήματα επιβίωσης, που οι ακραία αντικοινωνικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές της κυβέρνησής του έχουν προκαλέσει στο λαό, την ίδια στιγμή που δίνει νέα προκλητικά προνόμια στην ολιγαρχία, ενώ τον αφήνει απροστάτευτο από την πανδημία, την πρωτοφανή ακρίβεια και τις φυσικές καταστροφές.
Παρουσίασε αδιάντροπα ως «κοινωνικές πολιτικές», το νέο αντεργατικό νόμο Χατζηδάκη, που καταργεί το 8ωρο στον ιδιωτικό τομέα, περιορίζει τη συνδικαλιστική δράση, υπονομεύει το δικαίωμα της απεργίας, θεσπίζει τις απλήρωτες υπερωρίες και καταργεί τους δημόσιους ελεγκτικούς μηχανισμούς καθώς και το νόμο για το επικουρικό ασφαλιστικό ταμείο των νέων, με το οποίο εκχωρούνται τα αποθεματικά του στην ιδιωτική κερδοσκοπία και οι νέοι ασφαλισμένοι το μόνο που θα γνωρίζουν είναι πόσες εισφορές θα δίνουν και όχι, εάν θα πάρουν επικουρική σύνταξη και πόση.
Υποσχέθηκε ότι θα συνεχίσει την επιδοματική πολιτική για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, με την οποία καλύπτεται ένα πολύ μικρό μέρος των απωλειών των λαϊκών εισοδημάτων, συνεχίζοντας να αρνείται να πάρει μέτρα αύξησης των μισθών και συντάξεων, μείωσης του ΦΠΑ και του ειδικού φόρου κατανάλωσης και θέσπισης ανώτατου πλαφόν στις τιμές των προϊόντων που καλύπτουν βασικές κοινωνικές ανάγκες.
Ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνηση της ΝΔ πέτυχε τη «μεγαλύτερη μείωση της ανεργίας» στην Ευρώπη, αποσιωπώντας ότι αυτό έγινε με την επέκταση της μερικής απασχόλησης και της εκ περιτροπής εργασίας με μισθούς – χαρτζιλίκι, ωράρια – λάστιχο και εργασιακές συνθήκες γαλέρας.
Στα Εργασιακά, χαρακτήρισε «τομή τη διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού», αποκρύπτοντας ότι αυτός, όπως και ο μέσος μισθός στη χώρα μας, παραμένουν κάτω και από τα επίπεδα του 2012 και δεν καλύπτουν τις βασικές ανάγκες των λαϊκών νοικοκυριών για μία ζωή με αξιοπρέπεια. Παρουσίασε την ψηφιακή κάρτα ως πανάκεια για την αντιμετώπιση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, αλλά αμέσως μετά την πρώτη εφαρμογή της, έγιναν πολλές καταγγελίες για εξαναγκασμό εργαζομένων σε εργασία, μετά το «χτύπημα» της κάρτας στο «σχόλασμά» τους, γιατί αυτή, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο των εργοδοτών από δημόσιο ελεγκτικό μηχανισμό, καταλήγει σε νομιμοποίηση της εργοδοτικής ασυδοσίας και σε εξαπάτηση των εργαζομένων.
Για τους συνταξιούχους, που δεν έχουν πάρει ούτε ένα ευρώ αύξηση εδώ και 15 χρόνια, ενώ τις είδαν να μειώνονται μέχρι 40% το 2010 – 2018, ανέφερε θρασύτατα ότι «ο απόμαχος ξεκίνησε να ανακτά την αξιοπρέπειά του». Για τις εκκρεμείς συντάξεις ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνησή του τις δίνει νωρίτερα από την προηγούμενη, ενώ γνωρίζουμε ότι και πριν και τώρα εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχοι καθυστερούν για χρόναι να πάρουν την κανονική σύνταξή τους και καταταλαιπωρούνται από τον ουσιαστικά διαλυμένο ΕΦΚΑ.
Όσον αφορά τι προεκλογικές του εξαγγελίες, ότι από 1η/1/2023 θα καταργηθεί το χαράτσι της εισφοράς αλληλεγγύης για όλους και θα ξεπαγώσουν οι συντάξεις μετά από 12 χρόνια, φρόντισε να στείλει καθησυχαστικό μήνυμα στην ολιγαρχία και στην Ε.Ε. ότι αυτά θα γίνουν «χωρίς να απειλείται η δημοσιονομική ισορροπία ούτε η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας».
Υπερασπίστηκε με θράσος την ακόμα μεγαλύτερη εμπλοκή της Ελλάδας στα σχέδια της ευρωΝΑΤΟικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας, την περαιτέρω διεύρυνση της με Φινλανδία και Σουηδία και την αποστολή όπλων των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στην κυβέρνηση Ζελένσκι.
Έφτασε μάλιστα να ασκεί κριτική στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ του 2015, γιατί υπέγραψε το 3ο μνημόνιο, ενώ το κόμμα του το ψήφισε μαζί της στη Βουλή στις 14/8/2015.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επιτέθηκε στον Πρωθυπουργό, επιδιώκοντας να δώσει στη σύγκρουσή τους ιδεολογικά και ταξικά χαρακτηριστικά, καταγγέλλοντάς τον ότι εξυπηρετεί οικονομικά συμφέροντα. Ωστόσο, λόγω των μνημονιακών πολιτικών, που εφάρμοσε, και της έλλειψης εναλλακτικής πρότασής του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να κεφαλαιοποιήσει με αύξηση της εκλογικής επιρροής του την φθορά της κυβέρνησης της ΝΔ.
Υπάρχει κενό κινηματικής και πολιτικής αντιπολίτευσης, προβολής εναλλακτικής πρότασης και ενός πολιτικού φορέα ή μετώπου, που θα μπορούσε να το καλύψει. Οι δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς μπορούν να το καλύψουν, εάν ακολουθήσουν δρόμους ενότητας, ανασυγκρότησής τους και συντονισμένου αγώνα για τα πραγματικά προβλήματα του λαού.
Δημήτρης Στρατούλης
Στέλεχος ΛΑΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Πρ. Βουλευτής και Υπουργός