Η εισαγωγή του κρατούμενου Δ. Κουφοντίνα στην εντατική μετά από 40 ημέρες απεργίας πείνας καθιστά επιτακτικό ζήτημα ζωής και θανάτου την ικανοποίηση του αιτήματός του για επιστροφή του στις φυλακές Κορυδαλλού και λήξη της παράνομης και εκδικητικής αντιμετώπισής του από την Πολιτεία και την αρμόδια Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής.
Η κυβέρνηση φέρει ακέραια την ευθύνη για ό,τι προκύψει και έχει στα χέρια της τη ζωή ενός κρατούμενου που ζητά απλώς την εφαρμογή του νόμου. Και μάλιστα ενός νόμου που η κυβέρνηση αρνείται να εφαρμόσει, παρότι η ίδια τον ψήφισε με φωτογραφική διάταξη πρόσφατα προκειμένου ο συγκεκριμένος κρατούμενος να μην παραμείνει στις αγροτικές φυλακές Βόλου, αλλά να επιστρέψει στις φυλακές Κορυδαλλού, όπου και κρατείτο προηγουμένως. Συνεπώς, με το ύστατο μέσο της απεργίας πείνας δεν ζητείται διακριτική μεταχείριση υπέρ του, αλλά αντίθετα να πάψει η διακριτική μεταχείριση της μη εφαρμογής του νόμιμου πλαισίου που τον οδήγησε αυθαίρετα στις φυλακές Δομοκού.
Ένα κράτος δικαίου είναι ανεπίτρεπτο να παραβιάζει τους νόμους που το ίδιο θεσμοθετεί κατά το δοκούν και να αντιμετωπίζει άνισα και διακριτικά τους πολίτες με προσωποπαγή κριτήρια, και αυτό ανεξαρτήτως των αδικημάτων για τα οποία ο εκάστοτε κρατούμενος έχει καταδικαστεί. Ο σεβασμός στα θεσμοθετημένα δικαιώματα των κρατουμένων δεν αφορά το Δ. Κουφοντίνα ή οποιονδήποτε κρατούμενο ατομικά, αλλά τα δικαιώματα όλων των κρατουμένων το σύνολο.
Η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση είναι πολιτική εξόντωσης και δεδομένης της κρισιμότητας των στιγμών συνιστά έμμεση επαναφορά της θανατικής ποινής, που σταμάτησε να εφαρμόζεται στην Ελλάδα από το 1972 και καταργήθηκε οριστικά το 1993.
Να μην φτάσουμε σε σημείο να έχουμε στην Ελλάδα, τον πρώτο νεκρό απεργό πείνας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο μετά την καταδίκη σε θάνατο των Ιρλανδών κρατουμένων του IRA από την Θάτσερ. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελεί ανεξίτηλο στίγμα στο νομικό μας πολιτισμό και τις δημοκρατικές εγγυήσεις στη χώρα μας.
Η κυβέρνηση έχει αποκλειστικά στα χέρια της την επιλογή.