Η κυβέρνηση της ΝΔ αξιοποιεί συστηματικά την πανδημία για μία εντεινόμενη επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα και για χαριστικές ρυθμίσεις σε μεγάλα ιδιωτικά κερδοσκοπικά συμφέροντα.
Προωθεί το νεοφιλελεύθερο σχέδιο Πισσαρίδη, που, μεταξύ άλλων αντιλαϊκών μέτρων, προτείνει κατεδάφιση, ακόμα κι αυτών των στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων, που είχαν γλυτώσει από τη λαίλαπα των μνημονίων. Σε αυτή την κατεύθυνση, η κυβερνητική πλειοψηφία ψήφισε πρόσφατα στη Βουλή το νέο αντεργατικό νόμο με τον ψευδεπίγραφο τίτλο:«Μέτρα ενίσχυσης των εργαζομένων και ευάλωτων κοινωνικών ομάδων….».
Το πραγματικό επίκεντρο αυτού του νόμου είναι η πρωτοφανής κυβερνητική παρέμβαση στο συνδικαλιστικό νόμο 1264/1982, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο τη δράση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Συγκεκριμένα με αυτόν:
- Η Κυριακάτικη Αργία υπονομεύεται ακόμα περισσότερο, με την προσθήκη κι άλλων επιχειρήσεων και εργασιών στη λίστα αυτών, που ήδη επιτρέπεται η λειτουργία την Κυριακή.
- Νομοθετείται 10ωρη εργασία. Οι εργοδότες αποκτούν το δικαίωμα να επιβάλλουν, όποτε θέλουν, δύο επιπλέον ώρες ημερήσιας εργασίας, χωρίς οι εργαζόμενοι να αμείβονται για αυτές, και με αντίστοιχη διευθέτηση του χρόνου εργασίας μέσα στο εξάμηνο. Στην πράξη, δηλαδή, ο νέος νόμος ξηλώνει το οκτάωρο και αλλάζει το πλαφόν των υπερωριών. Αυτή η ρύθμιση, ουσιαστικά, μονιμοποιεί σειρά έκτακτων αντεργατικών ρυθμίσεων, που είχαν εισαχθεί με τα τρία μνημόνια. Αυτές, πλέον, δεν θα αποτελούν εξαιρέσεις, που θα ενεργοποιούνται σε μια έκτακτη υφεσιακή κατάσταση, αλλά τον κανόνα.
- Η απεργία, ουσιαστικά, καταργείται στις επιχειρήσεις, που η λειτουργία τους είναι κρίσιμη για το κοινωνικό σύνολο, στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ, με τη ρύθμιση για «ορισμό τουλάχιστον σε 40% προσωπικού στοιχειώδους λειτουργίας». Δηλαδή, σε μια απεργία θα απαγορεύεται σε πάνω από το 40% των εργαζόμενων σε αυτούς τους κλάδους να απεργήσει.
- Η Γενική Συνέλευση των συνδικαλιστικών οργανώσεων ως κυρίαρχο όργανο της βούλησης των εργαζομένων, ουσιαστικά, ακυρώνεται, αφού προβλέπεται ότι το σωματείο «πρέπει να παρέχει πραγματική πρακτική δυνατότητα συμμετοχής και ψήφου εξ αποστάσεως, ηλεκτρονικώς, ιδίως για τη λήψη απόφασης απεργίας». Αποδυναμώνεται η καρδιά της δημοκρατικής συλλογικής λειτουργίας του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, που είναι η συμμετοχή των εργαζομένων στις Γενικές Συνελεύσεις των σωματείων τους.
- Η εργοδοτική τρομοκρατία ενισχύεται και η συγκρότηση απεργοσπαστικών μηχανισμών διευκολύνεται, αφού «απαγορεύονται οι καταλήψεις χώρων και εισόδων. Αν λάβουν χώρα, όπως και η άσκηση ψυχολογικής ή σωματικής βίας σε βάρος εργαζομένων που δεν θέλουν να απεργήσουν, η απεργία καθίσταται παράνομη. Όσοι μετέχουν σε κατάληψη, τελούν ποινικώς κολάσιμη πράξη». Μ’ αυτό τον τρόπο, ποινικοποιείται η απεργία και θα θεωρείται παράνομη, αφού θα θεωρείται ότι συνιστά άσκηση ψυχολογικής βίας, όταν απεργοί ενημερώνουν προφορικά ή μοιράζουν απεργιακές ανακοινώσεις στην είσοδο της επιχείρησης σε συναδέλφους τους, που την ημέρα της απεργίας προσέρχονται να εργαστούν.
- Επιχειρείται περαιτέρω περιορισμός της δράσης των Συνδικάτων απέναντι στην εργοδοσία και τις κυβερνήσεις της. «Η απογραφή του σωματείου στο ήδη νομοθετημένο Γενικό Μητρώο καθίσταται προϋπόθεση για την άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος», ενώ το «δικαίωμα Συλλογικής Διαπραγμάτευσης αναγνωρίζεται μόνο στις οργανώσεις που έχουν εγγραφεί στα νομοθετημένα ψηφιακά Μητρώα εργαζομένων και εργοδοτών». Η κυβέρνηση, δηλαδή, θέτει ως προϋπόθεση λειτουργίας των Συνδικάτων την αποδοχή, από την πλευρά τους, του ψηφιακού «φακελώματός» τους.
- Αφαιρείται από τις Επιθεωρήσεις Εργασίας, που αποδυναμώνονται ακόμα περισσότερο, η αρμοδιότητα διεξαγωγής «εργατικής διαφοράς», δηλαδή μιας πρώτης εξωδικαστικής απόπειρας εργαζομένων και Σωματείων να ασκήσουν πίεση στον εργοδότη, που δεν τηρεί τα συμφωνηθέντα, τις συλλογικές ή ατομικές συμβάσεις εργασίας, το νόμιμο ή συμβατικό ωράριο, την εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία. Η αρμοδιότητα αυτή ανατίθεται στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας, στον οποίο πλειοψηφούν το κράτος και οι εργοδοτικές ενώσεις. Ουσιαστικά, η διαδικασία επίλυσης της «εργατικής διαφοράς» καταργείται. Το ίδιο συμβαίνει και με το δεύτερο βαθμό διαιτησίας στον ΟΜΕΔ. Η εργατική πλευρά δε θα μπορεί να ασκήσει έφεση στερούμενη μια δεύτερη κρίση αλλά και δυνατότητα πίεσης σε ζητήματα σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Αυτός ο αντεργατικός νόμος ήλθε ως συνέχεια του νόμου για την ουσιαστική απαγόρευση των διαδηλώσεων, που η κυβέρνηση ψήφισε το περασμένο καλοκαίρι.
Η κυβέρνηση αξιοποιώντας την πραγματική απειλή του κορωνοϊού ως ευκαιρία, επιδιώκει να καταργήσει τα δικαιώματα στην διαδήλωση, στο συνδικαλισμό, στην απεργία. Φοβάται και θέλει να προλάβει τις αντιστάσεις στις κοινωνικές συνέπειες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της, που οδηγούν τις λαϊκές τάξεις σε μεγαλύτερη εξαθλίωση.
Όποιος, όμως σπέρνει αντικοινωνικούς ανέμους, αργά ή γρήγορά, δεν θα αποφύγει κοινωνικές και πολιτικές θύελλες.
Δημήτρης Στρατούλης
Στέλεχος ΛΑΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
π. Βουλευτής και Υπουργός