Μια απάντηση στο Γιώργο Οικονομάκη (και στο ΚΚΕ)
Του Βασίλη Κων/νου Φούσκα*
Στο Παναγιώτη Φυλακτό, ναυτεργάτη,
στον οποίο οφείλονται πολλά απ’ τα οποία διηγούμαι εδώ
Αφορμή για το κείμενο αυτό στάθηκε μία σύντομη – αλλά κατατοπιστικότατη και περιεκτική – ανάλυση του Γιώργου Οικονομάκη στο Ριζοσπάστη για τα Ελληνο-τουρκικά και τη κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο τίτλος του άρθρου ήταν «Οι δύο πατρίδες».[1] Σ’ αντίθεση με κατευναστικές και κοσμοπολίτικες προσεγγίσεις για «συμβιβασμό με το γείτονα που έχει δίκιο» και το «να προσφύγουμε στη Χάγη για όλα τα θέματα που θέτει η Τουρκία», ο Οικονομάκης, με αφετηρία τις αναλύσεις του Μαρξ και του Λένιν, ακολουθεί μια (πολιτική) ταξική ανάλυση του θέματος και εξηγεί τα αίτια της σύγκρουσης και των διαπλεκόμενων συμφερόντων. Στον υποτιθέμενο αντίποδα αυτών των νεο-φιλελευθερων-κοσμοπολίτικων αναλύσεων βρίσκονται οι «κρατοκεντρικές-ρεαλιστικές» προσεγγίσεις των διεθνών σχέσεων της χώρας, οι οποίες τείνουν ν’ αποκόπτουν της πολιτική βαθμίδα και τη βαθμίδα άμυνας-ασφάλειας από την οικονομική τους βάση και το διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Συνήθως, αναλύσεις αυτού του είδους τείνουν σ’ ένα υπέρμετρο και ανεδαφικό υπερ-πατριωτισμό, οδηγώντας σε εσφαλμένη εκτίμηση του συσχετισμού διπλωματίας και ισχύος μέσα στη συγκυρία. Πολλές δε από τις αναλύσεις αυτές εμπνέονται από μία καταστροφική εθνικιστική ιδεολογία. Ακόμα, η οπτική της ταξικής ανάλυσης του Οικονομάκη τον διαχωρίζει από «δομικές» αναλύσεις του καπιταλισμού των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής, που είτε αντλούν από το δομικό Μαρξισμό του Αλτουσέρ είτε απ’ το νεο-φιλελεύθερο οπλοστάσιο παραμένουν, κατά τη γνώμη μου, ελλιπείς για τη κατανόηση των υποκειμένων της ιστορικής διαδικασίας και των διακρατικών συγκρούσεων που την διαπερνούν.
Η προσέγγιση του Οικονομάκη (και, εν πολλοίς, του ΚΚΕ)
Ο Οικονομάκης ξεκινά την αφήγησή του με την αναγνώριση της ένταξης των «εγχώριων αστικών τάξεων» σε μια «ιμπεριαλιστική πυραμίδα» – προσοχή: δεν χρησιμοποιεί τον όρο «ιμπεριαλιστική αλυσίδα», όπως κάνει ο Γιάννης Μηλιός και άλλοι συνεργάτες του στις Θέσεις – η οποία πάλλεται απ’ τους ανταγωνισμούς των κρατών που συμμετέχουν σ’ αυτή. Με σύντομη αναφορά στο Λένιν, τεκμηριώνει τη σημασία των πρώτων υλών στη κερδοφορία του κεφαλαίου και το στέριωμα του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ειδικά με την υφαρπαγή του πλούτου των «υπανάπτυκτων κρατών» και την αποικιοποίηση, παράγοντες που δρουν ανασταλτικά στη «πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους». Οι πρόσφατοι ανταγωνισμοί κρατών στην Ανατολική Μεσόγειο, θα πει ο Οικονομάκης, αποτελούν εκφράσεις του διεθνούς ανταγωνισμού για οικειοποίηση πρώτων υλών στη περιοχή. Ο πόλεμος δεν αποκλείεται. Αυτός, είναι συνέπεια της «άνισης ανάπτυξης» η οποία πριμοδοτεί μια χώρα (και την αστική της τάξη) σε βάρος της άλλης με συνέπεια αυτή η χώρα να έχει υπέρμετρες διεκδικήσεις. Μια τέτοια χώρα είναι σήμερα η Τουρκία.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η Τουρκία σήμερα είναι μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη – προσοχή: δεν την κατονομάζει ως «περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη» – η οποία υλοποιεί μια σχετικά αυτόνομη απ’ τον ιμπεριαλισμό εξωτερική πολιτική, αναπτύσσοντας παράλληλα ισχυρές σχέσεις με τη Ρωσία. Χώρα με «ισχυρή βιομηχανική βάση» και μεγάλη σε μέγεθος οικονομία (με στρατιωτικές βάσεις σε σειρά κρατών), η αστική τάξη της Τουρκίας έρχεται ν’ αμφισβητήσει τις Συνθήκες της Λωζάνης (1923) και των Παρισίων (1947), δεν αναγνωρίζει υφαλοκρηπίδα στα νησιά του Αιγαίου, ακυρώνει έμπρακτα την Ελληνική και Κυπριακή ΑΟΖ «γκριζάροντας» μεγάλη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ειδικά με το «Τουρκο-Λιβυκό» μνημόνιο. Ακριβώς επειδή η Τουρκία είναι ισχυρή, ΗΠΑ και ΝΑΤΟ την «καλοπιάνουν» καθιστώντας την «προνομιακό σύμμαχο» στη περιοχή και με στόχο τη συνοχή του ΝΑΤΟ έναντι «άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων» – αλλά ο συγγραφέας δεν μας λέει ποια είναι αυτά τα «άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα». Η Ρωσία; Η Κίνα; Δεν το γνωρίζουμε. Ταυτόχρονα, η Τουρκία εκδίδει NAVTEX και κλειδώνει την ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου με σκοπό τη συνεκμετάλλευση όλων των ενεργειακών πόρων της περιοχής, ανεξαρτήτως εθνικής κυριαρχίας που ανήκουν αυτοί οι πόροι σύμφωνα με το «δίκαιο της θάλασσας». Έτσι, ο Τουρκικός καπιταλισμός εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ με τη Τουρκική ισχύ να προστατεύει τη μονοπωλιακή θέση των πολυ-εθνικών ομίλων των ΗΠΑ και της Δύσης στην περιοχή. Αλλά και η Ελλάδα, θα πει ο Οικονομάκης, δεν υπολείπεται κατά πολύ. Έχει κι αυτή μπει στο χορό της έντασης, εφόσον η αστική της τάξη προσπαθεί ν’ αναβαθμιστεί στην «ιμπεριαλιστική πυραμίδα». Για παράδειγμα, οργανώνει τις διεκδικήσεις της στην περιοχή με βάση τις ευνοϊκές προσδοκίες και προτροπές του «ξένου παράγοντα». Έτσι, ανανεώνει τη συμφωνία Ελλάδας-ΗΠΑ για τις βάσεις, λύνει το Μακεδονικό στις Πρέσπες και κατευοδώνει την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, στέλνει στρατιωτικό προσωπικό στη Λιβύη κλπ. Ωστόσο, σε συνθήκες αυξημένης πίεσης της Τουρκίας προς την Ελλάδα, η ελληνική αστική τάξη είναι ενδοτική στα σχέδια συνεκμετάλλευσης, τα οποία φαίνεται ότι προωθούνται μέσω προσφυγής στη Χάγη, συσκοτίζοντας το γεγονός ότι «οργανισμοί όπως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης παίρνουν αποφάσεις «λαμβάνοντας υπόψη τους την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισχύ κάθε κράτους». Έτσι, λέει ο Οικονομάκης, διεθνείς ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί όπως η Χάγη, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ, μπορεί να οδηγήσουν σε «συρρίκνωση κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας» – δηλ. της αστικής τάξης της χώρας: εδώ ο Οικονομάκης φαίνεται να υποστηρίζει τα δικαιώματα της αστικής τάξης της Ελλάδας που πηγάζουν απ’ το διεθνές δίκαιο, κάτι που εμμέσως αναιρεί στη συνέχεια. Αυτός ο κίνδυνος, θα συνεχίσει ο συγγραφέας, διαφαίνεται και με την πρόσφατη συμφωνία για τμηματική οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο, η οποία υποτίθεται ότι απαντά στο Τουρκο-Λιβυκό σύμφωνο αλλά που αναγνωρίζει τη μειωμένη επήρεια της Κρήτης – θα πρόσθετα: και που αφήνει το Καστελόριζο και μια τεράστια ζώνη μεταξύ Κύπρου και Κρήτης ανοιχτό σε μια συμφωνία Τουρκίας-Αιγύπτου γιατί το άρθρο 1 παρ. (ε) της Συμφωνίας προβλέπει ότι «οιαδήποτε οριοθέτηση με τρίτο κράτος προς τα ανατολικά και πέραν του σημείου Α» (προς την Κύπρο δηλαδή), θα πρέπει η Ελλάδα να διαβουλευθεί με την Αίγυπτο (και αντίστοιχα αυτή με την Ελλάδα, αν επιχειρηθεί ΑΟΖ με Τουρκία).[2] Έτσι, και εφόσον η Τουρκία είναι ισχυρότερη μέσα στο ΝΑΤΟ, ο Οικονομάκης, υιοθετώντας τις θέσεις του ΚΚΕ, θα υποστηρίξει ότι «καιροφυλακτεί ο κίνδυνος οδυνηρού συμβιβασμού σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας» (διευκρινίζω: δηλ. της αστικής τάξης της χώρας) και ότι με βάση όλες τις ενδείξεις φαίνεται ότι οδηγούμαστε προς μια φιλο-Τουρκική συμφωνία συνεκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο. Με βάση τα παραπάνω, καταλήγει ο συγγραφέας, το εργατικό κίνημα της Ελλάδας θα πρέπει να στραφεί τόσο κατά των διεθνών ιμπεριαλιστικών σχεδίων όσο και ενάντια στις στοχεύσεις της «Ελληνικής αστικής τάξης». Αυτόματα, έτσι, οδηγούμαστε σ’ έναν διπλό αγώνα: «ενάντια στον κοσμοπολιτισμό και ενάντια στον εθνικισμό». Και με αναφορές στις θέσεις του Λένιν και του ΚΚΕ, θα γράψει ότι στο καπιταλισμό υπάρχουν «δύο πατρίδες, η πατρίδα του κεφαλαίου και η πατρίδα της εργασίας». Πολλές «οπορτουνιστικές ομάδες», θα συνεχίσει – χωρίς ν’ αναφέρεται στο ποιες είναι αυτές και που βρίσκονται, στο Σύριζα; Στη ΝΔ; Σε ομάδες διανοουμένων; Σε όλα τα παραπάνω; – αναγνωρίζουν μόνο τη «πατρίδα του κεφαλαίου» και, άρα, «αποδέχονται το ιστορικό δικαίωμα “ιδιοκτησίας” των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας από την αστική τάξη» – ωστόσο, να συμπληρώσω, το ίδιο έκανε και ο Οικονομάκης με τις παραπάνω τοποθετήσεις του με το να υποστηρίζει τη μη προσαγωγή, για παράδειγμα, της αστικής τάξης της χώρας στη Χάγη. Άρα, συνεχίζει, ο «οπορτουνισμός» προτείνει «όχι πόλεμο για την ΑΟΖ», συμπλέοντας έτσι με τον κοσμοπολιτισμό του διεθνούς ιμπεριαλισμού και με μια ενδοτική πολιτική απέναντι στην Τουρκική επιθετικότητα. Αλλά το αντίθετο συμβαίνει με την εργατική τάξη. Η εργατική τάξη θα διεξάγει αμυντικό πόλεμο για να υπερασπίσει τα δικά της κυριαρχικά δικαιώματα, αμφισβητώντας την «ιδεολογική κυριαρχία της αστικής τάξης ως εκφραστή του γενικού εθνικού συμφέροντος» διαμέσου ενός μετώπου πάλης τόσο ενάντια στον κοσμοπολιτισμό/ιμπεριαλισμό όσο και ενάντια στους ντόπιους (οπορτουνιστές/πασιφιστές) έτσι ώστε, καταλήγει το κείμενο του Οικονομάκη, «η έξοδος από τον πόλεμο να οδηγήσει στη νίκη της εργατικής τάξης».
Κριτική
Η σημασία του κειμένου του Οικονομάκη έγκειται στο ότι διαφοροποιείται ρητά από μερίδες της αστικής διανόησης, οι οποίες προτείνουν στις κυβερνώντες ελίτ ένθεν και ένθεν – Σύριζα και ΝΔ – να συρθεί στη Χάγη για συζήτηση εφ’ όλης της ύλης, ενδίδοντας στα αιτήματα του Τουρκικού επεκτατισμού. Ακόμα, διαφοροποιείται απ΄ τις εθνικιστικές προσεγγίσεις, οι περισσότερες εκ των οποίων απορρέουν από μία ρεαλιστική ή νεο-ρεαλιστική προσέγγιση των διεθνών σχέσεων. Ταυτόχρονα, εμμέσως πλην σαφώς, ο Οικονομάκης διαχωρίζει σχετικά τη θέση του από διάφορες Μαρξικές τάσεις στην Ελλάδα, που θεωρούν τόσο την Ελλάδα όσο και τη Τουρκία ένα είδος ιμπεριαλιστικών ή υπο-ιμπεριαλιστικών χωρών με ισοδύναμες αστικές τάξεις εκατέρωθεν του Αιγαίου να μάχονται για περιφερειακή ηγεμονία υπό τη σκιά ενός «επιτηρούντος» (superintending) Αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Αν και η διάσταση της «πάλης» για το κέρδισμα της εύνοιας των ΗΠΑ από Ελλάδα και Τουρκία είναι παρούσα στις αναλύσεις του, εντούτοις δεν εξομοιώνει τη δύναμη και το ποιοτικό εύρος αυτών των τάξεων.
Δυστυχώς, ο συγγραφέας δεν αναφέρεται ρητά στη διάκριση «κέντρου-περιφέρειας», κάτι που θα διευκόλυνε τη συζήτηση. Όταν ο Λένιν και ο Μπουχάριν έκαναν λόγο για «ιμπεριαλιστική αλυσίδα» και τις τάσεις πολέμου μεταξύ κρατών που αυτή εμπεριέκλειε, αναφερόταν στα κράτη του καπιταλιστικού κέντρου. Αυτός ο διηνεκές ανταγωνισμός, προέβλεψαν – και ορθά για την εποχή τους – οδηγεί τη πολιτική οικονομία του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος – δηλ. την οικονομία του μονοπωλίου – σε πόλεμο, αυτο-συρρίκνωση και παρακμή, ένα σύστημα το οποίο, κάτω από τους αγώνες και τη πίεση των εθνικών-απελευθερωτικών κινημάτων της περιφέρειας, διαγράφουν και την ιστορική μοίρα του ιμπεριαλισμού ως το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού και την αντικατάστασή του με το σοσιαλισμό, δηλ. τη δικτατορία του προλεταριάτου. Σ’ αυτή την αναλυτική βάση, ο Λένιν και ο Τσιτσερίν πριμοδότησαν τον αγώνα του Κεμάλ Ατατούρκ ενάντια στην Αγγλική ιμπεριαλιστική πολιτική του Λόϋντ Τζωρτζ στη Μικρά Ασία, εφόσον είχε εύκολα εντοπίσει ένα πρόθυμο όργανο για την διεκπεραίωση αυτής της πολιτικής, την Ελλάδα του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος επιζητούσε ένταξη στο ιμπεριαλιστικό κέντρο – «η Μεγάλη Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Η Τουρκία θεωρήθηκε απ’ τους μπολσεβίκους ως μία καθυστερημένη και βιομηχανικά υπανάπτυκτη χώρα, η οποία διεξάγει απελευθερωτικό αγώνα – η Λούξεμπουργκ, ως γνωστό, είχε διαφορετική άποψη, διαφωνώντας κάθετα με την άποψη του Λένιν για το Τουρκικό ζήτημα και τη «δημοκρατικότητα» των Κεμαλιστών. Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι, βέβαια, δεν υποστήριξαν τον Ατατούρκ για καθαρά ιδεολογικούς λόγους – ας σημειωθεί αυτό, διότι θα φανεί χρήσιμο στη συνέχεια, ιδιαίτερα για τον ορισμό της «πατρίδας». Άκρως ρεαλιστές, οι μπολσεβίκοι παζάρεψαν με τους Τούρκους τα πετρέλαια του Μπακού προκειμένου να αποκτήσουν έλεγχο του Καυκάσου εις βάρος της Άγκυρας, ενώ ο Ατατούρκ πέτυχε το στόχο του, που ήταν απολαβή πολεμικού υλικού και οικονομικής ενίσχυσης για τη συντριβή του Ελληνικού στρατού και τη γείωση του Τουρκικού εθνικισμού στη μήτρα της Μικράς Ασίας, έτσι όπως είχε προβλέψει ο Ιωάννης Μεταξάς.
Για να συνοψίσω, θα διευκόλυνε τη συζήτηση η αναγνώριση εκ μέρους του Οικονομάκη ότι η «ιμπεριαλιστική πυραμίδα», όπως την ονομάζει, διακρίνεται, από άποψη ισχύος και οικονομικού μεγέθους, σε κέντρο, περιφέρεια και ημι-περιφέρεια. Αν και τα όρια και οι ιστορικές διαβαθμίσεις αυτής της οροθέτησης είναι ρευστά, μεταβαλλόμενα και, πολλές φορές, ακανόνιστα, αδιευκρίνιστα και αμφισβητούμενα, εντούτοις η οροθέτηση αυτή μας δίνει μία αίσθηση ιεραρχίας των κρατών των οποίων αναφερόμαστε – δεν χρειάζεται να ενταχθεί κανείς ολοκληρωτικά στο επιστημονικό πλαίσιο της σχολής του Βάλερστάϊν (World Systems Theory) ή των θεωριών της «εξάρτησης» προκειμένου ν’ αναγνωριστεί η χρησιμότητά της. Εξάλλου, ο Οικονομάκης αναγνωρίζει ότι η Τουρκία – και ως καπιταλισμός και ως κράτος – είναι ισχυρότερη απ’ την Ελλάδα και, άρα, ουδεμία ισοδυναμία αστικών τάξεων υφίσταται. Αν τα παραπάνω είναι ορθά, προκύπτει ένα ερώτημα που κάθε άλλο παρά είναι ρητορικής φύσης.
Αν ο «οπορτουνισμός/πασιφισμός» είναι ενδοτικός και, εμμέσως πλην σαφώς, υποστηρίζει εθνικές παραχωρήσεις προς την (ισχυρότερη) Τουρκική αστική τάξη, γιατί η Μαρξική θέση να μην επιζητεί, σε μια πρώτη φάση του αγώνα, συμμαχία μεταξύ της εργατικής τάξης με την – ασθενέστερη σε περιφερειακό επίπεδο – Ελληνική αστική τάξη; Θα δούμε παρακάτω τα προβλήματα τα οποία προκύπτουν απ’ την πρακτική υιοθέτηση αυτής της οπτικής γωνίας, διότι η κυρίαρχη αστική τάξη της Ελλάδας, ακριβώς επειδή δεν είναι διόλου προσδεδεμένη στο παραγωγικό ιστό της χώρας, δεν μπορεί επ’ ουδενί λόγο να δράσει ως σύμμαχος των εργατών και των μισθωτών γενικότερα στη πορεία προς μία σοσιαλιστική δημοκρατία.
Και φτάνουμε τώρα σ’ ένα άλλο δύσκολο θέμα σ’ ότι αφορά τη προσέγγιση του Οικονομάκη και, εν πολλοίς, του ΚΚΕ. Ποια είναι η κυρίαρχη – «εγχώρια», όπως λέει ο συγγραφέας – αστική τάξη της Ελλάδας που θέλει ν’ αναβαθμιστεί απέναντι σ’ αυτή της Τουρκίας. Εδώ υπάρχει σιωπή, αν και το κείμενο, όπως υπογραμμίσαμε ανωτέρω, θέτει τη προβληματική του υποκειμένου μέσω της ταξικής ανάλυσης που προτείνει για το θέμα των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου και της εμπορευματοποίησης του θαλάσσιου πλούτου. Κατ’ αρχήν να επισημάνω ότι η τοποθέτηση περί «αναβάθμισης μιας εγχώριας αστικής τάξης» η οποία σημαίνει αναγκαστικά και «υποβάθμιση μιας άλλης» είναι, σχετικά, λάθος. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «Χρυσής Εποχής του καπιταλισμού», όλες οι αστικές τάξεις του Ευρω-Ατλαντικού κέντρου και της Ιαπωνίας-Αυστραλίας αναβαθμίστηκαν στην «ιμπεριαλιστική πυραμίδα», κυρίως εις βάρος της περιφέρειας και εις βάρος του μπλοκ του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η άνιση (και συνδυαστική) ανάπτυξη μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα του κέντρου τις «χρυσές δεκαετίες» επέφερε διαφοροποιήσεις στη σύνθεση των μονοπωλιακών κεφαλαίων και στους χώρους κεντροποίησής τους, ειδικά σε Ιαπωνία και Γερμανία, κάτι που υπονόμευσε σχετικά τα μονοπωλιακά πρωτεία των ΗΠΑ. Αλλά αυτό δεν μπορεί να τεθεί στην ίδια ποιοτική βαθμίδα ανισομερούς ανάπτυξης με αυτή του κέντρου-περιφέρειας (Βορρά και Νότου), μεταξύ, για παράδειγμα, ΗΠΑ, Γκάνας και Πακιστάν.
Έχω την εντύπωση ότι εδώ ο Οικονομάκης συγχέει το κράτος με την αστική τάξη και τις μερίδες της, το βαθμό διεθνοποίησης και εξάρτησης ή αλληλεξάρτησης αυτών των μερίδων κλπ. Αλλού, έχουμε υποστηρίξει ότι, σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα και το κράτος της από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και δώθε δεν υποβάλλονται πλέον σε μια σχέση «εξάρτησης» από το καπιταλιστικό κέντρο-α, αλλά σ’ ένα καθεστώς θεσμικής σύμφυσης σε επίπεδο οικονομικής και νομισματικής πολιτικής. Αυτό είναι κάτι που εμπεδώθηκε με την είσοδο της Ελλάδας στο Ευρώ, την υιοθέτηση του Συμφώνου Σταθερότητας και τη νεο-φιλελεύθερη οικονομική πολιτική του ΠΑΣΟΚ του Σημίτη η οποία, ας σημειωθεί, ήταν άκρως ενδοτική στα Ελληνοτουρκικά. Τα μνημόνια ήταν απλά η επαλήθευση και το επιστέγασμα αυτής της διαδικασίας σύμφυσης, ακυρώνοντας ακόμα και τη λαϊκή βούληση του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015. Ωστόσο, θεσμική σύμφυση σε επίπεδο δημόσιας οικονομικής πολιτικής δεν σημαίνει και αμυντική σύμφυση ή σύμφυση σε θέματα ασφάλειας. Σ’ αυτό το επίπεδο, η Ελλάδα είναι ρητά συνυφασμένη με τις ΗΠΑ, κατά πρώτο λόγο, και με τη Γαλλία, κατά δεύτερο. Να υπογραμμίσω, ακόμα, ότι τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι το Ελληνικό κράτος – και το οποιοδήποτε κράτος – είναι «όργανα» ή «εργαλεία» μεταχείρισης ξένων κέντρων εξουσίας. Υποστηρίζω ότι το Ελληνικό κράτος, ως μέλος της ΕΕ και της Ευρω-ζώνης, διοικείται απ’ την Αθήνα αλλά εξουσιάζεται απ’ το ορντο-νέο-φιλελεύθερο σύστημα των Βρυξελλών, το οποίο επίσης βρίσκεται στην Αθήνα ως ένα είδος νεο-αποικιοκρατικού θεσμού με τις «επιτροπείες» κλπ. Τα παραπάνω με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Τουρκικό κράτος και η κυρίαρχη αστική του τάξη έχει πολύ μεγαλύτερο βαθμό (σχετικής) αυτονομίας απ’ το Ελληνικό.
Η «εγχώρια αστικής τάξη της Ελλάδας» είναι αδιασαφήνιστη απ’ τον Οικονομάκη. Η κυρίαρχη αστική τάξη της χώρας, στις μεγαλύτερες περιόδους της νεώτερης ιστορίας της, είναι ένα «άθροισμα» μάλλον «κομπραδόρων/μεταπρατών» και βαθειά εξαρτημένων από τη Δύση καπιταλιστών, που αδυνατούν να χαράξουν αυτοδύναμη εθνική αστική στρατηγική έναντι τόσο της Τουρκίας όσο και των ιμπεριαλιστικών κέντρων.[3] Η επισταμένη ιστορική μελέτη του Κυπριακού ζητήματος αποτελεί το καλύτερο οδοδείκτη. Εδώ έχουμε ένα Κύπριο χαρισματικό ηγέτη, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, να αγωνίζεται για μια αδέσμευτη και ανεξάρτητη Κύπρο σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου, χρησιμοποιώντας ένα ευνοϊκό πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων μέσα στον ΟΗΕ και υποστηριζόμενος απ’ τον Αραβικό εθνικισμό την εποχή της απο-αποικιοποιησης. Τι έκανε η Ελλάδα; Σύσσωμη η ενδοτική πολιτική ηγεσία της χώρας – με μοναδικές εξαιρέσεις την κυρίαρχη μερίδα του Ηλία Ηλιού μέσα στην ΕΔΑ και την ομάδα του Ανδρέα Παπανδρέου μέσα στην Ένωση Κέντρου – να υπονομεύει το Μακάριο προκειμένου να επιτευχθεί «διπλή Ένωση». Μεταξύ άλλων, η ΝΑΤΟϊκή πολιτική ηγεσία της Ελλάδας έδινε μεγάλη στρατιωτική βάση στη Τουρκία στη Κύπρο προκειμένου να υπηρετηθούν τόσο τα συμφέροντα της Τουρκίας όσο και αυτά του ΝΑΤΟ, της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ. Σε σειρά μυστικών διαβουλεύσεων μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας με μεσολάβηση του Ντην Άτσεσον, είχε επίσης συζητηθεί και η παραχώρηση του Καστελόριζου στη Τουρκία. Τελικά, χρειάστηκε η Χούντα να «επιλύσει» το Κυπριακό, διότι ο Μακάριος – ο οποίος, σημειωτέον, δεν στηριζόταν από ουδεμία «Κυπριακή» αστική τάξη διότι απλά δεν υπήρχε – δεν ενέδωσε στις πιέσεις του Βασιλιά, των Αμερικανών, του Γεωργίου Παπανδρέου και άλλων ΝΑΤΟϊκών πολιτικών. Η τοποθέτηση του Ανδρέα Παπανδρέου στο βιβλίο του, Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα (1969), ότι η Χούντα – και η Αποστασία – έγινε ώστε να μην γίνει Πρωθυπουργός ο ίδιος και για να κατευοδωθούν τα σχέδια των Άτσεσον-Μπωλ για «διπλή Ένωση» είναι, κατά βάση, ιστορικά ορθή.
Η Τουρκία δεν έχει αλλάξει εθνική (αστική) στρατηγική ούτε απέναντι στη Κύπρο, ούτε απέναντι στο Αιγαίο και τα νησιά ούτε και σε σειρά άλλων ζητημάτων. Σήμερα μάλιστα ετοιμάζεται να δημιουργήσει και ναυτική βάση στη κατεχόμενη Κύπρο. Η Ελλάδα και οι πολιτικές της ελίτ ένθεν και ένθεν είναι αυτές που συνεχώς ενδίδουν, όχι τόσο διότι είναι «αντι-πατριωτικές» ή «αντι-εθνικιστικές» αλλά διότι δεν έχουν την βιομηχανική αστική τάξη, την ισχύ και το ΑΕΠ που απαιτείται για μία ισότιμη, τουλάχιστον, «αντιπαράθεση» με τη Τουρκία. Έτσι, γίνονται έρμαια μιας παρασιτικής μεταπρατικής τάξης η οποία μεσολαβεί πολιτικά, έτσι όπως μεσολαβεί και οικονομικά, προκειμένου να εκφράσει πρωτίστως τα συμφέροντα των «αφεντικών-παραγωγών» της και δευτερευόντως τα συμφέροντα των «καταναλωτών» της, δηλ., κυρίως, του Ελληνικού λαού. Συνακόλουθα, αυτή η τάξη ούτε μπορεί ούτε και θέλει να προσφέρει τα μέσα για ν’ αποκτήσει η χώρα κάποια προνομιακή μεταχείριση του Αμερικανικού ή άλλων ιμπεριαλισμών στη συγκρουσιακή σχέση του γεω-πολιτικού χώρου της Ελλάδας μ’ αυτόν της Τουρκίας. Αυτό, ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι συνεργάτες του το είχαν διαγνώσει ήδη από τη δεκαετία του 1950.[4] Η Τουρκία είναι ένας απελευθερωμένος δρων στο περιφερειακό ιμπεριαλιστικό υποσύστημα και αποτελεί μεγάλη ημι-περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη για λόγους που – μερικούς μόνο – αναφέρει ο ίδιος ο Οικονομάκης. Εδώ έγκειται η μόνη σημαντική διαφορά με το σήμερα. Αλλά πρόκειται και για κάτι άλλο.
Η Τουρκική οικονομία σήμερα διαπερνάται από μία μεγάλη κρίση κεφαλαιακής υπερ-συσσώρευσης, κάνοντάς της ακόμα πιο εξωστρεφή, ιμπεριαλιστική και επικίνδυνη. Το φαινόμενο αυτό εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με το κατρακύλισμα της Τουρκικής λίρας, τα μεγάλα και καλπάζοντα ποσοστά ανεργίας, τη δραστική πτώση του ΑΕΠ της χώρας που συνοδεύεται από αυξάνοντα πληθωρισμό καθώς, τέλος, και με τον τερματισμό των αποθεμάτων χρυσού και τον τεράστιο δανεισμό. Έτσι, τα Τουρκικά κεφάλαια, πολλά εκ των οποίων είναι σε ομίλους και κοινοπραξίες με αλυσίδες παραγωγής και προσφοράς (supply chains) σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο κάτι που της επιτρέπει να παρουσιάζεται ως ο εγγυητής τους, επιζητούν δικαιοδοσίες, αγορές και ευκαιρίες εκτός της Τουρκικής επικράτειας η οποία, σύμφωνα με Τουρκικές στρατηγικές εκτιμήσεις, «φράζεται» απ’ τα Ελληνικά νησιά και τη θαλάσσια δικαιοδοσία που τους παρέχει το διεθνές δίκαιο. Αυτές είναι οι οικονομικές διεργασίες πίσω απ’ τις οποίες βρίσκεται το νέο Τουρκικό όραμα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Μεγάλες Τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες υποδομών, χρηματιστηριακών και άλλων συμφερόντων δρουν εδώ και πολλά χρόνια σε Λιβύη, Συρία, Βόρειο Ιράκ, Κατάρ, Αφρική και αλλού, ενώ η χώρα έχει ήδη Τουρκικές βάσεις σε απόμακρες χώρες, όπως η Σομαλία και το Κατάρ. Πιο πρόσφατα, η Τουρκία «φλέρταρε» τη Μάλτα, θέλοντας, σε συνδυασμό με το στρατηγικό έλεγχο της Κύπρου, να εκτοπίσει παντελώς την Αγγλική επιρροή και να εποπτεύσει πλήρως της κατάστασης στη Λιβύη και την Ανατολική Μεσόγειο, αν και η Γαλλία με τη Ρωσία αποτελούν μεγάλα αγκάθια στη στρατηγική της. Τα παραπάνω, εμπλέκονται με την ταραχώδη εσωτερική πολιτική κατάσταση, το Κουρδικό ζήτημα, τις επενέργειες και οικονομικές συνέπειες των επεμβάσεων σε Συρία, Λιβύη και Βόρειο Ιράκ καθώς και με τις επερχόμενες εκλογές του 2023. Όλα αυτά δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα που κάνουν τη Τουρκία σήμερα περισσότερο επιθετική και επικίνδυνη για την παγκόσμια ασφάλεια. Έτσι, ορίζω τη Τουρκία ως μία μεσαίου μεγέθους ιμπεριαλιστική δύναμη που δρα σχεδόν αυτόνομα σε μία από τις πιο ευαίσθητες γεω-πολιτικές περιφέρειες του κόσμου υπό τη επήρεια μιας δραματικής κρίσης υπερ-συσσώρευσης στο εσωτερικό της που τη σπρώχνει σε πόλεμο και σύγκρουση. Μ’ άλλα λόγια, η επιθετική-ιμπεριαλιστική πολιτική του Ερντογάν θα συνεχιστεί και χωρίς αυτόν ή/και τη σημερινή κυρίαρχη Ισλαμική τάξη επιχειρηματιών, η οποία ενδέχεται να υποβαθμιστεί μέσα στο άρχον συγκρότημα εξουσίας της χώρας. Εδώ επιβάλλεται να έχουμε μία δομική και συστημική ανάλυση των ζητημάτων.[5]
Γιατί η πατρίδα είναι μία
Έτσι, διακρίνω μία έλλειψη ρεαλισμού στις θέσεις του Οικονομάκη (και του ΚΚΕ). Να δούμε τώρα και τις πολιτικές προτάσεις που καταθέτουν. Αυτές προσπαθούν να κινηθούν πέρα από τη κίβδηλη αντίθεση «κοσμοπολιτισμού-εθνικισμού», αναδεικνύοντας την εργατική τάξη – η οποία επίσης χρήζει οριοθέτησης – ως τη μόνη αυθεντική τάξη υπεράσπισης της εργατικής, σοσιαλιστικής πλέον, πατρίδας, όπως αυτή θα βγαίνει απ’ το πόλεμο. Θέλω εδώ να υπογραμμίσω ότι βρίσκω αυτή τη τοποθέτηση άκρως προβληματική όχι τόσο από θεωρητική άποψη ή επειδή είναι μια εικασία, όσο από πρακτική-ιστορική και πολιτική άποψη. Αλλά και θεωρητικά είναι δύσκολο να διασωθεί, διότι σύγχρονες θεωρίες του εθνικισμού καταδεικνύουν ότι ο εθνικισμός δεν είναι μια «ψευδή συνείδηση», όπως τον ανέλυσαν οι κλασσικοί, αλλά μια γειωμένη οντολογία με στοιχεία τα οποία χρειάζεται το εργατικό κίνημα προκειμένου να πραγματώσει το σοσιαλιστικό όνειρο μέσα στη πατρίδα του.[6] Ο Γκράμσι το είχε δει αυτό και το είχε συμπεριλάβει μέσα στη θεώρησή του για την ηγεμονία της εργατικής τάξης όταν αναφερόταν στο «έθνος-λαός» και στη «λαϊκή-εθνική κουλτούρα» μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο εθνικό-κοινωνικό σχηματισμό. Θα πρόσθετα, ότι ο εθνικισμός έχει γειωθεί ακόμα περισσότερο στις συνειδήσεις των ανθρώπων, ειδικά της περιφέρειας, λόγω των αντι-αποικοιακών, κομμουνιστικών και άλλων απελευθερωτικών κινημάτων που έδρασαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και τα οποία είχαν βαθύτατα πατριωτικό χαρακτήρα σ’ αντίθεση με τις ενδοτικές αστικές τάξεις. Ο πατριωτισμός της κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής Αριστεράς κατά της διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου είναι τόσο πολύ γειωμένος μέσα στις λαϊκές εργατικές μάζες ώστε σήμερα, που η επίσημη μετεξελιγμένη Αριστερά έχει εν πολλοίς προσχωρήσει στο νεο-φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό, μεγάλες μάζες μελών της, εν απουσία μιας αδέσμευτης εναλλακτικής σοσιαλιστικής πρότασης, αγκαλιάζουν εθνικιστικά, ρατσιστικά και βαθύτατα ξενοφοβικά κινήματα.
Γιατί βρίσκει λάθος ο Οικονομάκης (και το ΚΚΕ) τη – τακτική – συμμαχία μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας στην προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της τελευταίας έναντι του Τουρκικού επεκτατισμού – τον οποίο, δικαίως, αναγνωρίζει ως τέτοιο ενάντια στους κοσμοπολίτες-πασιφιστές; Διότι, θα πει, η Ελληνική εργατική τάξη «δεν έχει καμία σχέση με την υπεράσπιση των σχεδίων του ενός ή άλλου ιμπεριαλιστικού πόλου, της κερδοφορίας του ενός ή του άλλου μονοπωλιακού ομίλου». Έμπρακτα και σε πολιτικό επίπεδο, δηλαδή σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, μας λέει ο Οικονομάκης, η Ελλάδα δεν φαίνεται να έχει ανάγκη από συμμάχους, διότι είναι αστοί και δουλεύουν υπέρ των ομίλων της ιμπεριαλιστικής κερδοφορίας. Αυτό, όμως, όπως έδειξα πιο πάνω με την αναγκαστικά σύντομη αναφορά μου στον Ρωσικό εμφύλιο και τη ΝΕΠ, δεν συνάδει με τη Λενινιστική πολιτική πρακτική. Αλλά δεν συνάδει ούτε και με τα συμφέροντα της Ελληνικής εργατικής τάξης στη πορεία προς τη σοσιαλιστική δημοκρατία. Αυτό που πρέπει να επιδιώξει η Ελληνική εργατική τάξη – ειδικά από θέσεις εξουσίας, αλλά κι όχι μόνο – είναι να παραμερίσει τη διεφθαρμένη κομπραδόρικη-χρηματιστηριακή αστική τάξη και τους πολιτικούς της εκπροσώπους και να συνάψει τακτικές συμμαχίες με άλλες ιμπεριαλιστικές και ντόπιες αστικές τάξεις ενάντια στο Τουρκικό ιμπεριαλισμό και με στόχο τη βιώσιμη ανοικοδόμηση της χώρας σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Η νόμιμη άμυνα του συνόλου της Ελληνικής κοινωνίας ενάντια στο Τουρκικό επεκτατισμό δεν πρέπει να είναι ενδοτική αλλά προωθητική, διότι η επίτευξη του σοσιαλισμού μπορεί μόνο να στηριχθεί σ’ ένα οικονομικό καθεστώς εγχώριας παραγωγής, εκμετάλλευσης και αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου της χώρας που θ’ αποκτηθεί σε συνεργασία με την τεχνογνωσία και τη συμβολή της εγχώριας και της ξένης αστικής τάξης.
Αν η Ελληνική εργατική τάξη ενδώσει και παραχωρήσει τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους που δικαιούται και για τους οποίους, εν πολλοίς, πάλεψε σε ειρήνη και πόλεμο για να αποκτήσει, τότε θα στερηθεί οικονομικών βάσεων για να θεμελιώσει το σοσιαλισμό και τις όποιες αναδιανεμητικές πολιτικές του κράτους της. Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται μεν αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος όπως λέει ο Οικονομάκης, αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί κατά τη περίοδο της παρατεταμένης κρίσης ή/και (σύντομου ή όχι) πολέμου με τον Τουρκικό επεκτατισμό ή/και κατά την περίοδο της μετάβασης, διότι οι σύμμαχοι θα πάψουν να είναι σύμμαχοι, θα απωλεσθούν ακόμα και οι σύμμαχες μεσαίες τάξεις στο εσωτερικό της χώρας και θα μείνεις μόνος εναντίον όλων. Εν πάσει περιπτώσει, η τοποθέτηση του Οικονομάκη σ’ αυτό το σημείο μου θυμίζει το σεχταρισμό της «τάξης εναντίον τάξης» της τρίτης περιόδου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, πριν την υιοθέτηση της γραμμής του «ενιαίου μετώπου» που είχε προτείνει ο Δημητρώφ για την αντιμετώπιση του φασισμού/Ναζισμού τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Αν και θα δίσταζα να χαρακτηρίσω το καθεστώς Ερντογάν ως φασιστικό, είναι εντούτοις ένα ακραίο αυταρχικό πολιτικό φαινόμενο που έχει επιβάλλει μία χώρα 80 και πλέον εκατομμυρίων με πολυπληθείς εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες και εντάσεις σ’ ένα μόνιμο καθεστώς εκτάκτου ανάγκης περιβεβλημένου με τα πιο αντιδραστικά ιδεολογικά συστατικά της Ισλαμικής ιδεολογίας. Η εξωστρεφείς-ιμπεριαλιστικές τάσεις αυτού του καθεστώτος σημαίνουν εγκαθίδρυση παρόμοιων μορφών αυταρχικής-στρατιωτικής διακυβέρνησης σε όποιο χώρο κυριαρχήσουν. Αυτό είναι άλλο ένα βασικό χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού: να επιβάλει ένα πολιτικό καθεστώς διακυβέρνησης σύμφωνα μ’ αυτό που επέβαλλε μέσα στα εθνικά-κρατικά του όρια. Μ’ αυτή την έννοια, θεωρώ τη δημιουργία ενός κοινωνικού και διεθνούς μετώπου για την ανατροπή του καθεστώτος Ερντογάν ως βασική προϋπόθεση για την άμεση ειρήνευση στην Ανατολική Μεσόγειο και πέρα απ’ αυτήν. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι η Τουρκική απειλή θα πάψει να υφίσταται διότι η κρίση υπερ-συσσώρευσης και οι αναπτυξιακές ανάγκες του Τουρκικού κοινωνικού σχηματισμού είναι δομικής φύσης.
Τα παραπάνω, βέβαια, σημαίνουν ότι προσυπογράφω μία προοπτική σοσιαλισμού σε μία, κατ’ αρχήν, χώρα. Τι ακόμα σημαίνουν; Σημαίνουν ότι δεν μπορεί – και, ειδικότερα, δεν πρέπει, σ’ αυτή τη κρίσιμη ιστορική συγκυρία – να εκθειάζεται ένας ιδεολογικός λόγος για «δύο πατρίδες», αυτής της εργασίας και αυτής του κεφαλαίου. Δεν χρειαζόμαστε άλλο έναν εμφύλιο πόλεμο (ο Λένιν έκανε τα πάντα για να τον αποφύγει, όπως και ο Τολιάτι στην Ιταλία το 1943-44 – δεύτερος τα κατάφερε, ο πρώτος όχι). Αν πράγματι ο Ελληνικός καπιταλισμός είναι υποδεέστερος του Τουρκικού, τότε αποτελεί καθήκον του σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού κινήματος της Ελλάδας να συμμαχήσει με τις ασθενέστερες αστικές τάξεις της χώρας, ειδικά τους μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες και τους αγρότες, να ουδετεροποιήσει έως και να καταστείλει μεταπράτες και χρηματιστές έτσι ώστε να μπορεί να αντιπαρατεθεί με επιτυχία τόσο ενάντια στη κυρίαρχη αστική τάξη της χώρας όσο και στο Τουρκικό κράτος που εποφθαλμιά κατίσχυση επί του γεω-οικονομικού χώρου της Ελλάδας. Τονίζω ότι τα διαμεσολαβητικά προνόμια της μεταπρατικής αστικής τάξης πρέπει να θιγούν, διότι δρουν ενάντια τόσο στα συμφέροντα των ντόπιων παραγωγών όσο και ενάντια στην εργατική τάξη. Αυτές οι συζεύξεις οδηγούν στην εθνική-λαϊκή ενότητα και σε αγώνες υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης μέσα σε μία και μοναδική πατρίδα. Ακόμα, όταν βλέπουμε να τηρείται από τις ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις, τα έντυπά τους και τις ιστοσελίδες τους μία πολιτική «ίσων αποστάσεων» απέναντι σε «Ελληνικό και Τουρκικό εθνικισμό», ξέρουμε γιατί αυτό είναι υποκριτικό και λάθος. Όταν τέθηκε στον Ισαάκ Ντώϋτσερ, έναν Εβραίο Μαρξιστή, το ερώτημα γιατί υποστηρίζει τον Παλαιστινιακό εθνικισμό έναντι του Ισραηλινού, εφόσον αμφότεροι είναι νοσηροί εθνικισμοί έως και ρατσιστικοί, ο Ισαάκ Ντώϋτσερ, ως πρακτικός Μαρξιστής και πραγματικός διεθνιστής, απάντησε: «υποστηρίζω τον Παλαιστινιακό εθνικισμό γιατί είναι ο εθνικισμός του αδύνατου».
Το σύνθημα των «δύο πατρίδων», ή των «δύο εθνών» μέσα σ’ ένα κράτος όπως αναφερόταν παραστατικά ο Λένιν, μπορεί να δράσει ως ιδεολόγημα με μεγάλη επιρροή μέσα στις κυριαρχούμενες τάξεις σε πολυ-εθνικά και πολυ-θρησκευτικά καθεστώτα σε περιόδους επαναστατικής κρίσης και σε συνθήκες εμφυλιο-πολεμικές – όπως ήταν η Ρωσική Αυτοκρατορία που παραλάμβανε ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι το 1917. Ο Λένιν το χρησιμοποίησε σ’ αυτές τις εκφάνσεις ενάντια στο «σοσιαλσωβινισμό» της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και για να προστατεύσει τα συμφέροντα του κράτους των μπολσεβίκων και να κατευνάσει εθνοτικές και μουσουλμανικές μειονότητες σε μια χώρα – όπως θα πει με δραματικό τρόπο την εποχή της ΝΕΠ – όπου «η εργατική τάξη δεν υπάρχει», εφόσον η βιομηχανία είχε καταστραφεί απ’ το πόλεμο. Ταυτόχρονα, το σύνθημα για την «αυτοδιάθεση των εθνών», ακόμα κι αν αυτά τα έθνη θα έπρεπε ν’ αποσχιστούν από άλλα πλειοψηφικά έθνη που κυριαρχούσαν μέσα σε κυρίαρχα κράτη, βοηθούσε τόσο στη διαφοροποίησή του από τη Γουϊλσονική πρόταση της αυτοδιάθεσης όσο και στην υπονόμευση της ενότητας των πολυ-εθνικών αυτοκρατοριών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Δεν δέχομαι ότι η αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας δημιουργούν μία άλλη πατρίδα. Είναι οι εργάτες που δημιουργούν, υπηρετούν και στερούνται τη μία και μοναδική πατρίδα, ενώ οι κοσμοπολίτες αστοί και οι κομπραδόροι δεν έχουν και δεν στερούνται καμία εκτός από τις βίλες και τα κότερά τους. Το διαβατήριο δεν σε κάνει πατριώτη. Η τοποθέτηση του Μαρξ ότι και «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα» είναι μία ορθή κατασκευή που πηγάζει από τη θεωρία της αξίας, αλλά που κάνει αφαίρεση της οντολογίας και της πολιτικής-ιστορικής εμπειρίας του έθνους, της θρησκείας και του κράτους στο πέρασμα των νεωτερικών αιώνων, των ταξικών αγώνων και των εθνικών πολέμων. Θα χρειαζόταν μια ολόκληρη οντολογική ανάλυση του έθνους και των πολέμων μεταξύ των λαών και των κρατών, καθώς και της συγκεκριμένης ιστορίας των λαών και των αστικών πολιτικών ελίτ, για να αποδειχτεί με συνέπεια η θέση ότι δεν υπάρχει διττή πατρίδα στη νεωτερικότητα – αν και αυτό, κατά τη γνώμη μου, τόχει καταφέρει αρκετά καλά ο Παναγιώτης Κονδύλης στο έργο του. Εδώ, αχνοδιαγράψαμε μόνο την αντι-πατριωτική λειτουργία των αστικών πολιτικών ελίτ της Ελλάδας στη τωρινή συγκυρία και σε σχέση με το Κυπριακό ζήτημα και την πατριωτική λειτουργία και ρεαλιστική πολιτική συμμαχιών των μπολσεβίκων κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου. Έχω ένα μόνο σκοτεινό σημείο απ’ την ανάλυση του Οικονομάκη που χρειάζομαι βοήθεια να το κατανοήσω: μήπως με τη φράση «πατρίδα της εργασίας» εννοεί το κόμμα της εργατικής τάξης, δηλαδή το ΚΚΕ; Εν πάσει περιπτώσει, αυτό που ισχυρίζομαι είναι το ένα και οντολογικά-ιστορικά αδιαίρετο της νεωτερικής πατρίδας, εφόσον είναι η εργατική τάξη μέσα απ’ τους αγώνες της, την αλλοτριωμένη της εργασία και τις θυσίες της σε ειρήνη και πόλεμο που έχτισε το καπιταλισμό, το έθνος-κράτος και το εμπόρευμα, αλλά που το κεφάλαιο της στερεί τη κατοχή, τη νομή και το πολιτικό έλεγχο αυτού του κατασκεύασε – ο πολιτισμός και η τέχνη είναι άλλα ζητήματα και είναι, κατ’ εξοχήν, δημιουργία των αστών τα οποία η εργατική τάξη οφείλει να οικοιοποιηθεί και να αναπτύξει παραπέρα, κι όχι να καταστρέψει, σε μία σοσιαλιστική δημοκρατία.
Εν κατακλείδι, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι βρίσκω τη πρόταση για «δύο πατρίδες» άστοχη και πολιτικά επικίνδυνη, καθώς, εμμέσως πλην σαφώς, προτείνει στη χώρα ένα νέο εμφύλιο, ειδικά σε περίπτωση θερμού επεισοδίου – παρατεταμένου ή όχι – με τη Τουρκία. Αυτό είναι κάτι που πρέπει ν’ αποφευχθεί πάση θυσία. Η πατρίδα είναι μία και στη νεωτερικότητα διεκδικείται από δύο τάξεις με διαφορετικές συνθέσεις συμμαχιών.
*Καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου και αρχισυντάκτης της ακαδημαϊκής επιθεώρησης, Journal of Balkan and Near Eastern Studies (Routledge, 8 τεύχη ετησίως από το 1998)
[1] Δες, Ριζοσπάστης, 18 Αυγ 2020, https://www.rizospastis.gr/story.do?id=10895046
[2] Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό η παράγραφος αυτή δένει τα χέρια, καθιστώντας την Αίγυπτο και την Τουρκία ρυθμιστές στην οριοθέτηση της ΑΟΖ πέραν του 28ου μεσημβρινού. Η πρόβλεψή μου είναι ότι το σενάριο αυτό θα γίνει άκρως εφικτό αν οι διαφορές μεταξύ Αιγύπτου και Τουρκίας στη Λιβύη οριοθετηθούν.
[3] Δες τη κοινή μου δουλειά με Κώστα Δημουλά (2013) Greece, Financialisation and the EU, New York: Palgrave, καθώς και τη κοινή μου δουλειά με τον Bülent Gökay (2019) The Disintegration of Euro-Atlanticism and New Authoritarianism. Global Power–Shift, New York: Palgrave. Και οι δύο μελέτες έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Επίκεντρο. Μόνο την περίοδο του μεσοπολέμου, ειδικά τη περίοδο διακυβέρνησης του Ιωάννη Μεταξά που αντιστοιχεί σε μία πολιτική «υποκατάστασης των εισαγωγών» βρήκαμε το κομπραδόρικο στοιχείο να ισορροπείται σημαντικά από μια αυτόχθονη εθνική (βιομηχανική) αστική τάξη. Ακόμα, σημαντική δραστηριότητα της Ελληνικής βιομηχανίας παρατηρούμε τη περίοδο της υποτίμησης της δραχμής (Ξενοφών Ζολώτας) τις δεκαετίες του 1950 και 1960, δραστηριότητα που κάμφθηκε με τη σταθερή ενσωμάτωση της χώρας στις Ευρωπαϊκές δομές και τη συνακόλουθη πλήρη κυριαρχία του χρηματιστηριακού και άλλων κομπραδόρικων μορφών παρασιτισμού.
[4] Πολύ σημαντική εδώ είναι η ιστορική βιογραφική μελέτη του Σπύρου Δραένου για τον Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία βρίσκεται και σε συμφωνία με τη παλιότερη μελέτη του Αλέξη Παπαχελά, Ο Βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας.
[5] Υπάρχει κάποιος παραλληλισμός εδώ με την εσωτερική κατάσταση της Ελλάδας; Βεβαίως και υπάρχει. Και οι δύο χώρες είναι σε οικονομική κρίση και οι πολιτικές τους ελίτ επιζητούν προσχήματα προκειμένου να στρέψουν τη προσοχή των λαών τους μακρυά απ’ τα πραγματικά τους προβλήματα. Αλλά οι κρίσεις στις δύο χώρες είναι ποιοτικά και ποσοτικά διαφορετικές και διέπονται από διαφορετικούς καθορισμούς.
[6] Σ’ αυτό το σημείο, δες τη σημαντική δουλειά του Siniša Malešević (2019) Grounded Nationalisms, Cambridge: C.U.P.