Της Μαριάνας Τσίχλη
Οι ΗΠΑ εξελίσσονται ταχύτατα σε επίκεντρο της πανδημίας του κορονοϊού. Στις 8 Απριλίου, στις ΗΠΑ είχαν καταγραφεί 434.927 κρούσματα, δηλαδή περίπου το 28% των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων διεθνώς από την αρχή της πανδημίας, διαμορφώνοντας μία θλιβερή παγκόσμια πρωτιά, και 14.797 θάνατοι, φέρνοντας τις ΗΠΑ στην τρίτη θέση μετά την Ιταλία και την Ισπανία[1]. Δεδομένου ότι στις ΗΠΑ η εκρηκτική αύξηση στα επιβεβαιωμένα κρούσματα ξεκίνησε περίπου στις 20 Μαρτίου και στους θανάτους στις 22 Μαρτίου, φαίνεται ότι βρισκόμαστε στην αρχή μίας δυσοίωνης εξέλιξης. Είναι ενδεικτικό ότι το 2017 στις ΗΠΑ το σύνολο των θανάτων από όλα τα αίτια ανήλθε σε 2.800.000 περίπου. Στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, οι εβδομαδιαίοι θάνατοι από ασθένειες και ατυχήματα ανέρχονταν το 2017 σε 2.258, ενώ οι θάνατοι μόνο από τον κορονοϊό στις 8/4 ανέρχονταν σε 6.268 μέσα σε λίγο περισσότερο από τρεις εβδομάδες. Δηλαδή οι εβδομαδιαίοι θάνατοι από κορονοϊό αυτή την περίοδο προσεγγίζουν τον αριθμό των συνολικών θανάτων από ασθένειες και ατυχήματα. Επίσης στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, οι θάνατοι από όλους τους ιούς της γρίπης και από πνευμονίες όλων των αιτιών, για το σύνολο του 2017 ανήλθαν συνολικά σε 4.517[2]. Για το 2018 και το 2019, τα μεγέθη παραμένουν αντίστοιχα. Δηλαδή οι θάνατοι από την Covid 19 μέσα σε τρεις βδομάδες υπερβαίνουν κατά 50 % τους ετήσιους θανάτους από γρίπη και πνευμονίες.
Η εξέλιξη της πανδημίας στις ΗΠΑ αποτυπώνει με τον πιο σαφή τρόπο τον ανορθολογισμό του νεοφιλελευθερισμού. Η ισχυρότερη καπιταλιστική οικονομία και ο επί δεκαετίες αναμφισβήτητος ηγεμονικός πόλος του ιμπεριαλισμού, η οικονομία που διαθέτει τεράστιους οικονομικούς πόρους, αλλά και τα πιο προηγμένα τεχνολογικά μέσα, η χώρα που συσσωρεύει την μεγαλύτερη πυκνότητα σε έρευνα, ανάπτυξη και τεχνολογικές καινοτομίες, καθίσταται σήμερα το επίκεντρο της πανδημίας και θα αποτελέσει, χωρίς αμφιβολία, την αναπτυγμένη χώρα στην οποία θα καταγραφεί ο μεγαλύτερος αριθμός θανάτων. Η χώρα που, 15 μέρες μετά την εκτόξευση των κρουσμάτων, είναι αντιμέτωπη ήδη με την κατάρρευση του συστήματος υγείας στις πολιτείες που αποτελούν τα επίκεντρα της επιδημίας. Στο παράδειγμα των ΗΠΑ, πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, αναδεικνύεται σήμερα η συνολική αποτυχία των σταθερών και των ιδεολογημάτων του νεοφιλελευθερισμού. Αναδεικνύεται ότι η πορεία της πανδημίας δεν αποτελεί καθόλου τυχαίο γεγονός, αλλά αποτέλεσμα πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών επιλογών δεκαετιών νεοφιλελευθερισμού, που όξυνε τις ταξικές ανισότητες, αποδιάρθρωσε πλήρως τον τομέα της υγείας και της πρόνοιας, την ίδια στιγμή που συγκέντρωσε ασύλληπτο πλούτο στα χέρια ελάχιστου τμήματος του πληθυσμού. Αποδεικνύεται επίσης η κενολογία της υπεροχής του ιδιωτικού έναντι του δημόσιου τομέα. Στις ΗΠΑ, ο πλήρως ιδιωτικός και υπερεξειδικευμένος τομέας υγείας, όχι μόνο δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην πίεση της πανδημίας, αλλά εξακολουθεί να κερδοσκοπεί, με υπερκοστολογημένες εξετάσεις και θεραπείες.
Η εξέλιξη στις ΗΠΑ οφείλεται στον συνδυασμό της χρόνιας απορρύθμισης του συστήματος υγείας, στις πολιτικές που δημιούργησαν χάσματα κοινωνικής ανισότητας και εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού χωρίς δικαιώματα, στην περαιτέρω εμβάθυνση της νεοφιλελεύθερης, ταξικής πολιτικής που ακολούθησε η διοίκηση Τραμπ, αλλά και στην απροθυμία της να αξιοποιήσει τον χρόνο που μεσολάβησε από την εκδήλωση της επιδημίας στην Κίνα και την λήψη δραστικών μέτρων σε αυτήν. Η καθυστέρηση της κυβέρνησης Τραμπ να λάβει μέτρα, για να αποφύγει την ανακοπή των ρυθμών ανάπτυξης και να υποστηρίξει τα επιχειρηματικά κέρδη, η τεράστια ολιγωρία που συνεχίζεται μέχρι σήμερα για την προμήθεια του απαραίτητου εξοπλισμού, αλλά και την διεξαγωγή ελέγχων στον πληθυσμό, οδηγούν σήμερα στο φαινομενικά παράδοξο, η χώρα με τα μεγαλύτερα τεχνολογικά μέσα και τους περισσότερους διαθέσιμους πόρους να βρίσκεται σε αδυναμία να ελέγξει αποτελεσματικά την πανδημία.
Ταυτόχρονα, οι εξελίξεις στις ΗΠΑ αποτυπώνουν, με ακόμα πιο έντονο τρόπο σε σχέση με την περίοδο 2007 -2009, ότι, στις συνθήκες της κρίσης, η κρατική παρέμβαση μπορεί να εγγυηθεί την συνέχιση στοιχειωδών κοινωνικών λειτουργιών, αλλά και ότι οι πιο σκληροί πολιτικοί και ιδεολογικοί υπέρμαχοι του νεοφιλελευθερισμού καταφεύγουν στην κινητοποίηση τεράστιων κρατικών πόρων, μέσων και ισχύος για να ρυθμίσουν ως ένα βαθμό τις αδυναμίες και τις αστοχίες της αγοράς. Τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν από τη FED και οι νομοθετικές ρυθμίσεις που ψηφίστηκαν τον Μάρτιο αποτελούν μία από τις πιο ευρείες κρατικές παρεμβάσης στην ιστορία των ΗΠΑ και περιλαμβάνουν τεράστια πακέτα στήριξης και διάσωσης επιχειρήσεων και μεγάλη παροχή ρευστότητας στον επιχειρηματικό τομέα. Δευτερευόντως περιλαμβάνουν προσωρινά μέτρα στήριξης των εργαζομένων και ανέργων, σε μια προσπάθεια να προληφθούν οι δυνητικά απρόβλεπτες και σαρωτικές επιπτώσεις της εκτόξευσης της ανεργίας. Ωστόσο, ακόμα και αυτές οι παρεμβάσεις δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μπορέσουν να αποδειχθούν αρκετές για να συγκρατήσουν την αμερικάνικη οικονομία από την είσοδο σε μία περίοδο ύφεσης.
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΓΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ
Στον πυρήνα της εξέλιξης της πανδημίας βρίσκεται, μεταξύ άλλων, η διάρθρωση του συστήματος υγείας και ασφάλισης στις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ είναι η μόνη ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, στην οποία απουσιάζει απολύτως οποιοδήποτε σύστημα καθολικής περίθαλψης και ασφάλισης, ενώ η παροχή υπηρεσιών υγείας ανήκει, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, στο ιδιωτικό κεφάλαιο.
Η πρόσβαση στην περίθαλψη και η ασφάλιση με δημόσια χρηματοδότηση παρέχεται καθολικά μόνο στους Αμερικάνους άνω των 65 ετών (μέσω του Medicare), σε όσους πληρούν πολύ χαμηλά εισοδηματικά κριτήρια (μέσω του Medicaid) και στους υπηρετούντες στον στρατό ή τους βετεράνους και οι παροχές είναι κατακερματισμένες και διαφορετικές ανά πολιτεία. Οι δύο βασικοί πυλώνες δημόσιας ασφάλισης, το Medicare και το Medicaid ιδρύθηκαν το 1965 και αποτέλεσαν την πρώτη πρόβλεψη δημόσιας ασφάλισης για ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού στις ΗΠΑ, εκτός των υπηρετούντων στο στρατό. Η επόμενη αξιοσημείωτη διεύρυνση των δικαιούχων δημόσιας περίθαλψης και ασφάλισης έγινε το 2010 με τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας και ασφάλισης, που έγινε γνωστή ως Obamacare.
Το 2010, πριν την εφαρμογή της μεταρρύθμισης, 46,5 εκατομμύρια Αμερικάνοι κάτω των 65 ετών, δηλαδή το 17,8% του μη ηλικιωμένου πληθυσμού ήταν ανασφάλιστοι. Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του Ομπάμα δεν τροποποίησε κανένα εκ των βασικών πυλώνων του αμερικανικού συστήματος περίθαλψης και ασφάλισης, απλώς διεύρυνε τους δικαιούχους του Medicaid και επέβαλε μία σειρά μέτρων εξορθολογισμού και περιορισμών στις ασφαλιστικές εταιρίες, ενώ η εφαρμογή της σε μεγάλο βαθμό τέθηκε στην διακριτική ευχέρεια των πολιτειών, που δεν την υιοθέτησαν ποτέ στο σύνολό τους. Έτσι, το 2018, παρέμενε ανασφάλιστο το 10,4% του μη ηλικιωμένου πληθυσμού, δηλαδή περίπου 28 εκατομμύρια Αμερικάνοι κάτω των 65 ετών[3], ενώ μόλις το 34% είχε πρόσβαση σε δημόσια ιατροφαρμακευτική περίθαλψη[4].
Στο μεγαλύτερο βαθμό, η ασφαλιστική κάλυψη στις ΗΠΑ χρηματοδοτείται από ιδιωτικούς πόρους, είτε με τη μορφή εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων, είτε με την προσφυγή στην ιδιωτική ασφάλιση. Ωστόσο, ακόμα και η ασφάλιση από τους εργοδότες εμπεριέχει πολλούς περιορισμούς στον χρόνο και την διάρκεια της απασχόλησης που θεμελιώνει ασφαλιστική κάλυψη, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η πρόσβαση σε αυτήν για εκατομμύρια φτωχούς, υποαπασχολούμενους, εργαζόμενους με ελαστικές σχέσεις ή άτυπα απασχολούμενους. Το 2014, 11,2% των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης και 17,7% των εργαζομένων με μερική απασχόληση ήταν ανασφάλιστοι.
Ακόμα και η πρόσβαση στην ασφάλιση, στην πραγματικότητα δεν σημαίνει, για ένα σημαντικό ποσοστό των ασφαλισμένων, πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Η ασφαλιστική κάλυψη προϋποθέτει την καταβολή συμμετοχής από τον ασφαλισμένο, με αποτέλεσμα οι καλύψεις να ξεκινούν μετά την καταβολή σημαντικών ελάχιστων ποσών το χρόνο. Ταυτόχρονα, οι ιατρικές υπηρεσίες και το κόστος φαρμάκων στις ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα υψηλό, με αποτέλεσμα οι ασφαλισμένοι να αδυνατούν να πληρώσουν το κόστος νοσηλείας και περίθαλψής τους και, έτσι, να μην αναζητούν την παροχή ιατρικών υπηρεσιών. Σύμφωνα με δημοσιευμένες μελέτες, οι ιατρικές δαπάνες αποτελούν το πρώτο αίτιο κήρυξης νοικοκυριών σε πτώχευση, με το 18 έως 25% των πτωχεύσεων καταναλωτών να προκαλείται άμεσα από ιατρικές δαπάνες.
Ο τομέας υγείας στις ΗΠΑ αποτελεί για χρόνια πολύ σημαντικό πεδίο κερδοφορίας, διαρκώς ανερχόμενο σε επίπεδο «επενδυτικών ευκαιριών». Οι δαπάνες υγείας στις ΗΠΑ, τόσο σε επίπεδο κατά κεφαλήν δαπανών, όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι μακράν οι υψηλότερες, σε σχέση με το σύνολο των ανεπτυγμένων χωρών. Η κατά κεφαλήν δαπάνη ανήλθε το 2018 σε 10.586 Δολάρια, ενώ το σύνολο των δαπανών υγείας (ιδιωτικών και δημόσιων) ανέρχεται σε 16,9% του ΑΕΠ, με αυξητικές τάσεις. Την ίδια στιγμή, ο Μ.Ο. κατά κεφαλήν δαπάνης στις χώρες του ΟΟΣΑ ανέρχεται σε 3994 Δολάρια, ενώ οι συνολικές δαπάνες υγείας ανέρχονται στο 8,8% του ΑΕΠ[5].
Οι δαπάνες υγείας, δημόσιες και ιδιωτικές, παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση τις τελευταίες δεκαετίες. Όμως, οι μεγαλύτερες αυξήσεις αφορούν στην ιδιωτική δαπάνη, η οποία αντιστοιχεί σε περισσότερο από το 50% της συνολικής δαπάνης, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Στις ΗΠΑ, οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας ξεπερνούν το 8% του ΑΕΠ, ενώ ο ΜΟ ιδιωτικής δαπάνης των χωρών του ΟΟΣΑ είναι ελαφρά υψηλότερος από 2% του ΑΕΠ, είναι δηλαδή τέσσερις φορές μεγαλύτερες. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, η δημόσια δαπάνη στις ΗΠΑ είναι περίπου ίση με τη δημόσια δαπάνη σε άλλες χώρες και είναι η ιδιωτική δαπάνη που εκτοξεύει το σύνολο των δαπανών υγείας. Επιπλέον, το γεγονός ότι με δημόσιες δαπάνες ασφαλίζεται μόνο το 34% του πληθυσμού στις ΗΠΑ, σε αντίθεση με την καθολική πρόσβαση στην δημόσια περίθαλψη σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, είναι ενδεικτικό του πολύ υψηλού κόστους παροχής ιατρικών υπηρεσιών στις ΗΠΑ.
Όπως είναι προφανές, το σύστημα υγείας στις ΗΠΑ χαρακτηρίζεται από τεράστιες ταξικές ανισότητες, με ένα πολύ ευρύ τμήμα του φτωχού πληθυσμού, εξαιρουμένων των ηλικιωμένων, είτε να αποκλείεται συνολικά, είτε να αδυνατεί να αντεπεξέλθει στα αυξημένα κόστη. Οι αποκλεισμοί είναι ακόμα εντονότεροι στις μειονότητες (αφροαμερικανούς, ασιάτες, λατίνους). Το 2014 το ποσοστό των ανασφάλιστων λευκών, μη λατίνων εργαζομένων ήταν 7,6%, των αφροαμερικανών 11,8%, των αμερικανών ασιατικής καταγωγής 9,3%, ενώ των λατίνων 19,9%, παρότι η συντριπτική πλειοψηφία τους είναι αμερικάνοι υπήκοοι.
Το αυξημένο κόστος και οι, καθολικοί ή μερικοί, αποκλεισμοί, αντανακλώνται και στο προσδόκιμο ζωής και τις εσωτερικές του διαφοροποιήσεις με βάση τις εισοδηματικές κλίμακες, αλλά και στο ποσοστό θανάτων που θα μπορούσαν να αποτραπούν με έγκαιρη και αποτελεσματική πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη. Σε ότι αφορά στο προσδόκιμο ζωής, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε πολύ χαμηλή θέση μεταξύ των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και κάτω από το ΜΟ των χωρών του ΟΟΣΑ. Σε ένα σύνολο 44 χωρών, οι ΗΠΑ βρίσκονται στην 29η θέση, χαμηλότερα από χώρες όπως η Χιλή ή η Κόστα Ρίκα.
Ωστόσο, η χαμηλή θέση των ΗΠΑ στην κατάταξη με βάση το προσδόκιμο ζωής οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις διαφοροποιήσεις του προσδόκιμου ζωής με βάση το εισόδημα και το μορφωτικό επίπεδο. Σύμφωνα με δημοσιευμένες μελέτες του 2014, η διαφορά του προσδόκιμου ζωής των ανδρών μεταξύ των ανώτατων και των κατώτατων στρωμάτων του πληθυσμού ήταν μεγαλύτερη από 10 έτη. Μέσα σε ένα χρονικό διάτημα 15 ετών το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε κατά 5 έτη για τα ανώτατα εισοδηματικά στρώματα, ενώ παρέμεινε σταθερό για τα κατώτερα στρώματα διευρύνοντας το χάσμα. Η διαφορά στο προσδόκιμο ζωής με βάση την ταξική ένταξη, ξεκίνησε να καταγράφεται σε μελέτες από το 1980 και εξακολούθησε σταθερά να διευρύνεται. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και τα συμπεράσματα που αντλούνται από τις διαφοροποιήσεις στο προσδόκιμο ζωής, με βάση το μορφωτικό επίπεδο.
Αντίστοιχα, οι ΗΠΑ έχουν σχετικό υψηλό ποσοστό θνησιμότητας από αίτια που θα μπορούσαν να έχουν προληφθεί ή θεραπευθεί, πάνω από τον ΜΟ των χωρών του ΟΟΣΑ και το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ αντίστοιχα ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.
Το γεγονός ότι οι παροχές υγείας βρίσκονται στα χέρια του ιδιωτικού κεφαλαίου είναι ο σημαντικότερος παράγοντας που οδηγεί σε ιδιαίτερα υψηλό κόστος παροχών. Η αμερικανική αγορά υγείας εμφανίζει πολύ ισχυρή συγκέντρωση: ειδικευμένοι γιατροί, ασφαλιστικές εταιρίες και κυρίως νοσοκομεία, στα οποία παρατηρείται ιδιαίτερα υψηλή συγκέντρωση, η οποία μάλιστα εντείνεται ακόμα περαιτέρω με εκτεταμένες εξαγορές και συγχωνεύσεις, τόσο εντός των πολιτειών, όσο και σε διαπολιτειακό επίπεδο. Επιπλέον, ο προσανατολισμός σε υπηρεσίες υγείας με κριτήριο τη μεγαλύτερη κερδοφορία οδηγεί στο παράδοξο της παροχής περισσότερων υπηρεσιών πολύ υψηλής εξειδίκευσης, σε σχέση με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ενώ την ίδια στιγμή η πρωτοβάθμια υγεία και η πρόληψη είναι, αναλογικά, ιδιαίτερα συρρικνωμένες. Για παράδειγμα, ενώ στις ΗΠΑ γίνονται οι περισσότερες εξειδικευμένες ορθοπεδικές επεμβάσεις σε σχέση με κάθε άλλη ανεπτυγμένη χώρα, ο αριθμός οικογενειακών γιατρών ανά 10.000 άτομα είναι πολύ χαμηλότερος από τον αντίστοιχο στη Βρετανία, τη Γαλλία και τον Καναδά. Το αμερικανικό σύστημα υγείας είναι υποεξοπλισμένο, σε σχέση με τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη της δυτικής Ευρώπης.
Η έλλειψη σχεδιασμού για τις δομές περίθαλψης και οι ιδιώτες πάροχοι οδηγούν σε τεράστιες αποκλίσεις κόστους περίθαλψης ανά πολιτεία, αλλά και σε μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων πολιτειών και πόλεων στα επίπεδα υγειονομικής και νοσοκομειακής κάλυψης. Σε πολλές φτωχότερες πολιτείες και ιδίως σε αγροτικές περιοχές, νοσοκομεία και δομές υγείας κλείνουν γιατί δεν είναι επαρκώς κερδοφόρες. Ταυτόχρονα, τα λίγα δημόσια νοσοκομεία παραδίδονται στο ιδιωτικό κεφάλαιο ή κλείνουν και αυτά. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Λουιζιάνα, όπου, από το 2015 και μετά, τρία δημόσια νοσοκομεία έκλεισαν ή ιδιωτικοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα σε ολόκληρη την πολιτεία, η οποία συσσωρεύει εκτεταμένα τμήματα φτωχού και έγχρωμου πληθυσμού, να παραμένει σε λειτουργία μόνο ένα δημόσιο νοσοκομείο.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΡΑΜΠ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΗΣ
Η πολιτική του Τραμπ σε όλη τη θητεία του εξασθένισε τους μηχανισμούς αντιμετώπισης υγειονομικών κρίσεων, αλλά και το ήδη αδύναμο σύστημα υγείας. Στο πλαίσιο μιας πολιτικής περικοπής δαπανών και μείωσης του μεγέθους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, η διοίκηση Τραμπ διέλυσε τους ομοσπονδιακούς μηχανισμούς αντιμετώπισης κινδύνων για την δημόσια υγεία, ενώ, παράλληλα, σε όλη τη διάρκεια της θητείας της ασκεί πιέσεις για την ανάκληση της μεταρρύθμισης Obama που οδήγησε σε μία, έστω και σχετικά περιορισμένη, διεύρυνση των δικαιούχων δημόσιας ασφάλισης. Ταυτόχρονα, διαμορφώθηκαν περισσότερες δυνατότητες αποφυγής των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων για την παροχή ασφαλιστικής κάλυψης στους εργαζόμενους, ενώ περιορίστηκαν και τα ήδη ασθενικά προγράμματα αρωγής για την σίτιση του φτωχότερου πληθυσμού.
Όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν ότι οι ΗΠΑ ήταν εντελώς απροετοίμαστες για την διαχείριση από το σύστημα υγείας ενός λοιμώδους νοσήματος με εκτεταμένη μεταδοτικότητα και σοβαρές επιπλοκές για ένα τμήμα του πληθυσμού και αυτό παρότι έχουν ήδη προηγούμενη εμπειρία στην διαχείριση υγειονομικών κρίσεων από τις περιπτώσεις του Ζίκα και του Η1Ν1. Είναι σαφές ότι η ανεξέλεγκτη διασπορά του κορονοϊού δεν θα μπορούσε να είναι διαχειρίσιμη υγειονομικά, με το βάρος να πέφτει κατά κύριο λόγο στα φτωχότερα στρώματα που στερούνται πρόσβασης στο σύστημα υγείας.
Παρόλα αυτά, τα κέντρα εξουσίας στις ΗΠΑ, προσανατολισμένα στην εξασφάλιση των ρυθμών ανάπτυξης και στην κατά το δυνατόν απρόσκοπτη οικονομική λειτουργία, για όσο χρόνο αυτή ήταν δυνατή, δεν έλαβαν έγκαιρα κανένα αναγκαίο μέτρο. Αντίθετα, ο Τραμπ για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, ακολούθησε μία κατεύθυνση πλήρους υποβάθμισης του κινδύνου, ταλαντευόμενος μεταξύ ανεπαρκών και καθυστερημένων μέτρων και πολιτικών που παρέπεμπαν σε μία στρατηγική ανοσίας της αγέλης.
Παρότι το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα στις ΗΠΑ καταγράφηκε στις 21 Ιανουαρίου, η καθυστέρηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ήταν παροιμιώδης. Η διοίκηση Τραμπ περιορίστηκε στην επιβολή ταξιδιωτικών περιορισμών καταρχήν στην Κίνα και στη συνέχεια στις ευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο τα μέτρα αυτά δεν θα μπορούσαν να έχουν σημαντικά αποτελέσματα, αφού, ιδιαίτερα όταν επιβλήθηκαν οι περιορισμοί σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες, υπήρχε ήδη διασπορά στο εσωτερικό της χώρας. Η πολιτική εργαστηριακών ελέγχων και ιχνηλάτησης ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη, με τις ΗΠΑ να βρίσκονται, λίγο πριν τις 20 Μαρτίου, οπότε και εκτοξεύθηκαν τα κρούσματα και οι θάνατοι, σε πολύ χαμηλή θέση σε επίπεδο εργαστηριακών ελέγχων. Δεν λήφθηκε καμία πρόνοια για την προμήθεια ιατρικού εξοπλισμού και εξοπλισμού προστασίας, ούτε για την προετοιμασία του συστήματος υγείας. Είναι ενδεικτικό ότι, ακόμα και σήμερα, η προμήθεια νοσοκομειακού και προστατευτικού εξοπλισμού εναπόκειται στους κυβερνήτες των πολιτειών, χωρίς καμία παρέμβαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, με αποτέλεσμα τον ανταγωνισμό για την προσφορά υψηλότερου τιμήματος στις μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες μεταξύ των πολιτειών και την εκτόξευση των τιμών. Σε ότι αφορά στην πρόσβαση στο σύστημα υγείας, με αρκετή καθυστέρηση η διοίκηση Τραμπ ανακοίνωσε την δωρεάν διεξαγωγή εργαστηριακού ελέγχου για τις περιπτώσεις ύποπτων κρουσμάτων, χωρίς όμως αυτή να συνοδεύεται με δωρεάν πρόσβαση σε άλλες απαραίτητες εξετάσεις, ή, πολύ περισσότερο, στη θεραπεία επιβεβαιωμένων κρουσμάτων κορονοϊού, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη ή να αποθαρρύνεται η προσφυγή ασθενών στο σύστημα υγείας, υπό το φόβο της αδυναμίας καταβολής των δαπανών. Είναι ενδεικτικό ότι το κόστος συμμετοχής στη νοσοκομειακή περίθαλψη για τον κορονοϊό για τους ασφαλισμένους κυμαίνεται μεταξύ 10.000 – 20.000 Δολαρίων, ενώ έχουν αναφερθεί περιπτώσεις ανασφάλιστων που αντιμετώπισαν λογαριασμούς που υπερέβαιναν τις 70.000 Δολάρια.
Αντίστοιχα, μέτρα προστασίας ή περιορισμού της διασποράς δεν λήφθηκαν στους χώρους εργασίας. Είναι ενδεικτικό ότι περίπου το ¼ των εργαζομένων, χωρίς να συνυπολογίζονται οι άτυπες μορφές απασχόλησης, δεν έχουν καν δικαίωμα άδειας ασθενείας μετ’ αποδοχών, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η απουσία από την εργασία ακόμα και για τους νοσούντες. Η παροχή άδειας ασθένειας ρυθμίστηκε μόλις στις 26 Μαρτίου, με το τελευταίο μέχρι στιγμής – και μεγαλύτερο – πακέτο μέτρων διαχείρισης της κρίσης του κορονοϊού, που έδωσε τη δυνατότητα λήψης άδειας ασθένειας με κάλυψη ενός μέρους των κανονικών αποδοχών, με δαπάνες του κράτους. Ωστόσο, ακόμα δεν καλύπτεται το σύνολο των εργαζομένων.
Σε ότι δε αφορά στα μέτρα περιορισμού της διασποράς στον γενικό πληθυσμό, η στάση του Τραμπ μέχρι και τα μέσα Μαρτίου είναι ενδεικτική. Η ανοιχτή υποτίμηση του κινδύνου και η προτεραιοποίηση της μη διακοπής λειτουργίας τομέων της οικονομίας ευνόησε τη διασπορά. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ακόμα και σήμερα, οι περιορισμοί αποφασίζονται και επιβάλλονται από τις πολιτείες και όχι την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορετικές ταχύτητες και μέτρα. Πολλές από τις πιο φτωχές πολιτείες του Νότου, όπου και τα προβλήματα του συστήματος υγείας είναι πιο οξυμένα, έχουν μέχρι στιγμής επιβάλει και τους πιο χαλαρούς περιορισμούς. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση περιορίζεται σε «συστάσεις», ενώ η ίδια η αντιμετώπιση του Τραμπ σε ότι αφορά στη διάρκεια των περιορισμών είναι διαρκώς μεταβαλλόμενη.
Η υγειονομική κρίση έχει οδηγήσει σε σημαντικές επιπτώσεις στην αμερικάνικη οικονομία. Οι περιορισμοί στην οικονομική δραστηριότητα έχουν ήδη οδηγήσει σε σημαντικά πλήγματα ολόκληρων κλάδων, σχετιζόμενων με την εστίαση, τον τουρισμό, την αναψυχή και τα ταξίδια, αλλά και σε αναταραχή και κλυδωνισμούς στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Ωστόσο, η σοβαρότερη παράμετρος είναι η εκτόξευση της ανεργίας.
Οι αιτήσεις για υπαγωγή σε επίδομα ανεργίας έφτασαν σχεδόν στα 16 εκατομμύρια μέσα σε τρεις εβδομάδες, ενώ, μόνο την προηγούμενη βδομάδα ανήλθαν σε 6,6 εκατομμύρια. Πρόκειται για μια πρωτοφανή κατάσταση στην ιστορία της οικονομίας των ΗΠΑ. Είναι ενδεικτικό ότι, σε επίπεδο εβδομαδιαίας καταμέτρησης, το προηγούμενο ιστορικό υψηλότερο παρατηρήθηκε το 1982 με 700.000 αιτήσεις για επίδομα ανεργίας, ενώ οι αιτήσεις αναμένεται να ξεπεράσουν την περίοδο 2007 – 2009. Τον Μάρτιο, ενώ δεν είχαν ακόμα επιβληθεί οι μεγαλύτεροι περιορισμοί, καταγράφηκαν απώλειες 700.000 θέσεων εγασίας, πάνω από το 50% των οποίων αφορά στην εστίαση, ενώ υψηλές απώλειες καταγράφηκαν και στο λιανικό εμπόριο. Τα αναμενόμενα αποτελέσματα για τον Απρίλιο είναι πολύ χειρότερα. Η εξέλιξη και οι επιπτώσεις της εκτόξευσης της ανεργίας δεν μπορούν να προβλεφθούν. Χωρίς εκτεταμένες παρεμβάσεις διάσωσης επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι διευρυμένα, σε επίπεδο απωλειών παραγωγικότητας κεφαλαίου και εργασίας. Επιπλέον, η απότομη εκτόξευση της ανεργίας μπορεί να οδηγήσει σε ένα νέο κύκλο αδυναμίας εξυπηρέτησης δανείων από τα νοικοκυριά, με ευρείες επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα.
Το μέγεθος της υγειονομικής κρίσης και οι άμεσες και δυνητικές επιπτώσεις στην οικονομία των ΗΠΑ οδήγησε σε μία πρωτοφανούς εύρους κρατική παρέμβαση. Η Fed ανακοίνωσε πολύ εκτεταμένα μέτρα με άμεση και όχι σταδιακή ισχύ, σε σημαντικά μεγαλύτερο εύρος σε σχέση με την κρίση του 2008, που περιλαμβάνουν μείωση, στην πραγματικότητα μηδενισμό των επιτοκίων, άρση των περιορισμών στον δανεισμό των τραπεζών, χαλάρωση των κανόνων δανεισμού σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, εγγυήσεις επισφαλειών και εξαγορές ομολόγων. Το σημαντικότερο μέρος του πακέτου στήριξης της αμερικανικής οικονομίας που νομοθετήθηκε στο τέλος Μαρτίου αφορά κατά ένα μέρος στην κάλυψη αυτών των παρεμβάσεων. Επιπλέον, το πακέτο μέτρων που είναι ύψους 2,1 τρις Δολαρίων, ανερχόμενο περίπου στο 10% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, προβλέπει, μεταξύ άλλων, την παροχή δανείων σε μεγάλες εταιρίες και μικρές επιχειρήσεις, τις άμεσες πληρωμές σε νοικοκυριά, ανάλογα με το φορολογητέο εισόδημά τους, αναστολή προθεσμιών για καταβολές φορολογικών υποχρεώσεων, ενίσχυση των επιδομάτων ανεργίας, στήριξη του συστήματος υγείας άμεσα, αλλά και μέσω της ενίσχυσης των πολιτειών και δάνεια για την διάσωση αεροπορικών εταιριών. Είναι ενδεικτικό ότι, το αντίστοιχο πακέτο μέτρων που ψηφίστηκε το 2009, στα πλαίσια της αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης ήταν ύψους 831 δις Δολαρίων. Από το σύνολο του πακέτου, σε άμεσες πληρωμές και επιδόματα προς νοικοκυριά και ανέργους αντιστοιχούν περίπου 550 δις Δολάρια. Είναι προφανές ότι οι παρεμβάσεις στοχεύουν πρώτα και κύρια στην στήριξη και διάσωση μεγάλων και μεσαίων επιχειρήσεων, παρότι περιλαμβάνουν και προσωρινά μέτρα ανακούφισης των νοικοκυριών.
Όμως ακόμα και αυτά τα επίπεδα ενισχύσεων προς τους εργαζόμενους και τους ανέργους δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις πολιτικές επιλογές του κεφαλαίου αλλά και την λειτουργία της αγοράς εργασίας στις ΗΠΑ. Στη χώρα αυτή είναι πολύ πιο βίαιη η προσαρμογή της αγοράς σε περίοδο κρίσεων και υφέσεων, με την ραγδαία αύξηση της ανεργίας σε αυτές τις περιόδους αλλά και την συγκριτική αύξηση των επιχειρήσεων και νοικοκυριών που χρεοκοπούν. Στις ΗΠΑ η διαδικασία αυτή, της «εξυγίανσης δια μέσου της καταστροφής» έχει θεωρητικοποιηθεί με το επιχείρημα ότι, με αυτό τον τρόπο, οι οικονομίες ανακάμπτουν νωρίτερα και ότι οι επιπτώσεις στην παραγωγικότητα του κεφαλαίου και της εργασίας είναι μικρότερες από την επιλογή της διατήρησης εν λειτουργία επιχειρήσεων «ζόμπι» ή της διατήρησης της εργασίας για τους εργαζόμενους που αποβάλλει η «αγορά». Στην πραγματικότητα είναι ο ταξικός συσχετισμός που επιτρέπει την συνολική μετακύλιση των αποτελεσμάτων των κρίσεων στους εργαζόμενους, ιδιαίτερα των χαμηλότερων τάξεων. Η ιστορική έλλειψη προστατευτικών ρυθμίσεων της εργασίας, η διεύρυνση των προσωρινών μορφών απασχόλησης, η τριτογενοποίηση της αμερικάνικης οικονομίας, αλλά και ο γενικότερος ιστορικός πολιτικός συσχετισμός επιτρέπουν αυτή την βίαιη επίρριψη των συνεπειών της κρίσης στους εργαζόμενους. Είναι αυτές οι συνθήκες που διαμορφώνουν την δυνατότητα των επιχειρηματικών ομίλων να διατηρούν την αποδοτικότητα του κεφαλαίου σε υψηλά επίπεδα εν μέσω των κρίσεων, ή να την επαναφέρουν σε υψηλά επίπεδα αμέσως μετά το τέλος μίας κρίσης.
Τα μέτρα στήριξης των εργαζόμενων, περιορισμένα σε σχέση με τα μέτρα στήριξης του κεφαλαίου, έχουν προσωρινό χαρακτήρα και δεν μπορούν να αντισταθμίσουν την διόγκωση της ανεργίας. Αντίθετα η σταθεροποίησή της σε υψηλά επίπεδα ανάλογα και με την εξέλιξη της υγειονομικής κρίσης θα δημιουργήσει παράγοντες σημαντικής αστάθειας για την αμερικάνικη οικονομία. Θα αυξήσει τις χρεοκοπίες των νοικοκυριών. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο της κρίσης του 2008 – 2009, το ποσοστό των νοικοκυριών που δήλωσαν πτώχευση εκτινάχθηκε από 4 % στο 10 %, ενώ στην Ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό αυξήθηκε από 4% στο 6%. Θα αυξήσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι την ίδια περίοδο 2008 – 2009 στις ΗΠΑ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια εκτινάχθηκαν από το 1,5 % στο 10 % των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Θα έχει όμως σαν αποτέλεσμα και την χρεοκοπία επιχειρήσεων και πιθανόν ένα νέο κύκλο τραπεζικής κρίσης.
Η ΤΑΞΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΑΝΑΤΩΝ
Τα χαρακτηριστικά του συστήματος υγείας, αλλά και η παντελής έλλειψη κοινωνικών παροχών, αλλά και μέτρων για την περιφρούρηση της υγείας των φτωχότερων στρωμάτων οδηγούν σε σημαντική απόκλιση στον αριθμό των θυμάτων του κορονοϊού. Η μεγαλύτερη πυκνότητα θανατηφόρων κρουσμάτων καταγράφεται σε όσες από τις φτωχές πολιτείες υπάρχει μεγάλη διασπορά του ιού και σε εκείνες που υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση μη λευκού πληθυσμού.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της πολιτείας της Λουιζιάνα και ιδιαίτερα της Νέας Ορλεάνης. Η πολιτεία είναι δεύτερη μετά την Νέα Υόρκη σε αριθμό κρουσμάτων και θανάτων. Στην Νέα Ορλεάνη, ο αριθμός των θανάτων ανά 100.000 κατοίκους είναι διπλάσιος, με την Νέα Υπόρκη να καταγράφει 18,86 νεκρούς ανά 100.000 κατοίκους και την Νέα Ορλεάνη 37,93 νεκρούς ανά 100.000 κατοίκους. Παρά τις επίσημες αφηγήσεις, η πολύ μεγάλη διασπορά και η θνησιμότητα δεν οφείλονται σε κοινωνικές ή πολιτιστικές ιδιαιτερότητες και διαφοροποιήσεις, αλλά σε ταξικές διαφορές. Το μέσο εισόδημα των νοικοκυριών στην Νέα Ορλεάνη ανέρχεται στο ένα τρίτο του εισοδήματος αντίστοιχων πόλεων στις πολιτείες της Ουάσινγκτον και της Νέας Υόρκης. Το μεγάλο εύρος του φτωχού πληθυσμού συνδέεται με ελλιπείς και ανασφαλείς συνθήκες στέγασης, μεγαλύτερο ποσοστό υποκείμενων νοσημάτων που είναι αυξημένα στους φτωχούς πληθυσμούς, σημαντικό ποσοστό ανασφάλιστων που δεν μπορούν να λάβουν την απαραίτητη περίθαλψη. Ταυτόχρονα, το σύστημα υγείας στην πολιτεία, η οποία διαθέτει μόνο ένα δημόσιο νοσοκομείο, αφενός αποκλείει την πρόσβαση του φτωχού πληθυσμού και, αφ’ ετέρου καταρρέει, έχοντας ήδη καταγράψει πολύ μεγάλες ελλείψεις σε αναπνευστήρες και νοσοκομειακές κλίνες.
Από την άλλη πλευρά, η πανδημία φαίνεται να χτυπά με ιδιαίτερη ένταση τους αφροαμερικανούς. Πολλές από τις πολιτείες που είναι στο επίκεντρο της επιδημίας έχουν υψηλά ποσοστά αφροαμερικανών, ωστόσο λίγες έχουν δημοσιεύσει στοιχεία που αφορούν στις διαφοροποιήσεις στον αριθμό κρουσμάτων και θανάτων μεταξύ λευκού και μη λευκού πληθυσμού. Από τα πρώιμα στοιχεία, ωστόσο, αναδεικνύεται ότι ο πληθυσμός των αφροαμερικανών εμφανίζει πολύ μεγαλύτερη θνησιμότητα σε σχέση με τον λευκό, ακόμα και στις πολιτείες που έχουν χαμηλή πυκνότητα μη λευκού πληθυσμού.
Στο Ιλλινόις, όπου το 77% του πληθυσμού είναι λευκοί, το 30% των κρουσμάτων και το 42% των θανάτων ήταν αφροαμερικανοί. Στο Μίσιγκαν, ενώ οι αφροαμερικανοί είναι το 14% του πληθυσμού, σε αυτούς καταγράφεται το 33% των κρουσμάτων και το 41% των θανάτων. Στη Λουιζιάνα, με το 32% του πληθυσμού να είναι αφροαμερικανοί, το 70% των θανάτων καταγράφηκαν σε αυτούς.
Πρόκειται για τεράστια διαφοροποίηση, η οποία αναδεικνύει για άλλη μια φορά το εύρος και το βάθος των φυλετικών διαχωρισμών στις ΗΠΑ, όπου οι αφροαμερικανοί διαθέτουν πολύ πιο περιορισμένη πρόσβαση στην ασφάλιση και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, πολύ μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης «νοσημάτων των φτωχών» (παχυσαρκία, διαβήτης, άσθμα, αρτηριακή πίεση κλπ), αλλά και πολύ μεγαλύτερη στεγαστική επισφάλεια ή ακατάλληλες συνθήκες στέγασης.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΥ
Ένα εντελώς διαφορετικό παράδειγμα στην αντιμετώπιση της πανδημίας αποτελεί η Κούβα. Μία μικρή, φτωχή χώρα, αντιμέτωπη συχνά με φαινόμενα ελλείψεων αγαθών και με 60 χρόνια εμπάργκο από τις ΗΠΑ, όχι μόνο αντιμετωπίζει την πανδημία, αλλά προσφέρει βοήθεια στις ανεπτυγμένες χώρες στέλνοντας αποστολές ιατρικού προσωπικού.
Το ιδιαίτερα ανεπτυγμένο σύστημα υγείας της Κούβας, όχι μόνο παρέχει ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη σε όλους, αλλά και χρησιμοποιεί νέες τεχνολογίες και φαρμακευτικές προσεγγίσεις. Είναι ενδεικτικό ότι ένα από τα πιο προηγμένα αντιϊικά φάρμακα που χρησιμοποιήθηκαν για την αντιμετώπιση της επιδημίας στην Κίνα, προέρχεται από την Κούβα. Ταυτόχρονα, η αναλογία γιατρών ανά χίλιους κατοίκους είναι 8,2, την ίδια στιγμή που στις ΗΠΑ είναι υποτριπλάσια (2,6 γιατροί ανά 1000 κατοίκους) και στην Ιταλία υποδιπλάσια. Τα μέτρα προετοιμασίας που λήφθηκαν ήταν εκτεταμένα, με τον εξοπλισμό όλων των νοσοκομείων για την αντιμετώπιση του ιού, την διάθεση στρατιωτικών νοσοκομείων για την νοσηλεία του γενικού πληθυσμού και την αναπροσαρμογή της παραγωγής των κρατικών εργοστασίων με τη στροφή στην παραγωγή προστατευτικών μασκών. Παράλληλα, ο τουρισμός διακόπηκε συνολικά, παρά την μεγάλη σημασία του για την εγχώρια οικονομία. Από την άλλη πλευρά, ήδη από το 2014, η νομοθεσία της Κούβας προβλέπει την αποζημίωση των εργαζομένων με το σύνολο των αποδοχών τους για ένα μήνα και με το 60% αυτών για τους επόμενους μήνες, όταν δεν μπορούν να εργαστούν λόγω φυσικών καταστροφών και υγειονομικών κρίσεων.
Την ίδια στιγμή, η Κούβα έστειλε ιατρικές αποστολές στην Ιταλία, στο πλαίσιο μίας μακράς ιστορίας ιατρικής αρωγής σε φτωχές και όχι μόνο χώρες για την αντιμετώπιση κρίσεων και καταστροφών. Η ιστορία αυτή περιλαμβάνει αποστολές στη Δυτική Αφρική για την αντιμετώπιση του Έμπολα το 2014, στην Αϊτή για την αντιμετώπιση του σεισμού του 2010, αλλά και μόνιμες αποστολές ιατρικού προσωπικού σε χώρες με ελλείψεις στα συστήματα υγείας τους. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Βραζιλίας, όπου επί χρόνια εργάζονταν τέτοιες αποστολές, απελάθηκαν από την κυβέρνηση Μπολσονάρο, η οποία ωστόσο, μετά το ξέσπασμα της κρίσης του κορονοϊού τις καλεί να επιστρέψουν.
Η εκτόξευση των κρουσμάτων και των θυμάτων από την πανδημία, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και σε πολλές από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες δεν αποτελεί κάποιου είδους φυσικό φαινόμενο. Αντίθετα, είναι αποτέλεσμα δεκαετιών νεοφιλελεύθερης πολιτικής, παράλογης συσσώρευσης τεράστιου πλούτου σε ένα ελάχιστο κλάσμα του πληθυσμού, άνευ προηγουμένου διεύρυνσης των ταξικών ανισοτήτων, απαξίωσης και αποδιάρθρωσης των συστημάτων υγείας, προσανατολισμού της έρευνας σε κερδοσκοπικές και μη χρήσιμες κατευθύνσεις.
Παρότι τα αίτια γίνονται σήμερα ξεκάθαρα και στους πιο δύσπιστους, παραμένει ανοιχτό ερώτημα αν η υγειονομική κρίση θα αποτελέσει έναυσμα για ένα νέο γύρο αγώνων και πολιτικής αμφισβήτησης ή ευκαιρία για ακόμα μεγαλύτερη συσσώρευση ισχύος για το κεφάλαιο. Η απάντηση θα κριθεί από την ταξική πάλη και την δυνατότητα της αριστεράς να ενεργοποιήσει κοινωνικούς αγώνες και να διαμορφώσει πολιτικούς πόλους ικανούς να προβάλλουν μία διαφορετική κοινωνική και πολιτική στρατηγική.
[1] Στοιχεία ΠΟΥ, 7-4-2020, διαρκής ανανέωση δεδομένων
[2] Σύμφωνα με στοιχεία του National Center for Health Statistics (CDC)
[3] Σύμφωνα με στοιχεία του Census Bureau
[4] Berchick, Barnett, and Upton 2019
[5] Πηγή ΟΟΣΑ