του Γιάννη Δούκα
Το τελευταίο διάστημα η κυβέρνηση έχει εξαπολύσει μια επικοινωνιακή καταιγίδα για τις αυξήσεις που περιμένουν τους συνταξιούχους με το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που δόθηκε για διαβούλευση.
Η πραγματικότητα όμως μέσα από το νομοσχέδιο που δόθηκε στη δημοσιότητα όχι μόνο δεν επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο αλλά αντίθετα προδιαγράφει δυσάρεστες εξελίξεις.
Η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει τη συμμόρφωση με τις τελευταίες αποφάσεις του ΣτΕ που μιλάει για αντισυνταγματικότητα
- Των περικοπών του νόμου Κατρούγκαλου σε όσους είχαν άθροισμα κύριας και επικουρικής πάνω από 1300 €
- Των χαμηλών ποσοστών αναπλήρωσης και
- Τη βάση υπολογισμού και τα ποσοστά εισφορών ελεύθερων επαγγελματιών σε σύγκριση με αυτά των μισθωτών.
Σε ότι αφορά το πρώτο. Ο νόμος Κατρούγκαλου προέβλεπε επανυπολογισμό των συντάξεων που έχουν άθροισμα κύριας και επικουρικής πάνω από 1.300 €. Με το νομοσχέδιο επανυπολογίζεται ένα μέρος των συντάξεων με ότι προέβλεπε ο νόμος Κατρούγκαλου και ένα άλλο μέρος με παλαιότερες δικές τους ρυθμίσεις που έχουν κριθεί αντισυνταγματικές. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγει να αυξήσει τις συντάξεις που έχουν υποστεί περικοπές και ταυτόχρονα επιχειρηματολογεί ότι είναι συνταγματικά ορθό γιατί επανυπολογίζονται όλες και όχι μόνο κάποιες που είναι πάνω από το όριο των 1.300 €. Οι αιτήσεις για επικουρική σύνταξη μετά την 1/1/2015 συνεχίζουν να υπολογίζονται με το ίδιο σύστημα Κατρούγκαλου δηλαδή χωρίς καμία διαφορά. Οι συντάξεις που χορηγήθηκαν με αίτηση που έγινε μέχρι 31/12/2014 επανυπολογίζονται με βάση το τι ίσχυε στις 31/12/2014. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι συντάξεις προ 31/12/2014 θα επανυπολογισθούν με βάση τις τότε διατάξεις στις οποίες ενυπήρχαν οι τότε μνημονιακές κρατήσεις των νόμων 4051/12 και 4093/12. Αφαιρούν δηλαδή την αντισυνταγματικότητα Κατρούγκαλου, εξισορροπούν όμως τις τυχόν αυξήσεις με τις δικές τους ρυθμίσεις για άλλου είδους κρατήσεις που είχαν φέρει το 2012 και οι οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές το 2015. Οι μόνοι που ενδεχομένως θα δουν κάποια αύξηση είναι αυτοί στους οποίους, αυθαίρετα και κατά παράβαση ακόμη και του νόμου Κατρούγκαλου, έγιναν κρατήσεις ύψους 47% στις επικουρικές τους συντάξεις.
Σε ότι αφορά το δεύτερο. Αυξάνονται τα ποσοστά αναπλήρωσης σε όσους έχουν πάνω από 30 χρόνια υπηρεσίας. Οι αυξήσεις αυτές αφ’ ενός δίνονται σε βάθος πενταετίας και αφ’ ετέρου αφορούν ελάχιστους. Οι τυχόν αυξήσεις συμψηφίζονται με τις υπάρχουσες προσωπικές διαφορές και δεν είναι μεγάλα τα ποσοστά των ασφαλισμένων που έχουν πολλά χρόνια υπηρεσίας και που δεν έχουν και προσωπικές διαφορές.
Για παράδειγμα ένας με 35 χρόνια υπηρεσίας και σύνταξη 1.200 € θα πάρει αύξηση σε βάθος πενταετίας περίπου 80 € μικτά. Δηλαδή σήμερα μιλάμε για 16 περίπου € μικτά το μήνα με προϋπόθεση ότι δεν έχει προσωπικές διαφορές.. Από κει και πάνω η αύξηση είναι μεγαλύτερη πάντα με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν προσωπικές διαφορές και βέβαια ελάχιστοι είναι αυτοί που έχουν πάνω από 35 συντάξιμα χρόνια.
Οι όποιες αυξήσεις ενδεχομένως προκύψουν από τις προηγούμενες περιπτώσεις καθώς και οι όποιες κοινωνικές πολιτικές καλύπτονται από την εγγραφή στον κοινωνικό προϋπολογισμό δαπάνης ύψους 0,5% του ΑΕΠ. Για να μην ξεχνιόμαστε τηρείται η τροϊκανή ρήτρα για μηδενικό δημοσιονομικό κόστος και έτσι για εξισορρόπηση καταργούνται άλλες κοινωνικές παροχές.
Σε ότι αφορά τις εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών η μηνιαία εισφορά της μικρότερης ασφαλιστικής κλάσης είναι 155 €. Η εισφορά αυτή αν δεχθούμε ότι τα ποσοστά εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών εξισώνονται με αυτά των μισθωτών (6,67%) αντιστοιχεί σε μηνιαίο εισόδημα ύψους 2324 €. Αν δεχθούμε ότι τα ποσοστά εξισώνονται με το σύνολο των εισφορών εργοδότη και εργαζόμενου για τους μισθωτούς (20%) οι εισφορές αντιστοιχούν σε εισόδημα 775 € που είναι πάνω από το σημερινό κατώτερο μισθό (650 €). Μικρότερες είναι οι εισφορές των νέων επαγγελματιών (μέχρι 5 έτη) που ανέρχονται σε 93 €. Αντίστοιχα οι ελεύθεροι επαγγελματίες της μικρότερης ασφαλιστικής κατηγορίας καταβάλλουν εισφορές ύψους 55 € οι παλαιότεροι και 33 € οι νεότεροι για τον κλάδο υγείας.
Εκτός από τα παραπάνω στο νομοσχέδιο υπάρχει και η δημιουργία του e-EFKA. Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί το υπαρκτό πρόβλημα της καθυστέρησης έκδοσης των συντάξεων και το ότι δεν έχει ψηφιοποιηθεί η ασφαλιστική ιστορία των ασφαλισμένων και ξεκινάει διαδικασίες ενοποίησης και ενσωμάτωσης της επικουρικής στην κύρια σύνταξη. Απώτερος στόχος η μείωση του συνολικού ύψους κύριας και επικουρικής σύνταξης και η πριμοδότηση νέων ιδιωτικών σχημάτων κάτι που επανειλημμένα έχει εξαγγελθεί.
Το νομοσχέδιο επαναλαμβάνει ρητές μνημονιακές δεσμεύσεις προηγούμενων νόμων για το συνολικό κόστος εθνικής, ανταποδοτικής και επικουρικής σύνταξης μέχρι το 2060, Η κρατική χρηματοδότηση για το 2020 σύμφωνα με τον προϋπολογισμό είναι μειωμένη σε σχέση με το 2019 κατά 480 εκατομμύρια € και το νομοσχέδιο παραπέμπει τυχόν αυξήσεις των συντάξεων για μετά το 2023.
Οι Στο νομοσχέδιο υπάρχει αναφορά για επιχορήγηση ύψους 0,5% του κοινωνικού προϋπολογισμού για να καλύψει
Τέλος υπάρχει και το δώρο στην εργοδοσία με τη μείωση κατά 0,48% των εργοδοτικών εισφορών για τον κλάδο ανεργίας