Του Βασίλη Κ. Φούσκα και Bülent Gökay*
Είναι οδυνηρό αυτό που συμβαίνει στη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου, εδώ και πολλές δεκαετίες. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, λόγω της ανακάλυψης φυσικού αερίου στην κυπριακή ζώνη, εμπλέκεται και η Ελλάδα, εφόσον οροθέτηση της ΑΟΖ με Κύπρο και Αίγυπτο θα αποκλείσει την Τουρκία απ’ το γεωπολιτικό παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο, βλάπτοντας τα συμφέροντά της ως διαμετακομιστικού πυλώνα ενέργειας. Αυτό είναι ανεπίτρεπτο για την Τουρκία, τη στιγμή που είναι ακόμα υπό άνθηση η νεο-οθωμανική επεκτατική πολιτική του Ερντογάν υπό τη πίεση της οικονομικής υπερθέρμανσης της χώρας. Η Τουρκία είναι ένας ορθολογικός περιφερειακός δρων, που κινείται με άξονα το εθνικό και ταξικό της συμφέρον.
Το σχέδιο του Ερντογάν, επί τη βάσει του οποίου προσπαθούσε να πείσει εδώ και πολλά χρόνια τη Δύση να επέμβει αυτόνομα στη Συρία, προβλέπει δημιουργία ζώνης ασφαλείας για εγκατάσταση περίπου 2 εκατομμυρίων προσφύγων που φυτοζωούν στη Τουρκία, δημιουργία χωριών και πόλεων, ακόμα και Πανεπιστημίου. Το σχέδιο το παρουσίασε ως «ανθρωπιστικό», στην ουσία όμως δεν πρόκειται παρά για αλλαγή του δημογραφικού στοιχείου της ΒΑ Συρίας με εθνοκάθαρση του πλειοψηφικού κουρδικού στοιχείου και ελέγχου σχεδιαζόμενων αγωγών μεταφοράς ενέργειας στις ευρωπαϊκές αγορές. Τα παραπάνω, ωστόσο, δεν αρκούν για να εξηγήσουν τη σύμπτωση απόψεων Τραμπ και Ερντογάν.
Πριν ακόμα εκλεγεί, ο Τραμπ έλεγε ότι επιθυμεί την απομάκρυνση των αμερικανικών στρατευμάτων από περιοχές που δεν αποφέρουν άμεσα οικονομικά πλεονεκτήματα για τις ΗΠΑ. Πριν από μερικές μέρες, τόνισε κατηγορηματικά ότι «οι ΗΠΑ ξόδεψαν πάνω από 8 τρισ. δολάρια πολεμώντας και αστυνομεύοντας τη Μέση Ανατολή και χιλιάδες Αμερικανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν. (…) Το να πάμε στη Μέση Ανατολή, ήταν το μεγαλύτερο λάθος που κάναμε ποτέ ως χώρα».
Γιατί άραγε χρησιμοποιεί τέτοια γλώσσα ο Τραμπ; Εμείς δεν πιστεύουμε ότι είναι «τρελός» ή «χαζός», όπως πολλά ΜΜΕ τον χαρακτηρίζουν. Αλλα πράγματα μπορεί να είναι, αλλά αυτά δεν είναι και, στο κάτω κάτω, έχει ένα συμβουλευτικό επιτελείο εμπειρογνωμόνων με μεγάλη τεχνογνωσία.
Εμείς πιστεύουμε ότι ο Τραμπ λέει μεγάλο μέρος της αλήθειας. Οι ΗΠΑ δεν έχουν την οικονομική άνεση που είχαν πριν από 30 και 40 χρόνια να χρηματοδοτούν πολέμους και να δίνουν το «παρών» με στρατό παντού. Η παρούσα μεγάλη ύφεση έφερε την Κίνα στο προσκήνιο, που διεκδικεί με αξιώσεις τα ηνία της παγκόσμιας οικονομίας. Είναι σαφές ότι οι ήττες των ΗΠΑ σε Αφγανιστάν και Ιράκ, καθώς και το οικονομικό τους κόστος –ας αφήσουμε κατά μέρος το πολιτικό και το ηθικό κόστος– τις απέτρεψαν από κάθε ουσιαστική παρέμβαση στη λεγόμενη «αραβική άνοιξη». Σ’ αυτή τη συνάφεια, οι Κούρδοι της Συρίας, οι λεγόμενοι «πιστοί σύμμαχοι των ΗΠΑ κατά του Ισλαμικού Κράτους», δεν μπορούσαν να έχουν καμία τύχη: ο Τραμπ θα τους τράβαγε το χαλί κάτω απ’ τα πόδια με την πρώτη ευκαιρία, με σκοπό να προστατέψει τα εθνικά και ταξικά συμφέροντα των ΗΠΑ σε εποχή κρίσης της παγκόσμιας ηγεμονίας της. Ο Ασαντ είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό τους Κούρδους, αλλά ο Ασαντ επιβίωσε, γιατί είχε την έμπρακτη προστασία της Ρωσίας –άλλο ένα σημάδι παρακμής των ΗΠΑ.
Ποια είναι η σημασία των παραπάνω για Ελλάδα και Κύπρο; Οσο πιο πίσω κοιτάς στην Ιστορία, είχε κάποτε πει ο Τσόρτσιλ, τόσο πιο μπροστά θα έχεις την ικανότητα να βλέπεις. Ας πάμε, λοιπόν, 100 χρόνια πίσω.
Είμαστε στα 1915 – 1919. Ηταν τότε που ο Ελευθέριος Βενιζέλος έπασχε από μια ανίατη ασθένεια: την κατάληψη της Ιωνίας και τη δημιουργία της «Ελλάδας των δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών». Και είχε αυτήν την ασθένεια από τη στιγμή που ο μόνος ουσιαστικός σύμμαχός του ήταν ο Βρετανός πρωθυπουργός, Λόιντ Τζορτζ, ενώ οι υπόλοιποι σύμμαχοι της Αντάντ ήταν ενάντια σ’ αυτήν την απόπειρα. Ηταν η εποχή που η παρακμή της βρετανικής αυτοκρατορίας δεν επέτρεπε ενεργό συμμετοχή του αγγλικού στρατού στη βενιζελική απόπειρα, αν και ο Ιωάννης Μεταξάς είχε προειδοποιήσει με τα περίφημα υπομνήματά του από αρκετά νωρίς ότι, χωρίς έμπρακτη στρατιωτική στήριξη των συμμάχων στη Μικρά Ασία, η απόπειρα της Ελλάδας στη Σμύρνη και την ενδοχώρα δεν πρόκειται να έχει επιτυχή έκβαση. Ο Μεταξάς, όπως και το αγγλικό στρατιωτικό επιτελείο της εποχής, είχαν συστήσει στον Βενιζέλο τη διεκδίκηση της Κωνσταντινούπολης, αλλά ο Βενιζέλος αρνήθηκε κατηγορηματικά τέτοιες συστάσεις.
Η αποτυχία του Βενιζέλου είναι πάρα πολύ διαφωτιστική για το σήμερα. Από τη δεκαετία του 1970 και δώθε, η Δύση είναι σε μια αργόσυρτη, όσο και επώδυνη, οικονομική παρακμή. Η Ελλάδα δεν πρέπει να περιμένει ουδεμία έμπρακτη πολεμική βοήθεια απ’ την Ε.Ε. ή τις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, δεν έχει να κερδίσει τίποτε από οποιαδήποτε αμφισβήτηση τουρκικής επικράτειας. Ωστόσο, η πολιτική του «κατευνασμού» για την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας που ακολουθείται απ’ το 1923 μέχρι σήμερα, δεν φέρνει καρπούς. Τουναντίον, δημιούργησε κενά, τα οποία λειτούργησαν ως αναχώματα για περαιτέρω διεκδικήσεις και πλεονεκτήματα από την Τουρκία –εναργέστερο παράδειγμα η Κύπρος το 1974 και τα Ιμια το 1996. Ποια είναι η λύση;
Ο μόνος δρόμος είναι η επαναφορά στο Δημόσιο στρατηγικών τομέων της οικονομίας, η ανεξάρτητη βιομηχανική και παραγωγική ενδυνάμωση της χώρας, η ανάπτυξη ενδογενούς αμυντικής βιομηχανίας και η ταυτόχρονη ανάπτυξη φιλικών και ισχυρών δεσμών με τον τουρκικό και κουρδικό λαό, καταδεικνύοντας ότι οι λαοί μπορούν και πρέπει να είναι φίλοι, τα αστικά κράτη, όμως, ποτέ. Εως ότου να ωριμάσουν οι συνθήκες της σοσιαλιστικής λαϊκής ενότητας στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή ενάντια στις δυναστικές κρατικές ελίτ και στους ιμπεριαλισμούς κάθε είδους, Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να είναι σε θέση να παρατάξουν ισχυρή αποτρεπτική ισχύ, ώστε οποιαδήποτε επεκτατική ιδέα απ’ τη μεριά της Τουρκίας να μείνει στα χαρτιά.
*Οι συγγραφείς είναι καθηγητές Διεθνών Σχέσεων στα αγγλικά Πανεπιστήμια του Κιλ (Gökay) και Ανατολικού Λονδίνου (Φούσκας)
*Οι συγγραφείς είναι καθηγητές Διεθνών Σχέσεων στα αγγλικά Πανεπιστήμια του Κιλ (Gökay) και Ανατολικού Λονδίνου (Φούσκας)