Για την αναγκαιότητα ενδυνάμωσης της μαχητικής αριστεράς!
του Δημήτρη Κάσση*,
υποψήφιου βουλευτή Α΄ Αθήνας με τη Λαϊκή Ενότητα
Φαντάζει αντιφατικό το γεγονός ότι μετά από μια 10ετία οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής φτάνουμε σε μια εκλογική μάχη, που σύμφωνα τουλάχιστον με τους δύο πόλους εξουσίας ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, τα επίδικά της εξαντλούνται στη λογική του «μικρότερου κακού». Κι όσο στην κοινωνία γίνεται εντονότερη η απογοήτευση και η αποχή από την κοινωνικοπολιτική δράση, τόσο εντείνονται οι προσπάθειες των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων να ενισχύσουν το παραδοσιακό δίλημμα του διπολισμού μέσω μίας αγωνιώδους προσπάθειας δημιουργίας συνθηκών πόλωσης.
Όμως πραγματικά τι όφελος έχουν να αντλήσουν οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, η νεολαία, οι άνθρωποι του μόχθου, οι συνταξιούχοι, από τη λογική του «μικρότερου κακού»;
Είναι μήπως η «ανάπτυξη», που υπόσχεται η ΝΔ, που δεν είναι τίποτε παραπάνω από την απαρέγκλιτη εφαρμογή μιας ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής απέναντι στον κόσμο της εργασίας και τα κατώτερα στρώματα; Μήπως είναι οι δήθεν κοινωνικές ευαισθησίες που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρώντας να δικαιώσει μια τετραετή θητεία νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας με παρόμοιο οικονομικό πρόγραμμα και σκληρό μνημόνιο;
Δεν πρόκειται παρά για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Από τη μία η κυνική παραδοχή ενός προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους κι από την άλλη, παρόμοιες πολιτικές που εφαρμόζονται με «πόνο ψυχής» και εξαγνίζονται στην κολυμπήθρα μιας από καιρού ξεχασμένης αριστερής φρασεολογίας. Κοινός παρανομαστής και στις δύο όψεις παραμένει το αφήγημα του «μη εναλλακτικού δρόμου». Ένας μονόδρομος εξαντλητικών πλεονασμάτων, χρέους, περικοπών, υπερφορολόγησης, πλειστηριασμών, εκχώρησης δημόσιου πλούτου, που συνοδεύεται με εξυπηρετήσεις σε ημετέρους, καταστολή κι αυταρχισμό. Επιπλέον, και σαν μην έφταναν όλα αυτά, το πλαίσιο αυτό συνοδεύεται κι από μια σειρά επικίνδυνων γεωπολιτικών και περιβαλλοντικών πολιτικών που στρώνουν το έδαφος στις πολυεθνικές των εξορύξεων και τις πολεμικής βιομηχανίας, αλλά και δημιουργούν ανθρωπιστικές και περιβαλλοντικές καταστροφές.
Απέναντι σε αυτή τη πραγματικότητα η έλλειψη μιας δυναμικής, ενωτικής, μαχητικής αριστεράς φαντάζει μεγαλύτερη από ποτέ. Μιας αριστεράς που θα αμφισβητεί έμπρακτα τις επιτακτικές πολιτικές του «μη εναλλακτικού δρόμου». Που θα βάζει το ζήτημα της εξόδου από το αδιέξοδο στο εδώ και τώρα, που θα δίνει πνοή και θα διαπνέεται από το εργατικά και νεολαιίστικα κινήματα, που θα προβάλει ένα εναλλακτικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης με επίκεντρο τον άνθρωπο και το περιβάλλον.
Κι όσο η απουσία αυτή μεγεθύνεται, τόσο βρίσκουν πρόσφορο έδαφος προσωποκεντρικά εγχειρήματα θολών πολιτικών και αδιέξοδων προτάσεων. Τόσο αυτό-επιβεβαιώνονται δυνάμεις που επικαλούνται το «αλλού και άλλοτε», την καθαρότητα, την απλή κοινοβουλευτική καταγραφή. Για τον δε χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς η πολυδιάσπαση, που οδηγεί σε αποσυσπείρωση, μεγαλώνει την δυσπιστία, την απογοήτευση, την ενσωμάτωση της ήττας, σε πλατιές προοδευτικές μάζες ακόμα και έξω από το δικό της ακροατήριο.
Αρκεί όμως η επίκληση στην ενότητα για την οικοδόμηση ενός ενωτικού και πλατιού μετώπου της αριστεράς;
Προφανώς και η ενότητα θα πρέπει να στηρίζεται στη δράση, στον ειλικρινή πολιτικό διάλογο και συνεργασία με βάση τα κοινά προγραμματικά σημεία που συνδέουν τη ριζοσπαστική αριστερά. Η Λαϊκή Ενότητα, παρά τις αδυναμίες και τα λάθη της προηγούμενης περιόδου, για τα οποία κάνει σκληρή αυτοκριτική, είναι η δύναμη που όλα τα προηγούμενα χρόνια πάλεψε ειλικρινά να βρει κοινούς δρόμους με την υπόλοιπη ριζοσπαστική αριστερά. Δυστυχώς, οι «ανυπέρβλητες» ιδεολογικές διαφωνίες κι οι μικρο-ηγεμονισμοί του χώρου αυτού, έχουν σταθεί εμπόδιο σε αυτή την προσπάθεια. Εντούτοις το ερώτημα της ενότητας παραμένει επιτακτικό σε ένα ευρύτερο προοδευτικό ακροατήριο που αγωνιά για το αύριο. Το γεγονός αυτό έχει ήδη αρχίσει να αντανακλάται και σε δυνάμεις εντός της ριζοσπαστικής αριστεράς και το μετεκλογικό στοίχημα είναι να ανοίξει ένας πλατύς ειλικρινής διάλογος για την αριστερά της επόμενης περιόδου.
Για τη Λαϊκή Ενότητα το ερώτημα όμως που προηγείται είναι εάν το επόμενο διάστημα θα υπάρχουν εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που θα στηρίξουν τους αγώνες και τις διεκδικήσεις των λαϊκών στρωμάτων, του εργατικού κινήματος, του φοιτητικού κινήματος, των κινημάτων των γειτονιών και των κατοίκων. Για αυτόν τους λόγους αυτούς είμαστε εδώ και επιμένουμε. Με αυτοκριτική, με νέα φυσιογνωμία, με επιμονή στην ενωτική δράση, με προσήλωση στις μάχες της επόμενης περιόδου για μια ζωή με αξιοπρέπεια.
Στηρίζουμε, δυναμώνουμε τη Λαϊκή Ενότητα, ξαναγράφουμε ιστορία στους δρόμους.
*ο Δημήτρης Κάσσης είναι
Μεταδιδακτορικός συνεργάτης στο Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών
Πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Εργαζομένων ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.