Της Αναστασίας Σταυροπούλου, υποψήφιας με τη Λαϊκή Ενότητα στον Βόρειο Τομέα Αθηνών (Β1)
Το πολυσυζητημένο αίνιγμα της ενότητας της αριστεράς μοιάζει ακόμη πιο επιτακτικό ενόψει των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών, αλλά κυρίως του σκηνικού και των αναγκαιοτήτων που θα διαμορφωθούν μετά από αυτές. Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών και αυτοδιοικητικών εκλογών οδηγούν στην αναστήλωση ενός πολιτικού σκηνικού πιο συντηρητικού με κυρίαρχη την παρουσία των συστημικών κομμάτων που υπηρέτησαν τα μνημόνια. Η ΝΔ διεκδικεί δυναμικά μια κυβερνητική θητεία με άξονες τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό και την καταστολή, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να διαγράψει από τη μνήμη μας μια κυβερνητική πορεία πλήρους εφαρμογής των μνημονιακών μέτρων και να καθιερωθεί ως ο δεύτερος πόλος του νέου δικομματισμού. Την ίδια στιγμή, παρά τη σημαντική υποχώρηση της ναζιστικής ΧΑ, αναδείχθηκε μιας πανσπερμία εθνικιστικών, ακροδεξιών σχηματισμών που συγκεντρώνουν ένα σημαντικό ποσοστό.
Το πολιτικό σκηνικό συμπληρώνει η μεγάλη πτώση της αριστεράς. Η αριστερά, σε όλες τις εκφάνσεις της, δεν μπόρεσε να πείσει πλατιά ακροατήρια για την αναγκαιότητα στήριξης της στρατηγικής της. Το ΚΚΕ σημείωσε πτώση παρά την απώλεια 600.000 ψήφων από το ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 αλλά και από τις δυνάμεις της αριστεράς και ιδίως τη ΛΑΕ. Αντίστοιχα μεγάλη ήταν η συρρίκνωση της επιρροής του στις περιφερειακές εκλογές σε σχέση με αυτές του 2014. Η ΛΑΕ σημείωσε μια μεγάλη εκλογική και πολιτική ήττα. Όχι μόνο δεν προσέλκυσε ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ μετά από μια κυβέρνηση μνημονίων αλλά απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής της δύναμης. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ομοίως, όχι μόνο δεν κατάφερε να ενισχύσει τις δυνάμεις της παρά την διαρροή ψηφοφόρων από το ΣΥΡΙΖΑ αλλά και από τη ΛΑΕ, αλλά υποχωρεί σε σχέση με τις βουλευτικές του Σεπτεμβρίου του 2015, και κατευθύνεται προς επίπεδα επιρροής της πρώτης περιόδου εμφάνισής της πριν την ανάπτυξη της κρίσης. Υποχώρηση σημείωσε και στις περιφέρειες.
Με αυτά τα αποτελέσματα, θα ήταν λογικό, κανείς στο πλαίσιο της αριστεράς να μην επιχαίρει. Πέρα από τα (βέβαια) υποκειμενικά σφάλματα των κινήσεων και της κατεύθυνσης των επιμέρους δυνάμεων, μία τέτοια καθήλωση της εκλογικής επιρροής της αριστεράς δείχνει πιο βαθιές μεταβολές. Μετά από μια δεκαετία κρίσης, σκληρών αγώνων και πολιτικών μετατοπίσεων μαζών, που έριξαν κυβερνήσεις, γέμισαν τους δρόμους και τις πλατείες με καινοφανείς ογκώδεις παλλαϊκές διαδηλώσεις, που ανέδειξαν σε κυβέρνηση ένα κόμμα της ρεφορμιστικής αριστεράς που από το 3-4%, εκτοξεύθηκε στο 36%, η αριστερά βγαίνει αποδυναμωμένη σε σχέση με την αρχή της κρίσης.
Το σύνολο της αριστεράς, πρέπει να λάβει υπόψη του, ότι κανένα μέτωπο ή σχηματισμός δεν μπόρεσε μετά τη μνημονιακή προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ να αποτρέψει το «ξεφούσκωμα» της προσδοκίας των λαϊκών τάξεων για έναν δρόμο ρήξης με τα μνημόνια και την πολιτική της διαρκούς λιτότητας.
Το ΚΚΕ μοιάζει, ωστόσο, να μην απασχολείται εδώ και καιρό με αυτά τα ερωτήματα. Η πολιτική του στρατηγική, αναπαράγεται σχεδόν απαράλλαχτη μέσα σε μια δεκαετία δραματικών εξελίξεων στην Ελλάδα και αφορά την εξασφάλιση της κοινοβουλευτικής του παρουσίας χωρίς περαιτέρω αξιοποίηση αυτής της δύναμης για την πυροδότηση εξελίξεων στο κοινωνικό επίπεδο.
Αυτή η λογική έχει σημαντικές επιπτώσεις στην προοπτική και την αξιοπιστία της συνολικής αριστεράς, ειδικά μετά το δημοψήφισμα και το οριστικό πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό στρατόπεδο. Ο βασικός δείκτης της διαφαινόμενης αποτυχίας της αριστεράς την τελευταία τετραετία ήταν η απουσία μαζικών και μαχητικών κοινωνικών αγώνων των εργαζόμενων και της νεολαίας, με τη δυναμική που ξεσπούσαν παλαιότερα αποσταθεροποιώντας το πολιτικό σκηνικό. Μέσα σε μια τέτοια συνθήκη το ΚΚΕ, χωρίς να του λείπουν οι οργανωτικές προϋποθέσεις, αρνήθηκε συνειδητά να αναπτύξει πρωτοβουλίες για την διατήρηση της λαϊκής κινητοποίησης και την όξυνση των κοινωνικών αγώνων. Φαίνεται ότι μια κατάσταση «κανονικότητας» του πολιτικού συστήματος με το ΚΚΕ να συγκεντρώνει εκλογικά ποσοστό της κοινωνικής διαμαρτυρίας είναι περισσότερο βολική, ειδικά εάν κανείς λάβει υπόψη τις πιέσεις που επήγαγε στο πολιτικό ακροατήριο, αλλά και τις συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΚΚΕ η επαμφοτερίζουσα στάση και ουσιαστικά απουσία που διατήρησε κατά τη διάρκεια των μεγάλων στιγμών της περιόδου 2010-2012 ή στο δημοψήφισμα του 2015.
Για την υπόλοιπη αριστερά, τα πράγματα ξεκινούν από άλλες αφετηρίες. Τόσο η ΛΑΕ όσο και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι μόνο δεν κατάφεραν να απευθυνθούν σε πλατύτερα κοινωνικά ακροατήρια, αλλά ακόμη περισσότερο δεν έπεισαν ούτε το στενότερο ακροατήριο της κοινωνικής και πολιτικής αριστεράς και την πανσπερμία οργανώσεων που δρουν στο πλαίσιο αυτής. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, η αδυναμία τους να πείσουν οφείλεται στην αποτυχία της δημιουργίας ενός πλατύτερου μετώπου συμπόρευσης και συνεργασίας. Εάν οι δυνάμεις αυτές είχαν καταφέρει, όχι απλώς πριν της τελευταίες ευρωεκλογές, αλλά ήδη μετά το δημοψήφισμα και τις εκλογές του 2015 να συγκροτήσουν μία πολιτική συνεργασία, οι πολιτικοί όροι για την αριστερά θα ήταν σήμερα πολύ διαφορετικοί. Κυρίως, όμως, θα ήταν διαφορετικοί για την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στους αγώνες. Για μια ολόκληρη τετραετία η ριζοσπαστική αριστερά βάδιζε στον απόηχο της «δόξας» ενός περασμένου λαϊκού ξεσηκωμού, που προδόθηκε βάναυσα στο δημοψήφισμα. Καύσιμα που «κάηκαν» γρήγορα, χωρίς η αριστερά να οικοδομεί νέους όρους κοινωνικού αναβρασμού, παρά μόνο διάσπαρτους και ασυντόνιστους αγώνες σε επιμέρους κοινωνικούς χώρους όπου έχει μια ορισμένη δύναμη.
Στη ΛΑΕ μπορούν να αποδοθούν πολλά σφάλματα, πολιτικά ή φυσιογνωμικά, οφείλει όμως να της αναγνωριστεί η επιμονή και ειλικρινής της πρόθεση για να βρεθούν δρόμοι κοινού βηματισμού και πολιτικής συνεργασίας με τις υπόλοιπες δυνάμεις της αριστεράς. Καθ’ όλη την προηγούμενη περίοδο στους αγώνες, στα συνδικάτα, στους κοινωνικούς χώρους, η ΛΑΕ επέμεινε στις μετωπικές συνεργασίες. Συνάντησε, όμως, τον τοίχο της πολιτικής αντίληψης του ΝΑΡ, που κυριαρχεί στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που εκτιμούσε τη συγκυρία ως ιστορική ευκαιρία για τις επαναστατικές δυνάμεις του αντικαπιταλισμού, μετά τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, να δικαιωθούν μέσα από την ανάδειξη της καθαρότερης δυνατής «αντικαπιταλιστικής γραμμής». Σε ένα τέτοιο πλάνο, οι «προσμίξεις» και συνεργασίες δε βοηθούν καθώς θα νόθευαν το «αντικαπιταλιστικό πρόταγμα». Ακολούθησαν και οι έμπρακτες μορφές «αντικαπιταλιστικού ξεκαθαρίσματος», με τη διάσπαση μετωπικών παρεμβάσεων και σχημάτων στους κοινωνικούς χώρους, τον οργανωτικό διαχωρισμό σε κινηματικές πρωτοβουλίες και δράσεις.
Μια τέτοια αντίληψη σίγουρα δε δικαιώθηκε. Αντίθετα, η παταγώδης «πτώση του αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ» δεν ήταν «ευκαιρία», αλλά κίνδυνος αφού συμπαρέσυρε το σύνολο της αριστεράς, ανεξαρτήτως της έντασης του «επαναστατικού λόγου». Ένας τέτοιος κίνδυνος μπορούσε να αποτραπεί μόνο μέσα από την οικοδόμηση από τη ριζοσπαστική αριστερά μιας νέας εμπιστοσύνης στους αγώνες και τη δυνατότητά τους να επιτύχουν αποτελέσματα στο πολιτικό επίπεδο. Το «εμείς τα λέγαμε» ποτέ δεν κέρδισε.
Ακόμη όμως και μετά τις τελευταίες εκλογές δεν φαίνεται άμεσα ορατός ο δρόμος της οικοδόμησης μιας νέας πολιτικής ενότητας έστω και την ύστατη ώρα. Η ΛΑΕ, ορθά μετά την εκλογική της αποτυχία, προέβη σε μια γνήσια και γενναία αυτοκριτική επί όλων των καίριων ζητημάτων. Για το πολιτικό της στίγμα και τη φυσιογνωμία, για τη διγλωσσία όσον αφορά τα «εθνικά θέματα», για το κοινωνικό ακροατήριο απεύθυνσής της. Η απόφαση του Πολιτικού της Συμβουλίου για την κάθοδο στις εκλογές ήταν τόσο ρητή που δεν έπαιρνε παρερμηνείες «Σε ότι αφορά τις επερχόμενες εκλογές, το ΠΣ αποφάσισε να επαναφέρει την πρόταση για εκλογική συνεργασία κατά προτεραιότητα με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς με τις οποίες συναντηθήκαμε στα αυτοδιοικητικά σχήματα και στους κοινωνικούς αγώνες».
Συνεπώς, εάν η πολιτική δικαιολόγηση της απόρριψης της πολιτικής συνεργασίας της ριζοσπαστικής αριστεράς μέχρι πρότινος ήταν τα στοιχεία στίγματος ή φυσιογνωμίας, αυτά λογικά θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι εξέλιπαν. Παρά ταύτα, βλέπουμε να αναδύεται μια καινούργια μετασχηματιζόμενη επιχειρηματολογία. Αυτή τη φορά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέρριψε την πρόταση εκλογικής και πολιτικής συνεργασίας με τη ΛΑΕ σε μια νέα βάση. Μια συνεργασία με τη ΛΑΕ δεν είναι εφικτή καθώς «οι προτάσεις εκλογικής συνεργασίας» με αυτές τις δυνάμεις λίγες ημέρες πριν τις εκλογές, αποπνέουν καιροσκοπισμό και κοινοβουλευτισμό, και είναι μακριά από τις ανάγκες ανασυγκρότησης της μαχόμενης αριστεράς. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν θα γίνει «δωρητής σώματος» για τη διάσωση χρεωκοπημένων πολιτικών σχεδίων». Σύμφωνα με αυτή τη λογική, η εκλογική συντριβή της ΛΑΕ αποτυπώνει την ήττα της στρατηγικής της για ένα «αριστερό ΣΥΡΙΖΑ». Ειδικά ορισμένα στελέχη του ΝΑΡ, έχουν επιδοθεί σε μια συστηματική διαστρέβλωση των θέσεων και του πολιτικού προγράμματος της ΛΑΕ, με πληθώρα αναφορών του τύπου: «Ούτε μπορούν να ανταποκριθούν στην ανάγκη λαϊκής αντιπολίτευσης αρχηγικά κόμματα που μιλούν στο όνομα του «ευρωπαϊσμού» όπως το ΜεΡΑ25 ή είναι στα όρια της πολιτικής του προ-κυβερνητικού «καλού ΣΥΡΙΖΑ», όπως η ΛΑΕ»[1] ή «Η εκλογική συντριβή της ΛΑΕ αποτυπώνει την ήττα της στρατηγικής της για ένα «αριστερό ΣΥΡΙΖΑ» αλλά και της ιδέας του «αντιμνημονιακού, δημοκρατικού, πατριωτικού και αριστερού μετώπου»[2]. Δυστυχώς, απαντώνται και διατυπώσεις που κινούνται στα όρια της αντιπαράθεσης, που θυμίζουν το ύφος οπαδών που διαπληκτίζονται σε διαδικτυακές πλατφόρμες για τις επιδόσεις των ομάδων τους με το ανάλογο ύφος «Πού έχασε ο … «σεχταρισμός» και πού κέρδισε ο «αντισεχταρισμός» στις αυτοδιοικητικές εκλογές της 26ης Μάη; Στην Αθήνα; Στην Θεσσαλονίκη; Στο Αιγάλεω; Στην Περιφέρεια Αττικής; Στην Περιφέρεια Κρήτης;….» [3]
Αν κανείς θεωρεί ότι κρίσιμα προγραμματικά ζητήματα είναι, πέρα από τον αντιμνημονιακό λόγο, η ρήξη και έξοδος από το Ευρώ, την ΕΕ και το σύνολο των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών (ΝΑΤΟ, σχέσεις με ΗΠΑ, Ισραήλ κλπ.), δεν είναι εύκολο να κατανοήσει ποια είναι η ουσιαστική βάση της κριτικής αυτής, αφού αυτά είναι κοινά σημεία μεταξύ των δύο μετώπων. Ούτε ασφαλώς στοιχεία ιδεολογικής προοπτικής, όπως το «δίλημμα» αντικαπιταλισμός ή σοσιαλιστική προοπτική μπορούν σοβαρά να εξηγήσουν μια τόσο δήθεν ανεπίλυτη διαφοροποίηση. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι οι πλείστοι χαρακτηρισμοί περί «νέου ΣΥΡΙΖΑ» / «αριστερού ΣΥΡΙΖΑ» (αλλά και δεξιού ταυτόχρονα!) αφορούν μάλλον την ίδια την κατεύθυνση της πολιτικής ενότητας της αριστεράς. «Νέος ΣΥΡΙΖΑ» είναι οποιασδήποτε επιδιώκει τη συγκρότηση μαζικών μετώπων, που περιλαμβάνουν πολλές και διαφορετικές αντιλήψεις και ρεύματα και που επιδιώκει την πλατύτερη στήριξη από στρώματα της κοινωνίας.
Συνεπώς, η νέα αυτή γραμμή απόρριψης, πέρα από τον πολιτικό μεταμορφισμό δείχνει βαθύτερες αντιλήψεις. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτιμά διαφορετικά αυτή την πολιτική συγκυρία. Σύμφωνα με την απόφαση του ΠΣΟ της 15/6/2019 τα προβλήματα την δικής της κρίσης αποδίδονται στην «έμπρακτη αμφισβήτηση του αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα του μετώπου, η έμπρακτη υποβάθμιση του αντικαπιταλιστικού προγράμματος και η ελλιπής επεξεργασία και γείωσή του στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα». Εξάλλου, διαβάζουμε ότι η πολιτική κατεύθυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που μιλά για λογική συνεργασίας σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, η οποία δεν περιλαμβάνει το ΚΚΕ και την ΛΑΕ, επιβεβαιώθηκε και «ξαναψηφίστηκε» μέσα από την προεκλογική δουλειά και την οικοδόμηση κινήσεων (!). Από τις εκλογές φάνηκε ότι πλέον ο ορθός δρόμος για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι να μετασχηματιστεί σε «αντικαπιταλιστικό πόλο», κόβοντας κάθε σχέση με «ρεφορμιστές».
Το βασικό στοιχείο είναι, λοιπόν, μάλλον το γεγονός ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προσλαμβάνουν με έναν διαφορετικό, δικό τους τρόπο, τα μηνύματα της πολιτικής συγκυρίας. Το εκλογικό αποτέλεσμα μοιάζει μάλλον ικανοποιητικό, αφού «επιβεβαιώνει» (!) τη λογική της μη συνεργασίας και μάλλον εκτιμάται ότι θα γίνει ακόμη καλύτερο εάν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προχωρήσει ακόμη βαθύτερα στο δρόμο της απόρριψης κάθε μετωπικής συνεργασίας και της ιδεολογικής, επαναστατικής καθαρότητας! Οφείλουμε, βέβαια, να σημειώσουμε την εξαίρεση σημαντικών δυνάμεων στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που ασκούν κριτική σε αυτό το δρόμο και θέτουν την κατεύθυνση της μετωπικής πολιτικής.
Η ερμηνεία της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τα αποτελέσματα των εκλογών δείχνει ότι οι δυνάμεις αυτές, στο πλαίσιο της σημερινής υποχώρησης, μπαίνουν ακόμη πιο βαθιά στο δρόμο της διάσπασης, της αυτοαναφοράς και της αδιαφορίας για τις πραγματικές επιπτώσεις των πολιτικών επιλογών της αριστεράς. Η άρνηση της πραγματικότητας παίρνει πλήρη μορφή όταν κανείς εκτιμά την εκλογική αποτυχία όλης της αριστεράς ως επιτυχία, επειδή ήταν λιγότερο αποτυχημένος από το διπλανό. Η ματαιότητα της χαιρέκακης σύγκρισης του «μηδέν κόμμα κάτι» με το «μηδέν κόμμα κάτι άλλο» όταν η ριζοσπαστική αριστερά, αθροιζόμενη, το 2015 κόντευε το 4%, είναι το πραγματικό πρόσωπο της πολιτικής και κοινωνικής υποχώρησης της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Διαβάζουμε στη σχετική αρθρογραφία πολεμικής στην ιδέα συνεργασίας με τη ΛΑΕ ότι «Κανένας «κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ» δεν θα απεγκλωβιστεί άμεσα από τον Τσίπρα και δεν θα βγει αυτόματα μετεκλογικά στις Ιουλιανές λεωφόρους της ταξικής πάλης –θα κυριαρχήσει δυστυχώς η απογοήτευση για μεγάλο χρονικό διάστημα γιατί αυτός ο κόσμος «εκπαιδεύτηκε» επί τεσσεράμισι χρόνια στους συμβιβασμούς και στις πολύ χαμηλές προσδοκίες». Σε αυτή τη συνθήκη η απάντηση που προτείνεται είναι η αποκάλυψη των ΚΚΕ και ΛΑΕ ως υποταγμένων σχεδίων και η «όρθια ΑΝΤΑΡΣΥΑ».
Μια τέτοια παραδοχή αποκαλύπτει και το εύρος της αντίληψης των πραγμάτων. Πράγματι, όσο η ριζοσπαστική αριστερά συσκέπτεται, οι εργαζόμενες τάξεις αποδιοργανώνονται και κατευθύνονται στο δρόμο της απογοήτευσης ή της ιδιώτευσης. Στην καλύτερη των περιπτώσεων βαδίζει στη στήριξη περσόνων «συγκρατημένης», «ρεαλιστικής» ανυπακοής, όπως το ΜΕΡΑ25 ή την Πλεύση Ελευθερίας, που αφήνουν πίσω τους την ίδια την αριστερά προκειμένου να προσαρμοστούν ευκολότερα στη νέα κατάσταση. Όμως, αυτή η διαρκής κοινωνική ησυχία, παρουσιάζεται μάλλον σαν δεδομένη και αναπόφευκτη κατάσταση, λόγω της «εκπαίδευσης» των ψηφοφόρων.
Εάν αυτά είναι δεδομένα, πράγματι η ενότητα της αριστεράς δεν εξυπηρετεί πουθενά. Σκοπός μας θα έπρεπε να είναι να παραμένουμε υπαρκτοί ως έχουμε. Σκέψεις, που δεν μπορούν παρά να μας παραπέμψουν στις γνώριμες και κλασσικές τακτικές του ΚΚΕ, που όμως προσπαθούν να εφαρμοσθούν με την μορφή του μικρού κακέκτυπου. Αυτή η πολιτική αντίληψη έχει δοκιμαστεί για δεκαετίες και επανέρχεται σε συνθήκες πολιτικής κρίσης της ριζοσπαστικής αριστεράς έχοντας διαλυτικά αποτελέσματα. Αυτή η λογική, προβάλλεται – όπως και πριν τις ευρωεκλογές με την περιβόητη αφίσα που χαρακτήριζε τη ΛΑΕ (και το ΚΚΕ) κόμμα του «Νόμου και της Τάξης»– εξαιρετικά ωμά σήμερα. Είναι κάτι που πρέπει να ληφθεί υπόψη, από πολιτικά ρεύματα, οργανώσεις, και πρόσωπα. Και αυτό όχι μόνο ή τόσο, για να καθορίσουν την εκλογική τους στάση, αλλά κυρίως τις επιλογές της επόμενης μέρας, στις οποίες σε ένα βαθμό, θα επιδράσουν και τα εκλογικά αποτελέσματα. Τα ερωτήματα προκύοπτουν φυσικά: Μπορεί σήμερα να έχει βάση ένα πολιτικός διαχωρισμός μεταξύ «επαναστατών» και «ρεφορμιστών», όταν μιλάμε για πολιτικές τάσεις με συγκλίνοντα πολιτικά προγράμματα;[4] Έχει κάποια αντίκρισμα για τις εργαζόμενες τάξεις η διαμάχη περί όνου σκιάς; Είναι λογικό τα λάθη και οι αδυναμίες της ΛΑΕ – υπαρκτά ή μη – να οδηγήσουν σε μία συνολική απόρριψη της λογικής των μετωπικών συσπειρώσεων και της συνύπαρξης διαφορετικών ρευμάτων της αριστεράς και να οδηγούν στην ανοχή ή και την στήριξη της πιο καθαρόαιμης σεκταριστικής πολιτικής;
Η ενότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς, έχει τόσες φορές απορριφθεί σαν σκέψη που κινδυνεύει να γίνει «κλισέ» επίκληση. Όταν αυτό συμβεί θα ξέρουμε σίγουρα ότι θα έχουμε χάσει, γιατί θα σημαίνει ότι κουράσαμε τόσο που κανείς πλέον δεν παρακολουθεί τις κινήσεις της αριστεράς. Εύλογα, λοιπόν, πρέπει να αναρωτηθούμε εάν η τακτική της «αυτοπροστασίας μέσα στη μακρά νύχτα» πράγματι πρόκειται να προστατέψει η οδηγεί σε γρηγορότερη ήττα όλων ανεξαιρέτως.
Όμως, η ενότητα και η συμπόρευση δεν έχει χάσει ακόμη. Δεν έχει καν ακόμη δοκιμαστεί. Σήμερα, μπροστά στην αναμενόμενη επίθεση στα λαϊκά στρώματα είναι ακόμη πιο απαραίτητη η δημιουργία κοινών τόπων αγώνα, η συσπείρωση δυνάμεων, η πολιτική και αγωνιστική ενότητα. Παρά την υποχώρηση, οι δυνάμεις της αριστεράς είναι σημαντικές και μπορούν να κάνουν τη διαφορά οργανώνοντας αγώνες και μαχητικές διεκδικήσεις. Αυτή τη φορά, με τα περιθώρια να στενεύουν, η ενότητα πρέπει και μπορεί να γίνει πράξη. Αυτή η πολιτική, που με τα λάθη της και τα σωστά της, υπηρετεί η Λαϊκή Ενότητα, αξίζει να στηριχθεί. Για να μείνει ζωντανή η εμπιστοσύνη στη δυνατότητα της αριστεράς να εμπνέει μαζικά ακροατήρια, να συνδέεται με τους λαούς που γράφουν ιστορία.
[1] Π. Μαυροειδής Η κάλπη και η επόμενη μέρα. Μια ενιαία μάχη για την αντικαπιταλιστική αριστερά
[2] Ά. Χάγιος: Η μαχόμενη Αριστερά αντλεί την ποίησή της από το μέλλον
[3] Π. Παπανικολάου. Θύμωσε ο Αγας και έκοψε τα αχαμνά του.
[4] ΛAΪΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ