Του Αλέξανδρου Μαραγκάκη*
Το tweet της Athens Voice για τη νοσοκόμα που σκοτώθηκε, κατά την προσπάθεια της να διαφύγει από έλεγχο, ήταν εμετικό.
Μπορεί οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής να δικάζονται και να βλέπουν τα ποσοστά τους να πέφτουν, όμως είναι εμφανές ότι ο ρατσισμός και ο φασισμός δεν υποχωρούν.
Και δεν αναφερόμαστε γενικά και αόριστα στην κοινωνία: συντεταγμένα τμήματα των media προωθούν και καλλιεργούν την πιο σάπια μαυρίλα που μπορεί να βρεθεί στη χώρα.
Δεν είναι τυχαίο. Το tweet αυτό είναι η κορυφή ενός παγόβουνου.
Ήδη μετά την νεολαιίστικη εξέγερση του Δεκέμβρη, καταγράφηκε συντεταγμένη κίνηση μηχανισμών του κράτους, κομμάτων και μέσων «ενημέρωσης» να γυρίσουν τον διακόπτη προς τα ακροδεξιά, ώστε να στηθεί ένα αντίβαρο στην κοινωνική αγανάκτηση που έβραζε.
Δημαρχαίοι ξημεροβραδιάζονταν στα παράθυρα καλλιεργώντας το αφήγημα των πόλεων «σε κατάσταση πολιορκίας», εφημερίδες και «δημοσιογράφοι» έκαναν ρεπορτάζ για την «άθλια κατάσταση του Κέντρου», κόμματα (με πρώτη και καλύτερη τη ΝΔ) πρότασσαν την ανακατάληψη των πόλεων.
Μετά τις πλατείες, σε ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, αυτή η αφήγηση ρίζωσε. Ήταν εκείνο το τμήμα που ποτέ δεν είδε τον εαυτό του ως «χτυπημένο από την κρίση», αλλά ως «απειλούμενο από τους λάθρο». Δεν είδε ποτέ στους αγώνες του ’10-’12 και στην πιο μεγαλειώδη έκφρασή του, τις πλατείες της αγανάκτησης, την προοπτική για να πάει το πράγμα αλλιώς, αλλά προσέβλεπε στο κράτος και την αστυνομία (που «δεν κάνουν καλά την δουλειά τους») για να τους σώσει από τους «εισβολείς».
Το τμήμα αυτό της κοινωνίας δεν φύτρωσε από το πουθενά: η ρατσιστική ακροδεξιά προπαγάνδα ήταν το λίπασμα για να ξεπεταχτεί και ακροδεξιά ατζέντα του «Ξένιου Δία», των «απωθήσεων» στον Έβρο και το Αιγαίο, που αποτέλεσαν τις κρατικές πολιτικές που εξέφρασαν αυτόν τον «λαό των απειλούμενων Ελλήνων».
Η εκλογική αλλαγή του Γενάρη του 2015 φάνηκε αρχικά ότι θα μπορούσε να περιθωριοποιήσει τους μηχανισμούς αυτούς και να απενεργοποιήσει την κοινωνική σαπίλα, βάζοντας μπροστά το πραγματικό ζήτημα: πώς ζει ο κόσμος της δουλειάς σε αυτήν τη χώρα, ποιος κερδίζει από την κρίση και πώς μπορούμε να στρίψουμε το τιμόνι, για να γίνει ο λαός νοικοκύρης στον τόπο του και όχι φιλοξενούμενος της ντόπιας ολιγαρχίας και των ξένων δανειστών.
Η κωλοτούμπα μετά το δημοψήφισμα αποτέλεσε θανάσιμο πλήγμα για αυτήν την προοπτική. Το ερώτημα έφυγε και πάλι από το «πού βαδίζει αυτή η χώρα και ο λαός της» προς το «τι θέλουν οι δανειστές και τι μπορούμε να δώσουμε».
Από τότε και μετά, όλοι αυτοί οι μηχανισμοί ξεσάλωσαν: χορεύοντας μεθυσμένοι γύρω από το φέρετρο του «αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ», έβλεπαν τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να εφαρμόζουν πιστά τις μνημονιακές επιταγές, να περιμένουν με έξαψη τα συγχαρίκια τις επιτροπείας των Βρυξελλών και να παίζουν περήφανα τον ρόλο του χωροφύλακα της Ευρώπης, μαντρώνοντας ανθρώπους στα νησιά και τα στρατόπεδα, χωρίς καν να σκούζουν ότι «δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, μας το επιβάλλουν».
Όλα αυτά, αποθράσυναν τους εκπροσώπους του γραβατωμένου φασισμού: δεν υπήρχε πια αντίπαλο δέος, ούτε στην κοινωνία, ούτε στην πολιτική. Αυτοί που δήθεν φώναζαν πριν για τα δικαιώματα του κόσμου της δουλειάς, τώρα εφάρμοζαν το τσάκισμα τους, όσοι έβαζαν μπροστά τον αντιρατσισμό, γίνονταν πιστοί δεσμοφύλακες της Ευρώπης Φρούριο.
Τις τους εμπόδιζε πια να πουν τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη: οι εργαζόμενοι είναι άξιοι της μοίρας τους γιατί δεν κατάφεραν να αριστεύσουν, η χώρα αυτή ανήκει στους άξιους, οι μετανάστες είναι βάρος για την «πατρίδα», το κράτος πρέπει να γίνει επιτέλους πιστός υπηρέτης της «ανάπτυξης με κάθε κόστος», πρέπει ξανά να γίνει ανοιχτά «το τιμωρό χέρι του επενδυτή».
Η νοσοκόμα στο Γενικό Νίκαιας δεν πέθανε επί Σαμαρά και ο Μητσοτάκης θα αναλάβει σε κάνα διβδόμαδο.
Η νοσοκόμα από την Αρμενία βρισκόταν σε ένα νοσοκομείο χωρίς νοσηλευτικό προσωπικό, κυνηγήθηκε από μια αστυνομία που σκοπό της έχει να πιάσει τον αδύναμο, βρέθηκε στη χώρα μιας κυβέρνησης, που οι μετανάστες δεν μπορούν να έχουν χαρτιά, δεν μπορούν να εργαστούν νόμιμα, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την κρατική και αστυνομική αυθαιρεσία γιατί είναι «αόρατοι».
Η νοσοκόμα σκοτώθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ.
Όσο αποκρουστική και να είναι η εν αναμονή κυβέρνηση, όσο κι κρέμονται, σαν λιγούρηδες πάνω από την κρατική μαρμίτα, όσο κι αν ετοιμάζονται να σαρώσουν δικαιώματα, ελευθερίες, ρυθμίσεις για το περιβάλλον, ένα είναι σίγουρο:
Αυτοί που διέλυσαν την ζωή των εργαζομένων και της νεολαίας, ξαναβαπτίστηκαν στην μνημονιακή κολυμβήθρα του Σιλωάμ, λόγω της υποταγής ΣΥΡΙΖΑ. Τα πανηγύρια για τις «πετυχημένες ιδιωτικοποιήσεις» είναι αυτά που κάνουν τους εκφραστές της αγοράς να φωνάζουν «εμείς θα κάνουμε περισσότερες». Η συνέχιση της ζούγκλας στην αγορά εργασίας είναι αυτή που κάνει την δεξιά να σκούζει «εμείς θα φέρουμε την πραγματική ζούγκλα».
Η παράδοση της γης και του περιβάλλοντος στις ορέξεις των τρυπανιών για τα πετρέλαια και των μπουλντόζων για ανεμογεννήτριες και τουριστικά συγκροτήματα, είναι αυτά που κάνουν τα μαύρα σκυλιά να αλυχτούν «δεν μπορεί η φύση να αντιστέκεται στις επενδύσεις».
Τώρα ήρθε η ώρα που ο Τσίπρας φωνάζει «έρχεται ο Δρακουμέλ» και οι ΣΥΡΙΖΑίοι βγαίνουν στο κλαρί ενάντια στον ρεβανσισμό της δεξιάς.
Φευ! Τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους. Η πολιτική «σκληρό μνημόνιο-low profile», ήρθε η ώρα να αντικατασταθεί με το «ακόμα πιο σκληρό μεταμνημόνιο, ορντινάτσες της αγοράς».
Κι αυτό δεν μπορεί να το εμποδίσει κανένας ΣΥΡΙΖΑ και κανένας Τσίπρας.
Δεν το έκαναν όταν ήταν κυβέρνηση, πώς στον διάολο θα το κάνουν ως αντιπολίτευση; Αντιπολιτευόμενοι αυτά που οι ίδιοι ψήφισαν ή προτάσσοντας μια «μεταμνημονιακή περίοδο με ανθρώπινο πρόσωπο»;
Η Athens Voice και οι λοιποί γραβατωμένοι φασίστες έχουν κάθε λόγο να αφήνουν στην άκρη τα προσχήματα. Ο ευρωλιγουρισμός κατήγαγε μια σημαντική νίκη οπότε μπορεί αμέριμνα να αποβάλλει κάθε προσωπείο σεμνοτυφίας.
«Και τώρα τι λες;». Ξανά-μανά ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ για «να μειωθεί η ψαλίδα», για «να μην πάρει αέρα ο Μητσοτάκης», για «να υπάρχει ισχυρή αντιπολίτευση»;
Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτά λέει. Τις “Athens Voice” αυτής τη χώρας, δεν τις απασχολούν αυτά τα πράγματα. Στην πλατεία Κολωνακίου, στο Κεφαλάρι, στην Εκάλη, στο Πανόραμα, ξέρουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ την έκανε την δουλειά του. Δεν μπαίνει πια θέμα «άλλης πολιτικής».
Δεν έχουν κανένα πρόβλημα που ο «έμπορος της ελπίδας» μετατράπηκε σε «έμπορο τρόμου». Η κυβέρνηση θα είναι ξανά στα χέρια τους, η κουτάλα θα περάσει στο δικό τους τραπέζι και δεν πρόκειται να τους ενοχλήσει καμία αντιπολίτευση που θα επικαλείται ότι “τα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να υλοποιηθούν με κοινωνικά δίκαιο τρόπο”.
Μπορούμε να είμαστε λωτοφάγοι.
Μπορούμε όμως να βλέπουμε τι έγινε στη χώρα την τελευταία 4ετια, να θυμόμαστε ποιος το έκανε και να βγάζουμε συμπεράσματα.
Για τη Λαϊκή Ενότητα, το συμπέρασμα είναι ένα: μόνο η λαϊκή αντιπολίτευση στην επελαύνουσα δεξιά μπορεί να της βάλει φρένο. Μόνο η αποκατάσταση της πίστης στο ότι «τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς» θα ξανακάνει τις “Athens Voice” να κοιτούν ξανά πίσω από τον ώμο τους, μόνο το πεζοδρόμιο μπορεί να τα βάλει με τα κελεύσματα της επιτροπείας.
Ο «εμετός» για τη νεκρή νοσοκόμα, δεν είναι μόνο σύμπτωμα του ξεσαλώματος των γραβατωμένων φασιστών. Είναι και σύμπτωμα της ήττας της Αριστεράς. Μια ήττα στην οποία οδηγηθήκαμε ΚΑΙ από τα λάθη μας, τις αδράνειες μας, τις αγκυλώσεις μας.
Η Λαϊκή Ενότητα αναλαμβάνει το μερίδιο της ευθύνης που της αναλογεί. Όμως η ευθύνη αυτή δεν μας κάνει να πάμε σπίτια μας. Μας πεισμώνει περισσότερο, για να ξεπεράσουμε τα λάθη μας, να διορθώσουμε τα σφάλματα μας. Ξέρουμε ότι τώρα είναι πιο δύσκολα, τώρα ξεκινάμε από χειρότερη θέση.
Ξέρουμε όμως ότι ο βόθρος που ζέχνει δεν σφραγίζεται με ψήφους στην «αριστερά» των μνημονίων. Αυτή η ψήφος θα δοθεί με «κλειστή τη μύτη». Πώς θα κλείσει τον βόθρο, η υποτιθέμενη «αριστερά» που πέταξε στα σκουπίδια τη λαϊκή εντολή που είχε στα χέρια της για να τον σφραγίσει για τα καλά;
Στην ενότητα η δύναμη, στον αγώνα η ελπίδα.