*Της Μαρίας Μπόλαρη
Οι φετινές ευρωεκλογές αποτελούν σε ένα βαθμό «δείκτη» για τις πολιτικές και κοινωνικές τάσεις σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες, για τα πολιτικά σχέδια των διαφόρων δυνάμεων και τις προοπτικές τους.
Ωστόσο η ασφάλεια των συμπερασμάτων είναι περιορισμένη. Καταρχήν, η «μεγάλη εικόνα» των συνολικών αποτελεσμάτων (ανά «κοινοβουλευτική ομάδα» σε έδρες στο ευρωκοινοβούλιο) πολλές φορές περιπλέκεται από τις αλλαγές στις διάφορες ευρω-ομάδες, κάποιες ιδιόμορφες συγκατοικήσεις διαφορετικών δυνάμεων σε αυτές ή αντίστροφα τον κατακερματισμό κάποιων συγγενών ιδεολογικά δυνάμεων σε άλλες ευρω-ομάδες, τις «μεταγραφές» και τις συγκολλήσεις που γίνονται προεκλογικά ή και μετεκλογικά κ.ο.κ.
Επιπλέον, το συνολικό σκορ αθροίζει μια σειρά αποτελεσμάτων από εθνικές κάλπες που μπορεί να έχουν τελείως διαφορετικό χαρακτήρα (αλλού να κυριαρχεί καθεαυτό το ζήτημα της Ευρώπης όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλού να αποτελούν «μεγάλη δημοσκόπηση» πριν την αποφασιστική μάχη των εθνικών εκλογών όπως στην Ελλάδα, αλλού να αποτελούν μια ευκαιρία να σταλεί μήνυμα σε μια κυβέρνηση, αλλού να περάσουν ακόμα πιο αδιάφορες).
Όμως πολλά μεγέθη κι αποτελέσματα θα επιτρέπουν κάποια συμπεράσματα.
Η κεντροδεξιά σε κρίση ηγεμονίας
Η κεντροδεξιά (όπως εκφράζεται κυρίως από το Λαϊκό Κόμμα) θα μετρήσει τις δυνάμεις της σε συνθήκες που αντιμετωπίζει μια κρίση ηγεμονίας στη «δεξιά πολυκατοικία». Η γερμανική Δεξιά της Άγκελα Μέρκελ παραμένει η «ατμομηχανή» που εξακολουθεί να τραβάει μπροστά –μαζί με τον γαλαξία συντηρητικών κομμάτων που είναι παραδοσιακά ισχυρά στην κεντρική και στην ανατολική Ευρώπη. Αλλά ζητούμενο είναι αν θα ξεπεράσουν την κρίση στην οποία έχουν μπει τα παραδοσιακά κόμματα της Δεξιάς σε μεγάλες χώρες όπως η Ιταλία (υποβάθμιση Μπερλουσκόνι σε δευτερεύοντα παίκτη, στη σκιά της ακροδεξιάς), η Ισπανία (όπου στις εθνικές η δεξιά ψήφος τριχοτομήθηκε προκαλώντας κατάρρευση του Λαϊκού Κόμματος), η Γαλλία (όπου οι «Ρεπουμπλικανοί», όπως ονομάζεται πλέον το κόμμα της παραδοσιακής Δεξιάς, επιχειρούν να ανασυνταχθούν μετά την κατεδάφιση του ιστορικού δικομματισμού στις τελευταίες προεδρικές εκλογές). Η έκταση της ήττας των Τόρηδων στην Αγγλία, αν και ανήκουν σε άλλη «ευρωομάδα» από το Λαϊκό Κόμμα, θα μπει επίσης στον απολογισμό της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς.
Η άνοδος της ακροδεξιάς
Η κρίση ηγεμονίας της Δεξιάς όμως αφορά πλέον πολύ περισσότερο την επικίνδυνη άνοδο της ακροδεξιάς. Καταρχήν η ίδια η ακροδεξιά μπαίνει σε τροχιά πανευρωπαϊκού συντονισμού με όρους που δεν είχε πετύχει στο παρελθόν. Οι αντιδραστικοί αισθάνονται ότι «πλησιάζει η ώρα τους», ενώ ο σκοτεινός πρίγκιπας της διεθνούς ακροδεξιάς, Στίβεν Μπάνον, εργάζεται ακατάπαυστα και δαπανά τεράστιους πόρους στην προσπάθεια να συντονιστούν αυτές οι δυνάμεις στο «Κίνημα». Μια σειρά «μορφώματα» πατάνε σε επιτυχίες σε εθνικό επίπεδο, ενώ είναι πιθανό να κινητοποιήσουν πιο εύκολα την εκλογική τους βάση, μιας και ιεραρχούν ψηλά το «ευρωπαϊκό ζήτημα» στην ατζέντα τους (είτε με την εθνικιστική έμφαση στην «Ευρώπη των Κυρίαρχων Εθνών-Κρατών» ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, είτε με τη ρατσιστική έμφαση της υπεράσπισης της «Ευρώπης» –είτε χριστιανικής για τους πιο παραδοσιακούς, είτε «φιλελεύθερης κοσμικής» για τους πιο μεταμοντέρνους, αλλά σίγουρα «λευκής» για όλους– ενάντια στην «ισλαμική απειλή»).
Η προεκλογική συνάντηση στο Μιλάνο ανέδειξε σε ηγέτη και σημείο αναφοράς τον Σαλβίνι, που κυβερνά και υλοποιεί το ακροδεξιό πρόγραμμα, ενώ στις κάλπες θα θέλει να επιβεβαιώσει ότι πλέον αυτός είναι ο ισχυρός παίκτης του κυβερνητικού συνασπισμού, απέναντι στο Κίνημα Πέντε Αστέρων. Η ιδιόμορφη συγκατοίκηση δημοσκοπικά ενισχύει τη Λέγκα σε βάρος του Κ5Α που αρχίζει να «ασθμαίνει». Το μέτρημα αυτής της αίσθησης σε μια κάλπη θα έχει σημασία. Ακολουθεί η Λεπέν που «ταπεινά» έχει παραχωρήσει την πρωτοκαθεδρία στους Ιταλούς, μετά την αδυναμία της να «σπάσει το ταβάνι» στις προεδρικές της Γαλλίας, αλλά φιλοδοξεί μια νέα έφοδο, στο προνομιακό για τη γαλλική ακροδεξιά πεδίο των ευρωεκλογών (όπου είχε κατακτήσει την πρωτιά το 2014), ώστε να συνεχίσει με άλλον αέρα την προσπάθεια να στρέψει ακροδεξιά το σκηνικό κοινωνικής και πολιτικής κρίσης στη Γαλλία. Η AfD, που σημειώνει επιτυχίες σε διάφορα κρατίδια, θα «μετρήσει δυνάμεις» σε μια πανεθνική κάλπη, το Vox θα έχει μια δεύτερη ευκαιρία να δηλώσει την άφιξή του, μετά το πλασάρισμά του στις εθνικές (αν και κατώτερο των αρχικών προσδοκιών), παραδοσιακές δυνάμεις (όπως στην Αυστρία) θα μετρήσουν την τάση της επιρροής τους, το «φρέσκο αίμα» όπως το «Φόρουμ για τη Δημοκρατία» στην Ολλανδία επιχειρεί να συνταράξει το τοπίο (αν επιβεβαιωθεί η εκτόξευσή του).
Το φλερτ με το Φιντέζ του Ορμπάν και οι πρόσφατες αποκαλύψεις στην Αυστρία υπογραμμίζουν την απειλή. Οι συνομιλίες του Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε με τη (φερόμενη ως) κόρη Ρώσου ολιγάρχη, που οδήγησαν τον ίδιο στην παραίτηση και την Αυστρία σε πρόωρες εκλογές, αποκαλύπτουν πολλά για την ακροδεξιά. Ο Στράχε υποσχόταν συμβάσεις δημοσίων έργων με αντάλλαγμα ρωσικές επενδύσεις στα ΜΜΕ, με στόχο να τον στηρίξουν για να γίνει η ακροδεξιά πρώτο κόμμα. Ο (ενεργός νεοναζί στα νιάτα του) «άφθαρτος» ηγέτης εμφανίζεται να βουτάει βαθιά μέσα στις παραδοσιακές πρακτικές της διαπλοκής και να τις πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα. Δηλώσεις όπως «ο τάδε δεν θα ξαναπάρει δημόσιο έργο όσο θα κυβερνάω», γιατί αυτά θα τα αναλαμβάνουν πλέον οι… σπόνσορες του κόμματός του, δείχνουν την αλήθεια πίσω από τις επιθέσεις σε (κάποιους) μεμονωμένους οικονομικούς παράγοντες. Η συζήτηση για την επιρροή των ΜΜΕ είναι επίσης αποκαλυπτική: Ξεκινώντας από τη μεγάλη εφημερίδα που είναι αντικείμενο συζήτησης, ο Στράχε δηλώνει το θαυμασμό του στον Ορμπάν, που βρήκε έναν αντίστοιχο χορηγό να αγοράσει όλες τις εφημερίδες και να τις μετατρέψει όλες σε κυβερνητικές, με ραγδαίες αλλαγές στη σύνθεσή τους…
Φυσικά το σκορ της αυστριακής ακροδεξιάς (από τις πλέον ισχυρές και «εγκατεστημένες» στην Ευρώπη, που συγκυβερνά με τη Δεξιά), αλλά και του Ορμπάν (που κυβερνά, γίνεται «πρότυπο» κι αντιμετώπισε για πρώτη φορά εδώ και χρόνια αγώνες ενάντια στα αντεργατικά του μέτρα) έχουν σημασία για να κριθεί η ανθεκτικότητα του ακροδεξιού ρεύματος.
Ισχυρό θα είναι και το μήνυμα που θα στείλει το μέγεθος του κόμματος «Brexit». Ο Νάιτζελ Φάρατζ, που παραιτήθηκε από το UKIPμετά την συντριβή του στις εθνικές εκλογές, έκανε επανεμφάνιση με το νέο κόμμα, επιβεβαιώνοντας όσους εκτιμούσαν από τότε ότι η δραστηριοποίηση του Φάρατζ στην πολιτική μπορεί να διαρκέσει πολύ περισσότερο από τη ζωή του UKIP. Ο ακροδεξιός χαμαιλέοντας επιστρέφει μέσα σε ένα «μονοθεματικό» κόμμα για να αξιοποιήσει την κρίση της Δεξιάς. Πίσω από τη βολική μονοθεματικότητα που μαρτυρά το όνομα, κρύβεται (όπως έχει φανεί στις συγκεντρώσεις, τις δηλώσεις κλπ) το παλιό γνωστό ρατσιστικό-εθνικιστικό δηλητήριο. Ενώ πίσω από τη δημαγωγία για «κίνημα των προδομένων λαϊκών στρωμάτων που ήθελαν το Brexit» κρύβεται ένα άθροισμα μεσαίων και (κάποιων πολύ) μεγάλων επιχειρηματιών, σάρκα από της σάρκα της «ελίτ» που απλά ποντάρει τα λεφτά της στην έξοδο από την ΕΕ.
Η λογική «ακραίου κέντρου» μορφοποιείται και κομματικά
Την εικόνα «στο κέντρο και δεξιότερα» συμπληρώνουν οι νέες μορφοποιήσεις του «ακραίου κέντρου» –ο Μακρόν στη Γαλλία, οι Σιουδαδάνος στην Ισπανία– που είτε βρεθούν στην ίδια ευρω-ομάδα είτε όχι τελικά, επικοινωνούν με τους Φιλελεύθερους που επίσης ζουν μια ανασύνταξη σε κάποιες χώρες. Με πρώτους τους Άγγλους, όπου η πόλωση γύρω από το «μέσα ή έξω από την ΕΕ» έχει σπαράξει τα δύο μεγάλα κόμματα που δεν έχουν καθαρή θέση. Αν αυτό από τη μία πλευρά πριμοδοτεί το κόμμα «Brexit», από την άλλη πριμοδοτεί τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, που αναβιώνουν από τις στάχτες της συγκυβέρνησης με τους Τόρηδες, ως επιλογή των «ευρωπαϊστών» σε αυτές τις εκλογές. Γενικότερα, με το «ακραίο κέντρο» να κυριαρχεί ως ιδεολογία και ως πρακτική (ως σύγκλιση κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς, ως δογματική προσκόλληση στο «σχέδιο ΕΕ», αλλά και ως εγκατάλειψη των παλιών διαχωριστικών) τείνει να ενισχύεται και μια αυτόνομη κομματική έκφραση αυτής της τάσης. Με διαφορετικές συνθήκες σε κάθε χώρα, καθώς η «ευελιξία» (ή πλήρης έλλειψη αρχών) αυτού του χώρου κινείται πότε προς τον «προοδευτισμό» και πότε προς τα δεξιά, τέτοιες δυνάμεις διεκδικούν ακροατήρια από τα παραδοσιακά μεγάλα κόμματα, επιτείνοντας την κρίση ηγεμονίας τους: Αλλού (Γερμανία, Ισπανία) σε βάρος της Δεξιάς, αλλού (Αγγλία, Γαλλία) σε βάρος της Κεντροαριστεράς. Με διάφορα παρόμοια «φρούτα» να εμφανίζονται σε κάποιες χώρες (π.χ. Δανία, Ολλανδία), θα φανεί η δυνατότητα αυτού του χώρου να εξελιχθεί σε «νέου τύπου» απάντηση στην κρίση των αστικών δυνάμεων.
Σοσιαλδημοκράτες σε κρίση προσανατολισμού
Οι Σοσιαλιστές βρίσκονται επίσης σε κρίση προσανατολισμού. Έχουν υποστεί από καιρό βαρύτερη φθορά από τα δεξιά κόμματα, καθώς ήταν αυτοί που έκαναν τη «βρόμικη δουλειά» εμπέδωσης του νεοφιλελευθερισμού, όταν αυτός συνάντησε τις πρώτες εργατικές αντιδράσεις στο παρελθόν κι είναι αυτοί που συγκρούστηκαν με κοινωνικά στρώματα στα οποία παλιότερα αναφέρονταν. Η μακρά πορεία αποδυνάμωσης, η σύγκλιση με την κεντροδεξιά σε μια σειρά χώρες έχουν αφήσει «αποτύπωμα» που δεν αντιστρέφεται εύκολα. Άλλες δυνάμεις υπέστησαν «πασοκοποίηση», άλλες κινδύνεψαν από αυτήν, άλλες εξακολουθούν να υπόκεινται σε αυτή τη διαδικασία με πιο αργόσυρτους ρυθμούς. Κόμματα όπως το Σοσιαλιστικό στη Γαλλία ή οι Εργατικοί στην Ολλανδία είναι σκιές του εαυτού τους. Το SPD στη Γερμανία δεν ανακόπτει με τίποτα την αργή, αλλά σταθερή του κάθοδο, ενώ στην Ιταλία ο «μπουλντόζας» Ρέντσι, επιχειρώντας να «ισοπεδώσει» το παλιό πολιτικό σύστημα, κινδυνεύει να ισοπεδώσει το ίδιο του το κόμμα. Ακόμα και παλιά κάστρα στις σκανδιναβικές χώρες δεν θεωρούνται πλέον απρόσβλητα.
Στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας εμφανίζεται ένα ρεύμα που εισηγείται την ανάγκη «αριστερής στροφής» (με διάφορες εκδοχές και διαβαθμίσεις) και απαγκίστρωσης από τη σύμπλευση με τη Δεξιά, ως μοναδική οδό σωτηρίας. Όχι τυχαία (όσον αφορά τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων αυτών των κομμάτων), είναι από αυτές τις δυνάμεις που ελπίζει η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία να «αντλήσει αίμα»: Το Εργατικό Κόμμα του Κόρμπιν στην Αγγλία (αν και οι μπελάδες του Brexit το οδηγούν σε παράλυση) και τα Σοσιαλιστικά Κόμματα της Ιβηρικής Χερσονήσου (και τα δύο προσέγγισαν κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και όχι τη συνέχεια της πολιτικής «Μεγάλου Συνασπισμού» με τη Δεξιά). Πρόκειται για κόμματα που έχουν το πλεονέκτημα ότι δεν κυβέρνησαν στα πιο σκληρά χρόνια της κρίσης και αυτό τους επέτρεψε να διασώσουν ένα πιο φιλεργατικό προφίλ. Αλλού, η κεντροαριστερά επιχειρεί να αναβαπτιστεί στην αντιδεξιά ευαισθησία (ο Σάντσεζ στην Ισπανία είναι μια τέτοια περίπτωση, καθώς το Λαϊκό Κόμμα φλέρταρε με το ακροδεξιό Vox, ενώ στο ιταλικό PD έγινε αλλαγή ηγεσίας που επιχειρεί να εμφανιστεί ως «μόνο αντίπαλο δέος στον Σαλβίνι»).
Αλλά μικρό καλάθι αξίζει γι’ αυτή την τάση «νέας κεντροαριστεράς». Στην ιδιόμορφη περίπτωση των Εργατικών στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Brexit ανέδειξε με οξεία μορφή το ζήτημα της συνύπαρξης των «κορμπινίστας» με τους «μπλερικούς» στο ίδιο κόμμα. Οι Πορτογάλοι Σοσιαλιστές εισηγούνται έναν «δημοσιονομικά ενάρετο κεϊνσιανισμό» που μπορεί να καλύπτει κάποιες λαϊκές ανάγκες σε σχέση με το ζόφο που κυριαρχεί ευρωπαϊκά, αλλά ακόμα και δυνάμεις που στηρίζουν (δια της ανοχής) την κυβέρνηση (Μπλόκο, ΚΚ Πορτογαλίας) επιμένουν ότι δεν είναι ούτε αρκετά, ούτε «μοντέλο προς γενίκευση». Ο Σάντσεζ στην Ισπανία έχει μπροστά του το σχηματισμό κυβέρνησης και την πρόκληση της εφαρμοσμένης συγκεκριμένης πολιτικής. Δεξιότερα αυτών των δυνάμεων, η υπόσχεση για «αντιδεξιό μέτωπο» γίνεται ακόμα πιο χλωμή. Ο νέος ηγέτης του PD, που εμφανίζεται «να απομακρύνει το κόμμα από τον Ρέντσι», δεν αποκηρύσσει ούτε καν ρητορικά το «μπλερισμό» και όρισε το αντιδεξιό μέτωπο με το «από τον Μακρόν ως τον Τσίπρα». Μια πρόταση που χωράει τον «πρόεδρο των πλουσίων» και βλέπει ως… αριστερό άκρο τον μνημονιακό μεταλλαγμένο ΣΥΡΙΖΑ.
Η ευρωπαϊκή Αριστερά σε σταυροδρόμι
Η ευρωπαϊκή Αριστερά αντιμετωπίζει φέτος την πρόκληση της νέας κεντροαριστεράς και της «συριζοποίησης». Το ΚΕΑ, με αφετηρία τον ευρω-μεταρρυθμισμό, δείχνει να ρυμουλκείται ακόμα δεξιότερα (αφενός από τον «πειρασμό» που γεννά η «αριστερή στροφή» τμημάτων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας κι αφετέρου από τα συμπεράσματα που έβγαλαν από την ελληνική εμπειρία του 2015). Το ΚΚΓ είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Αλλού (όπως στο Die Linke) τα πράγματα είναι πιο ρευστά, αλλά η «υπεράσπιση» του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015 δείχνει τα προβλήματα. Προφανώς κάποιες δυνάμεις, που αναφέρονται στο ΚΕΑ, αποτελούν, σε μια σειρά χώρες, μια υπολογίσιμη αριστερή έκφραση στις χώρες τους (με την ευρωπαϊκή επαναστατική Αριστερά ή παλιότερους συντονισμούς όπως η Αντικαπιταλιστική Αριστερά να είναι σε δυσχερέστατη θέση). Ιδιαίτερα στην ανατολική Ευρώπη, όπου οι περισσότερες σχετικά νέες προσπάθειες «συνδέονται» με την υποστήριξη από κάποια «ιδρύματα» του ΚΕΑ.
Αυτά τα ζητήματα κάνουν πιο ενδιαφέρουσα την προσπάθεια «Και Τώρα ο Λαός», που συγκροτήθηκε ως συντονισμός αριστερών δυνάμεων που, παρά τις διαφορές μεταξύ τους, διαφοροποιούνται από την κεντρική πολιτική κατεύθυνση του ΚΕΑ και το «υπόδειγμα Τσίπρα». Πρόκειται για κάποιες από τις πιο μαζικές δυνάμεις σε μια Ευρώπη όπου το τοπίο για την Αριστερά είναι σκληρό. Το Μπλόκο στην Πορτογαλία, η συμμαχία Ποδέμος-Ενωμένη Αριστερά στο Ισπανικό Κράτος, η Ανυπότακτη Γαλλία, σήμερα λειτουργούν ως βασικές δυνάμεις που φιλοδοξούν να εκφράσουν την ενεργή «ζήτηση» για ριζοσπαστική πολιτική προς τα αριστερά. Στο πλευρό τους βρίσκονται η Κοκκινοπράσινη Συμμαχία στη Δανία, η Αριστερή Συμμαχία στη Φιλανδία και το Αριστερό Κόμμα στη Σουηδία. Μαζί με άλλες δυνάμεις (π.χ. συγγενικές στο ΚΚΕ ή κάποια μεμονωμένα ψηφοδέλτια της άκρας Αριστεράς σε κάποιες χώρες) θα μετρήσουν την απήχηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς στη σημερινή «συζήτηση για την Ευρώπη».
Πράσινοι
Τέλος, ένα αποτέλεσμα που θα έχει ενδιαφέρον είναι εκείνο των Πράσινων. Αλλού έχουν πιο αριστερό-κινηματικό χαρακτήρα για ιστορικούς λόγους (συνύπαρξη με κομουνιστογενείς δυνάμεις), αλλού πρόκειται για σοσιαλφιλελεύθερες δυνάμεις. Σε αρκετές χώρες σηκώνουν πλέον τη σημαία ενός ενεργού αντιφασισμού κι αντιρατσισμού (πιο ειλικρινά από τους «κεντροαριστερούς» σοσιαλιστές που υλοποιούν αντιμεταναστευτικές πολιτικές) κι εμφανίζονται αυτοί ως απάντηση στην ακροδεξιά, για όσους εγκαταλείπουν τη σοσιαλδημοκρατία. Αλλά κυρίως η τάση ανόδου που εμφανίζουν σε χώρες που έχουν σημαντική παρουσία, αφορά ακριβώς το ότι είναι «πράσινοι». Οι όποιες επιτυχίες τους θα αποτελέσουν την εκλογική έκφραση της μαζικοποίησης της άποψης ότι η κλιματική αλλαγή είναι επείγον ζήτημα κι όχι «ζήτημα πολυτελείας» (μαθητικές απεργίες για το κλίμα διεθνώς, έκρηξη ενός οικολογικού μαζικού κινήματος «πολιτικής ανυπακοής» στην Αγγλία κ.ο.κ.). Μια συνειδητοποίηση που οφείλει να πάρει σοβαρά υπόψη και η ριζοσπαστική Αριστερά.
*Η Μαρία Μπόλαρη είναι υποψήφια ευρωβουλευτής της ΛΑΕ
**Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά