Η μεταρρύθμιση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είναι προσανατολισμένη προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Μείωση των ποινών σε αρκετές περιπτώσεις και εξορθολογισμός με την κατάργηση ποινικών αδικημάτων από τη μια, διατήρηση όμως από την άλλη και αναβάθμιση του σημαντικότερου τμήματος του μετεμφυλιακού ποινικού οπλοστασίου που ποινικοποιεί την κινητοποίηση και τη διαμαρτυρία. Ευμενέστερη μεταχείριση των διοικητών νομικών προσώπων του ευρύτερου δημοσίου τομέα και εισαγωγή θεσμών συνδιαλλαγής που επιτρέπουν στους εγκληματίες του λευκού κολάρου να αποφεύγουν τη φυλακή από τη μια, υποχρεωτική φυλάκιση από την άλλη για όσους καταδικασθούν σε πλημμελήματα άνω των 3 ετών. Κατάργηση αδικημάτων με ρατσιστικό κίνητρο και παρεμβάσεις (κατ’ αποτέλεσμα) υπέρ των κατηγορουμένων στη δίκη της Χρυσής Αυγής από τη μια, επέκταση και αυστηροποίηση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας από την άλλη. Και τέλος εισαγωγή θεσμών που καθιστούν κυριαρχικό τον ρόλο του Εισαγγελέα σε συνδυασμό με πλήθος ιδιωνύμων που προστατεύουν τους δικαστές από αντιδράσεις (167§2, 168Α) και αναδεικνύουν το φόβο τους απέναντι στην κοινωνία με δεδομένο ότι δεν έχουν τελεσθεί μέχρι σήμερα τέτοια αδικήματα.
Μεταξύ των προβληματικών διατάξεων του νέου συστήματος περιλαμβάνονται:
Κατάργηση τόσο της δυνατότητας αναστολής των ποινών, όσο και της δυνατότητας μετατροπής τους σε χρηματικές για όσους καταδικασθούν σε ποινές άνω των 3 ετών για διάπραξη πλημμελήματος. Ο καταδικασθείς οφείλει να εκτίσει τουλάχιστον το 1/10 της ποινής του πριν μπορέσει να ζητήσει την μετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα: όποιος τελεσίδικα καταδικασθεί για διακεκριμένη αντίσταση, χωρίς ελαφρυντικά, ήτοι ότι αντιστάθηκε στις αστυνομικές αρχές, κρατώντας επικίνδυνα αντικείμενα –καδρόνι π.χ.- ή ότι αντιστάθηκε από κοινού με άλλους, οδηγείται αυτομάτως στη φυλακή. Είναι πολύ συχνό να σχηματίζεται από τις αστυνομικές αρχές δικογραφία για αντίσταση σε βάρος όποιου υποστεί σωματικές βλάβες από αστυνομικούς, ακριβώς για να προκαταλάβουν μια μήνυση σε βάρος τους. Άρα όποιος στοχοποιηθεί από την αστυνομία πάει στη φυλακή που όλοι γνωρίζουμε ότι αποτελεί σχολείο εγκλήματος και αποθήκη ψυχών. Πρόκειται για απαράδεκτη διάταξη που πρέπει να αποσυρθεί άμεσα και να επανέλθει η δυνητική αναστολή της ποινής, καθώς και να εισαχθεί υποχρεωτική μετατροπή της ποινής σε κοινωφελή εργασία.
Οχι μόνο δεν καταργούνται τα μετεμφυλιακά αδικήματα της στάσης, της διατάραξης κοινής ειρήνης, της διέγερσης σε απείθεια κατά των νόμων, της προσβολής εθνικών συμβόλων, αλλά α) επεκτείνεται η διέγερση και όταν τελείται μέσω διαδικτύου, β) εισάγεται αδίκημα δημόσιας απειλής διάπραξης αδικημάτων, γ) αυξάνεται το πλαίσιο ποινής της διατάραξης κοινής ειρήνης, γ) εισάγεται αδίκημα αυθαίρετης παρεμπόδισης ή σοβαρής διατάραξης νόμιμης συλλογικής εκδήλωσης, ε) καθίσταται πιο εύκολη η επιβολή ποινής σε παρακώλυση συγκοινωνιών. Σε απλά ελληνικά, πρόκειται για διατάξεις που αυξάνουν τη λογοκρισία στο χώρο του διαδικτύου και τιμωρούν τις κινητοποιήσεις: συμμετοχή σε πορεία ένα μέρος των συμμετεχόντων προβαίνει σε βιαιοπραγίες, συμμετοχή σε αντισυγκέντρωση ενάντια π.χ. σε εξαγγελθείσα φασιστική σύναξη -ακόμα και αν η αντισυγκέντρωση δεν καταλήξει σε βιαιοπραγίες-, κάψιμο σημαίας, κλείσιμο δρόμου -ακόμα και όταν υπάρχουν άλλες δίοδοι κλπ). Ας σημειωθεί ότι οι διώξεις για το αδίκημα της διέγερσης, που αποσκοπούσε από την υιοθέτησή του στην «καταπολέμηση της αναρχικής προπαγάνδας», είχαν πλήρως ατονήσει, για να επανέλθουν τα τελευταία χρόνια προκειμένου να αντιμετωπίσουν κινητοποιήσεις όπως αυτές ενάντια στην αύξηση των εισιτηρίων, ή (υπό τη μορφή της διέγερσης σε διάπραξη αδικήματος) για να βοηθήσουν την αστυνομία και ιδίως το γνωστό τμήμα ασφάλειας του πολιτεύματος να σύρουν στα δικαστήρια όσους αντιδρούσαν στις συγκεντρώσεις της Χρυσής Αυγής (υπόθεση Μουτζούρη-Σάββα Μιχαήλ).
Ταυτόχρονα μια σειρά αδικήματα που τιμωρούσαν ρατσιστικά αδικήματα, όπως ιδίως η επιβαρυντική περίσταση εάν ένα αδίκημα τελείτο κατά τρόπο που καταδείκνυε ρατσιστικό σκοπό, αλλά και η παροχή υπηρεσιών «μόνο για Ελληνες», καταργούνται. Εδώ εντάσσεται και η ευνοϊκότερη μεταχείριση του διευθύνοντος την εγκληματική οργάνωση. Βέβαια ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης είναι έτσι δομημένο που καταλαμβάνει το φρόνημα και όχι τις πράξεις και γι’αυτό από θέση αρχής επαναλαμβάνουμε ότι πρέπει να καταργηθεί. Είναι όμως εντυπωσιακό ότι στο μεν αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης για το οποίο κατηγορείται η Χρυσή Αυγή επιφέρονται τροποποιήσεις που οδηγούν σε ευνοϊκότερη μεταχείριση, ενώ αντίθετα το αδίκημα της «τρομοκρατίας» (187Α) αυστηροποιείται έτι περαιτέρω, επεκτείνεται σε όλα τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα κοινού κινδύνου και πρωτίστως αφενός μεν προστίθενται νέες πράξεις που μετατρέπονται σε ιδιώνυμα αδικήματα (στρατολόγηση, εκπαίδευση, απειλή τέλεσης ή ματαίωση αποκάλυψης, δίωξης και τιμωρίας τρομοκρατικού αδικήματος), αφετέρου δε προστίθεται στους σκοπούς του δράστη και ο εκφοβισμός των αρχών. Παράλληλα, διατηρούνται όλες οι απαράδεκτες ανακριτικές διατάξεις περί ανακριτικής διεισδύσεως, συγκεκαλυμμένης έρευνας κλπ. που αποσκοπούν να νομιμοποιήσουν τη δράση των προβοκατόρων αστυνομικών. Δεν μπορούμε παρά να συγχαρούμε την κυβέρνηση της –κατά τα λόγια της- αριστεράς που εφαρμόζει πειθήνια όλες τις αποφάσεις της ΕΕ, υπερβαίνοντάς τις μάλιστα και αναδεικνύοντας πόσο δεξιά έχει μετατοπιστεί.
Είναι επίσης προφανής η προσπάθεια της κυβέρνησης να βγάλει λάδι όσους διασπάθισαν δημόσιο χρήμα. Στην προσπάθεια όμως αυτή εισάγει και θεσμούς ξένους προς το δικονομικό μας σύστημα, όπως η οικονομική συνδιαλλαγή. Μαζί με την ποινική διαταγή, χωρίς μάλιστα ακρόαση του υπόπτου και την δέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων, ο Εισαγγελέας έχει όλα τα μέσα να εκβιάζει τον ύποπτο να αποδεχθεί την κατηγορία. Με αυτό τον τρόπο αλλοιώνεται ο υπερασπιστικός χαρακτήρας του ποινικού μας συστήματος, αλλά και ο στόχος της αποκάλυψης της αλήθειας.
Η κατάργηση της παρεπόμενης ποινής της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων ,ακόμα και σε περιπτώσεις όπως η Χρυσή Αυγή ή οι διασπαθιστές του δημοσίου χρήματος είναι ακόμα μια παρεπόμενη επενέργεια των στόχων της μεταρρύθμισης: όλοι αυτοί μπορούν νομίμως να κατεβαίνουν στις εκλογές και να επανεκλέγονται.
Είναι επίσης ιδιαίτερα προβληματική η ευνοϊκότερη μεταχείριση αδικημάτων με έμφυλα χαρακτηριστικά. Ως είναι γνωστό με την μεταρρύθμιση του ΠΚ περιορίζεται το είδος της απειλής που στοιχειοθετεί το αδίκημα του βιασμού και πλέον δεν περιλαμβάνει τις απειλές διαπόμπευσης μέσω του διαδικτύου. Αντίστοιχη όμως είναι και η κατάργηση διατάξεων που καθιστούν αποτελεσματική την ποινική δίωξη του trafficking, της ασέλγειας κατά ανηλίκων όταν τελείται σε χώρα του εξωτερικού και του σεξοτουρισμού (καταργείται ολοσχερώς ως αδίκημα η διοργάνωση τέτοιων «εκδρομών»). Ειδικότερα, στο νέο αδίκημα εκμετάλλευσης ανθρώπου αφαιρείται ολοσχερώς το αδίκημα της «πρόσληψης»/στρατολόγησης (ενώ εντάσσεται όπως είπαμε στα τρομοκρατικά αδικήματα), δεν περιλαμβάνεται πλέον η εμπορία ιστών και κυττάρων (π.χ. ωαρίων), όπως επίσης η δουλεία (που είναι ευρύτερη της εργασιακής εκμετάλλευσης). Πρωτίστως δε περιορίζεται ιδιαίτερα το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί μη τιμώρησης των θυμάτων, κάτι που θα δυσχεράνει τις σχετικές καταγγελίες. Τέλος Τέλος καταργείται η περ. η’ του άρθρου 8 Π.Κ., που προέβλεπε ότι οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ανεξάρτητα από τους νόμους του τόπου της τέλεσης για «πράξη δουλεμπορίου, εμπορίας ανθρώπων, σωματεμπορίας, διενέργειας ταξιδιών με σκοπό την τέλεση συνουσίας ή άλλων ασελγών πράξεων σε βάρος ανηλίκου, βιασμού ή κατάχρησης σε ασέλγεια, σε βάρος ανηλίκου, αποπλάνησης παιδιών, κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια σε βαθμό κακουργήματος, πορνογραφίας ανηλίκων, πορνογραφικών παραστάσεων ανηλίκων, μαστροπείας σε βάρος ανηλίκου ή ασέλγειας με ανήλικο έναντι αμοιβή ή αναγκαστικής εξαφάνισης προσώπου».
Από όλα τα προβλήματα της μεταρρύθμισης, στον δημόσιο διάλογο έχουν αναδειχθεί μόνο ο περιορισμός της αντικειμενικής υπόστασης του βιασμού (και σωστά έχει αναδειχθεί) και η ευνοϊκότερη μεταχείριση του Μιχαλολιάκου (χωρίς όμως την αναγκαία κριτική για το αδίκημα), ενώ κατά τα λοιπά κυριαρχεί ένας ανόητος θόρυβος περί δήθεν ευνοϊκότερης μεταχείρισης της χρήσης μολότωφ, που αφενός μεν δεν ισχύει, αφετέρου δε αποκρύπτει σκοπίμως τα ουσιώδη προβλήματα της μεταρρύθμισης. Μάλιστα με την υιοθέτηση από το ΣΥΡΙΖΑ μέτρων που αλλοιώνουν τον υπερασπιστικό χαρακτήρα του ποινικού δικαίου, την αποποινικοποίηση αδικημάτων ρατσιστών και διασπαθιστών δημοσίου χρήματος, την απειλή φυλάκισης ακόμα και για πλημμελήματα, το μόνο που απομένει στη ΝΔ είναι να αυστηροποιήσει εκ νέου τις ποινές με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα τερατώδες ποινικό μοντέλο, που θα συνδυάζει τις χειρότερες όψεις του αμερικάνικου, γερμανικού και ελληνικού μοντέλου. Αν δεν υπάρξουν άμεσα ουσιώδεις τροποποιήσεις θα αντιμετωπίσουμε σύντομα το αποκρουστικότερο πρόσωπο της καταστολής.
Μια μεταρρύθμιση του ποινικού συστήματος μπορεί να έχει προοδευτικά χαρακτηριστικά μόνο αν ακολουθήσει με συνέπεια τις εξής κατευθύνσεις: διατήρηση του υπερασπιστικού χαρακτήρα, λιγότερη φυλακή για όλους και με υπεράσπιση των δικαιωμάτων των κρατουμένων, αντικατάσταση των ποινών φυλάκισης με παροχή κοινωφελούς εργασίας τουλάχιστον για τα λιγότερο βαριά αδικήματα, αποποινικοποίηση της κινηματικής δράσης και των αδικημάτων φρονήματος.