του Αλέκου Καλύβη.
Η κυβέρνηση εμφανίζεται το τελευταίο διάστημα ως αυτή που με μοναδικό τρόπο μπορεί να εκφράζει τα λαϊκά στρώματα που επλήγησαν από την κρίση.
Με μέτρα όπως ο κατώτερος μισθός, η χορήγηση κάποιων κοινωνικών επιδομάτων και με εμβαλωματικές ρυθμίσεις για χρέη και κόκκινα δάνεια επιχειρεί να πείσει τους πολίτες ότι μπορεί να ψήφισε και να εφάρμοσε το τρίτο μνημόνιο αλλά η προσοχή της είναι πάντα στραμμένη στα πιο καταπιεσμένα στρώματα.
Η πραγματικότητα όμως είναι ακριβώς η αντίθετη.
Πρώτη έγνοια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι να σταθεροποιηθεί στην εξουσία. Διαγκωνίζεται με την ΝΔ για να αποκτήσει την μεγαλύτερη εύνοια της αστικής τάξης,υποτασσόμενη στις ανάγκες και την στρατηγική του κεφαλαίου.
Η θεαματική στροφή που έκανε το καλοκαίρι του 2015 δεν ήταν ένας προσωρινός συμβιβασμός αλλά η πλήρης υιοθέτηση της πολιτικής του αντίπαλου την οποία εξωράϊσε και δικαιολόγησε και στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι η εφαρμογή αυτής της πολιτικής είναι αυτή που έφερε θετικά αποτελέσματα. Ωστόσο η κυβέρνηση δεν ψήφισε μόνο το τρίτο μνημόνιο αλλά νομιμοποίησε πλήρως και τα προηγούμενα δύο μνημόνια που ψήφισαν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ. Η παραδοχή λοιπόν ότι αυτή η η ακραία νεοφιλελεύθερη και αντιλαϊκή πολιτική έχει θετικά αποτελέσματα αποτελεί τό έσχατο σημείο ιδεολογικής υποχώρησης και οριστικού διαζυγίου με την Αριστερά.
Το να περνάς ατόφια την νεοφιλελεύθερη πολιτική ,να λεηλατείς τους εργαζόμενους ,συνταξιούχους και τα μεσαία στρώματα,να εκποιείς το δημόσιο πλούτο και τα δημόσια αγαθά ,να ξεσπιτώνεις ανθρώπους και στη συνέχεια να τους δίνεις ασπιρίνες αυτό δεν είναι αριστερή πολιτική. Άλλωστε ο νεοφιλελευθερισμός είναι αυτός πού πρώτος πλασσάρισε το δίχτυ ασφαλείας ώστε να κατακρεουργηθεί το κοινωνικό κράτος να συνθλιβεί ο κόσμος της εργασίας από την ελευθερία του κεφαλαίου να παράγει υπερεκμετάλευση και υπερκέρδη και στη συνέχεια να δίνονται φιλοδωρήματα στους πλέον φτωχούς για να μην πεθάνουν από την πείνα.
Η αριστερά πάντα είχε σαν αρχή της τη δημιουργία ενός χώρου ισχυρών καθολικών κοινωνικών εγγυήσεων και από αυτή την αρχή έχει ξεκόψει προ πολλού ο ΣΥΡΙΖΑ.
Σχετικά με το κατώτερο μισθό και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και σε αυτό το θέμα η στάση της κυβέρνησης είναι υποκριτική και προσχηματική.
Ο κατώτερος μισθός υπέστη δραματική μείωση μέσα σε μια νύχτα με μια αντεργατική νομοθετική παρέμβαση .Έγινε δραστική διατίμηση της αμοιβής της εργασίας με την ακύρωση του θεσμού των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων.Επίσης η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης δεν οδήγησε σε μείωση των τιμών δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα στην αγορατική δύναμη των μισθών.Το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας δεν ήταν μόνο οικονομικό αλλά μετέβαλλε δραστικά τον κοινωνικό συσχετισμό των δυνάμεων εξαερώνοντας την διαπραγματευτική δύναμη των συνδικάτων.
Η μικρή αύξηση του κατώτερου μισθού που δόθηκε από την κυβέρνηση δεν καλύπτει ούτε την αύξηση του πληθωρισμού για τα οκτώ χρόνια που έχει περικοπεί ο κατώτερος μισθός, η οποία σε συνδυασμό με την αύξηση της φορολογίας που θα επέλθει με την μείωση του αφορολόγητου θα εξανεμιστεί πλήρως.Όσο για την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού,που ήταν απόλυτα αναγκαία, η αντιστοίχηση του μέτρου με την επιδότηση των εργοδοτικών εισφορών που αφορά μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις συνιστά μεταφορά πόρων από την εργασία στις επιχειρήσεις μέσω άλλου δρόμου.
Ο κατώτερος μισθός πρέπει με κυβερνητική απόφαση να ανέβει στα 751 ΕΥΡΩ και στη συνέχεια χωρίς κρατική παρέμβαση να λειτουργήσει ο θεσμός των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων.Αυτή είναι η θεραπεία του οξύτατου προβλήματος που δημιούργησαν οι μνημονιακές πολιτικές αλλά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για τους εργαζόμενους.
Τέλος όσον αφορά τις ρυθμίσεις ιδιωτικών χρεών στο δημόσιο και κόκκινων δανείων στις τράπεζες το κύριο κριτήριο για την κυβέρνηση είναι να μην πληγούν τα έσοδα του δημοσίου και οι τράπεζες.Οι λύσεις είναι μέτρα εκλογικής διαχείρισης και εξωραϊσμού ενός τεράστιου προβλήματος,εφόσον δεν αντιμετωπίζεται το αίτημα της διαγραφής μέρους των χρεών γιά όσους έχουν υποστεί μείωση του εισοδήματός τους. Απλά με εξυπνακίστικους τρόπους αφού πρώτα μετασχημάτισαν την χρεοκοπία του κράτους και των τραπεζών σε χρεοκοπία των πολιτών, στη συνέχεια προσπαθούν να διαχειριστούν τις συνέπειες αυτής της επιλογής.
Δυστυχώς και με αυτές τις πολιτικές θα συνεχιστούν οι κατασχέσεις λογαριασμών και σπιτιών και θα διευκολυνθούν οι τράπεζες και τα αρπακτικά funds να αρπάξουν αργά ή γρήγορα την λαϊκή περιουσία.
Η ελπίδα μπορεί να ξαναγεννηθεί
Όσοι και όσες απο εμάς βρίσκονται στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν υπάρχουν μνημόνια και νεοφιλελευθερισμός με ανθρώπινο πρόσωπο. Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός στην σημερινή πιο άγρια μορφή του είναι απάνθρωπος σε οποιαδήποτε εκδοχή του και ανεξάρτητα αν υλοποιείται από δεξιούς ή νεόκοπους κεντροαριστερούς.
Κανείς από τους πολίτες που αισθάνονται αριστεροί δεν πρέπει να παγιδευτεί σε άχρηστα διλλήμματα που διαιωνίζουν τις αντιλαϊκές πολιτικές στο όνομα του να μην χαθεί η κυβερνητική εξουσία .Η αριστερά έχασε την εξουσία το καλοκαίρι του 2015 όταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να εφαρμόσει τα μνημόνια και να ακυρώσει τον εαυτό της.Σήμερα δυστυχώς για όλους μας δεν κυβερνάει η αριστερά.
Ο κόσμος της αριστεράς που δημιούργησε εκείνο το μεγάλο ρεύμα στήριξης της ριζοσπαστικής αριστεράς που γιγαντώθηκε από το 2012 και μετά ,που διαψεύστηκε και αποστασιοποιήθηκε με διάφορους τρόπους το 2015 πρέπει να δημιουργήσει ένα καινούργιο πολιτικοκοινωνικό μέτωπο αντίστασης και ανατροπής. Η ελπίδα μπορεί να ξαναγεννηθεί και να βρεθεί το νήμα μιας νέας μεγάλης συσπείρωσης με μεγαλύτερη συνέπεια ,πιο ριζοσπαστικό λόγο και αποφασιστικότητα. Η Λαϊκή Ενότητα μπορεί να έχει μια σημαντική συμβολή σε αυτή την προσπάθεια. Όσες διαφορές μπορεί να έχει κανείς δεν μπορεί να μην παραδεχθεί ότι ήταν η δύναμη που πολιτικά επιβεβαιώθηκε, που κράτησε έντιμη και συνεπή στάση και αγωνίζεται με ειλικρίνεια για την ενότητα του ριζοσπαστικού και εν γένει αντιμνημονιακού δημοκρατικού χώρου.
Στην κρίσιμη στιγμή έμπρακτα και ηχηρά απέδειξε μαζί με άλλους συντρόφους που έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ ότι η αριστερά είναι συνείδηση και όχι επιταγή για εξαργύρωση στα «γκισέ» της κυβερνητικής εξουσίας.