Του Αντώνη Νταβανέλου
Στη συζήτηση μετά τη ΔΕΘ
Στην τρέχουσα περίοδο η ριζοσπαστική Αριστερά αντιμετωπίζει πολιτικές δυσκολίες. Η απογοήτευση του κόσμου μετά το 2015, που μεταφράστηκε σε κάμψη των αγωνιστικών κινητοποιήσεων κατά την τελευταία τριετία, είναι προφανώς η υλική βάση του φαινομένου. Επίσης προφανώς, η συγκρότηση μιας ορατής και σοβαρής εναλλακτικής πολιτικής λύσης απέναντι στο εκβιαστικό δίλημμα «ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ;» δεν αφορά μόνο τις διαδικασίες εκλογικής ανασύνταξης της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά επίσης την ενίσχυση των κοινωνικών αγώνων.
Αυτό οφείλουν να το πάρουν υπόψη όσοι/ες επιλέγουν το «κοινωνικό» ως αποκλειστικό πεδίο ανασυγκρότησης, απωθώντας κάθε πολιτική πρωτοβουλία προς ένα απώτερο μέλλον. Η στάση αυτή δεν ενισχύει τις κοινωνικές αντιστάσεις, όπου είναι φανερό ότι η αποκατάσταση ενός κλίματος πολιτικής «ελπίδας» είναι πλέον προϋπόθεση για κάθε σοβαρή κλιμάκωση. Ταυτόχρονα η στάση αυτή αφήνει ανοχύρωτο έναν ολόκληρο κόσμο απέναντι στην προοπτική της εκλογικής λεηλασίας από τον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΚΚΕ, διαθέτοντας τα μεγέθη που επιτρέπουν την «αυτόνομη πορεία», μοιάζει να είναι έξω από αυτές τις πιέσεις. Πράγματι, το φετινό Φεστιβάλ της ΚΝΕ είχε μαζικότητα, ενώ δεν πρέπει να περνούν απαρατήρητα κάποια «ανοίγματα», κάποιες ενδείξεις μεγαλύτερης τακτικής ευελιξίας. Όμως οι δημοσκοπικές μετρήσεις επιρροής –παρά τη δικαιολογημένη καχυποψία απέναντί τους– δείχνουν ότι και το ΚΚΕ υφίσταται τις πιέσεις, πληρώνει το αντίτιμο μιας πολιτικής γραμμής που δεν διεκδικεί ανατροπές στον παρόντα πολιτικό χρόνο.
Στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς τα προβλήματα ακόμα και της στοιχειώδους συνεννόησης στη διαδήλωση της ΔΕΘ και πολύ περισσότερο τα εκφυλιστικά φαινόμενα στις αντιφασιστικές διαδηλώσεις για τη δολοφονία του Π. Φύσσα, δείχνουν μια σοβαρή κρίση.
Η ΛΑΕ δεν θα μπορούσε να είναι εξαίρεση σε αυτή την εικόνα. Η συσπείρωσή της απέχει πλέον από τις δυνάμεις που συγκέντρωνε το 2015. Παρ’ όλα αυτά στις δημοσκοπήσεις εμφανίζεται ως πιο ανθεκτικός χώρος της ευρύτερης ριζοσπαστικής Αριστεράς, ενώ η προκλητική δίωξη σε βάρος του Π. Λαφαζάνη και άλλων μελών της δείχνει ότι οι δραστηριότητές της –ειδικά στο ζήτημα των πλειστηριασμών– «ενοχλούν» ιδιαίτερα την κυβέρνηση Τσίπρα.
Όμως, αν η σημερινή πορεία συνεχιστεί ομαλά, γίνεται φανερός ο πολιτικός κίνδυνος να φτάσουμε στην επόμενη πολιτική αναμέτρηση με προδιαγεγραμμένο ένα αρνητικό αποτέλεσμα. Μια νέα πολιτική συνθήκη, με την εκλογική νίκη της ΝΔ του ακραία νεοφιλελεύθερου Κυρ. Μητσοτάκη, με την επιβίωση στο «κέντρο» της αντιπολίτευσης ενός σοσιαλφιλελεύθερου και αρχηγοκεντρικού ΣΥΡΙΖΑ και την εξαέρωση της πέραν του ΚΚΕ ριζοσπαστικής Αριστεράς, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις σε όλους. Η αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου προϋποθέτει εδώ και τώρα πολιτικές πρωτοβουλίες, αλλαγή πορείας, πολιτικές επιλογές. Πολύ περισσότερο που η αντικειμενική κατάσταση δίνει μεγάλες δυνατότητες.
Μπροστά στο κοινωνικό
Στη ΔΕΘ ο Τσίπρας και ο Μητσοτάκης παρουσίασαν τις συγκλίνουσες απόψεις τους για την επόμενη ημέρα, για την περίοδο μετά το ψευδεπίγραφο «τέλος» των μνημονίων: α) Οι όποιες επιλογές θα γίνουν με απαράβατο όρο τη συμφωνία των δανειστών. β) Οι όποιες επιλογές θα γίνουν με απαράβατο όρο την επιδίωξη της ανάπτυξης, τη μεγέθυνση της «πίτας» που τάχα θα επιτρέψει τη μεγέθυνση του μεριδίου των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων, και γ) Σε αυτή την πορεία προηγούνται οι «προνομιούχοι» που πρέπει να ενισχυθούν κατά προτεραιότητα.
Όμως αυτή η εξέλιξη ανοίγει την όρεξη τμημάτων των λαϊκών τάξεων για διεκδικήσεις. Το άνοιγμα της συζήτησης π.χ. για τον κατώτατο μισθό δεν είναι καθόλου υποχρεωτικό ότι θα περιοριστεί στα ψίχουλα που προτίθενται να νομιμοποιήσουν οι Τσίπρας-Μητσοτάκης, μπορεί να πάρει τις διαστάσεις μιας ευρύτατης διεκδίκησης ουσιαστικών αυξήσεων, ενός νέου κύκλου αγώνων. Είναι χαρακτηριστικό το ότι η ΟΕΝΓΕ ήδη ξεκινά απεργιακές κινητοποιήσεις, απαιτώντας για τους «ένστολους» στην Υγεία αυτά που ο Τσίπρας έταξε στους στρατιωτικούς, τους αστυνομικούς και τους δικαστές.
Κατά τη γνώμη μας αυτό το ζήτημα θα πρέπει να είναι το κέντρο της δράσης και της γραμμής της ΛΑΕ. Ο μισθός, η σύνταξη, οι εργασιακές σχέσεις, οι κοινωνικές δαπάνες, η άρνηση των ιδιωτικοποιήσεων, είναι τα θέματα που θα κρίνουν το νέο πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό δύναμης. Η ανασύνταξη της ριζοσπαστικής Αριστεράς μπορεί να συμβεί μόνο ως η πολιτική έκφραση ενός εργατικού-λαϊκού ρεύματος, που θα διεκδικεί την ανατροπή της μνημονιακής συνέχειας.
Προς την κατεύθυνση αυτή υπάρχουν προϋποθέσεις:
α) Αυτή τη στιγμή δεν συντάσσουμε «κυβερνητικό πρόγραμμα», δεν μιλάμε για λογαριασμό «του τόπου» ή της «χώρας», δεν απευθυνόμαστε σε κάποιο γενικό εθνικό ακροατήριο, αλλά συγκεντρώνουμε δυνάμεις κοινωνικής και πολιτικής αντίστασης/αντιπολίτευσης, με το κριτήριο της ταξικής μονομέρειας.
β) Μια γραμμή ταξικής μονομέρειας δεν έχει μόνο «φίλους», έχει επίσης αντιπάλους. Η ΛΑΕ οφείλει να είναι με σαφήνεια (όπως π.χ. είναι στο ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων) κατά των κοινών σχεδιασμών ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ για μείωση της φορολόγησης των επιχειρήσεων, κατά της προτεραιότητας των ενστόλων και των δικαστών, κατά της αύξησης των εξοπλισμών και υπέρ της αύξησης των κοινωνικών δαπανών, κατά της μείωσης του ΦΠΑ στον τουρισμό γενικά (δηλ. στα κέρδη των μεγαλοξενοδόχων) και υπέρ της μείωσης του ΦΠΑ στα είδη λαϊκής κατανάλωσης κ.ο.κ.
γ) Σε μια τέτοια πολιτική είναι κρίσιμες οι επιλογές στο ζήτημα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Είναι απολύτως φυσιολογική η ειλικρινής υποστήριξη των αυταπασχολούμενων που ζουν από τη δουλειά τους. Όμως είναι λάθος η υποστήριξη, στο όνομα της «ανάπτυξης», των μικρομεσαίων βιοτεχνών και εμπορικών επιχειρήσεων που βασίζουν τη βιωσιμότητά τους στη νεοφιλελεύθερη λιτότητα σε βάρος των εργαζομένων σε αυτές. Η στάση των Επιμελητηρίων και των εμπορικών οργανώσεων στο ζήτημα του κατώτατου μισθού είναι απολύτως ενδεικτική.
δ) Η ΛΑΕ σωστά συνδέει τα ανάλογα αιτήματά της με τους γενικότερους στόχους της διαγραφής του χρέους, της εθνικοποίησης των τραπεζών, της σύγκρουσης/ρήξης με την ευρωζώνη κ.ο.κ. Ο ορίζοντας αυτών των διεκδικήσεων πρέπει να περιγράφεται ως αντιμνημονιακή ανατροπή με προοπτική τη σοσιαλιστική απελευθέρωση. Ένα ενδιάμεσο «στάδιο» με τη ρεαλιστική ανάπτυξη της χώρας, με την παραγωγική ανασυγκρότηση, με τις κλαδικές πολιτικές κ.ο.κ. δεν προκύπτει από τη συγκυρία και οδηγεί σε σύγχυση περί των κοινωνικών συμμαχιών και περί των ενδεχομένων αντιμετώπισης της κρίσης μέσω συναινετικών διεργασιών.
ε) Στο ζήτημα της δημοκρατίας, λίγη αξία έχουν οι γενικόλογες υποσχέσεις περί Συντακτικής Συνέλευσης, ή χειρότερα οι αυταπάτες περί «δημοκρατικού μετώπου» μέσα σε μια κοινωνία που σπαράσσεται από την ταξική πόλωση. Αντίθετα παραμένουν πολύτιμες οι συγκεκριμένες δεσμεύσεις π.χ. για το διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους, για την κατάργηση των ειδικών δυνάμεων καταστολής, για τα δημοκρατικά δικαιώματα στους χώρους εργασίας κ.ο.κ.
στ) Σε ένα τέτοιο κοινωνικό πρόγραμμα δεν είναι δυνατόν να υποτιμάται το ζήτημα των προσφύγων και μεταναστών, η αντιρατσιστική-αντιφασιστική διάστασή του.
Γεωπολιτικές αφηγήσεις
Μέσα από τον προηγούμενο κύκλο αγώνων υπάρχει μια «κληρονομιά» πολιτικών θέσεων που θα μπορούσε να στηρίξει μια ενιαία τοποθέτηση μέσα στη συγκυρία των συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων στην περιοχή.
Αυτή θα μπορούσε να περιγραφεί: α) Ασυμφιλίωτη αντιπαράθεση με τον ιμπεριαλισμό, με προτεραιότητα στην αντιπαράθεση με τον δυτικό ιμπεριαλισμό στον οποίο εντάσσουν την πολιτική τους οι ελληνικές κυβερνήσεις: αντίθεση στο ΝΑΤΟ, στην επέκτασή του στα Βαλκάνια και στην παρουσία του στο Αιγαίο, στις βάσεις, στον «άξονα» με το Ισραήλ κλπ. β) Αντίθεση στον πόλεμο, στους εξοπλισμούς, στον μιλιταρισμό και στον εθνικισμό. γ) Υποστήριξη μιας «πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής», ως πολιτικής ρήξης με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, αλλά και ως πολιτικής ειρήνης και συνεργασίας με όλους τους λαούς της περιοχής.
Είναι γνωστό ότι πέρα από αυτό το γενικό πλαίσιο υπάρχουν λεπτομερέστερες επεξεργασίες που χαρακτηρίζουν επί μέρους ρεύματα και απόψεις. Αυτές όμως δεν είναι δυνατόν να επιβάλλονται σε μετωπικούς σχηματισμούς, δημιουργώντας έντονα «ταυτοτικά» διλλήματα. Ο καθένας δικαιούται να διατηρεί αυτές τις ιδιαιτερότητες, φροντίζοντας όμως να τις υπερασπίζει στο όνομα της οργάνωσής του και όχι στο όνομα ευρύτερων μετωπικών σχηματισμών.
Για εμάς υπάρχουν δύο σαφή όρια. Αφενός, είμαστε αντίθετοι στη χρήση «επιχειρημάτων» που δημιουργούν σύγχυση μεταξύ μιας αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς και της εθνικιστικής Δεξιάς (π.χ. το διαβόητο ζήτημα του «αλυτρωτισμού» των γειτόνων μας). Αφετέρου, είμαστε αντίθετοι σε μια διεύρυνση της «πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής» που δημιουργεί σύγχυση περί ταύτισης με άλλα «στρατόπεδα» του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Όπως κανείς δεν σκέφτηκε να υποστηρίξει την ιδιωτικοποίηση του Πειραιά, αφού η Cosco ελέγχεται από το ΚΚ Κίνας, κανείς δεν δικαιούται να έχει αυταπάτες για το καθεστώς του Πούτιν και το ρόλο της ανταγωνιστικής συνύπαρξής του με τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Με ανάλογες επιλογές (που κατανοούμε ότι θα γίνουν «μετωπικά», δηλαδή παίρνοντας υπόψη τις απόψεις όλων…) εξακολουθούμε να υποστηρίζουμε ότι είναι εφικτή μια ανασύνταξη/αντεπίθεση της ΛΑΕ. Που, σε συμμαχία με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες ριζοσπαστικές δυνάμεις που αποσπάστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015, έχουν τη δυνατότητα να αποτελέσουν τον «κορμό» ενός πολιτικού ρεύματος που θα απαντήσει νικηφόρα στην πρόκληση που έρχεται.
*Αναδημοσίευση από την “Εργατική Αριστερά”