Του Αντώνη Νταβανέλου
Είναι γνωστό ότι η εφαρμοσμένη, συγκεκριμένη πολιτική είναι πολύ πιο δύσκολη από τη γενική ιδεολογική προπαγάνδα.
Στην Ελλάδα –ευτυχώς!– η Αριστερά, και ειδικότερα η ριζοσπαστική Αριστερά, έχει διατηρήσει σοβαρές οργανωμένες δυνάμεις σε ένα επίπεδο υψηλότερο από πολλές άλλες χώρες στην Ευρώπη.
Αυτό σημαίνει ότι ένα γενικό ιδεολογικό πλαίσιο αναφοράς ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τον πόλεμο, τον εθνικισμό, «υποστηρίζεται» από ένα αξιοσημείωτο δυναμικό, που διαθέτει για τη δράση του ορισμένα «εργαλεία»: εφημερίδες, περιοδικά, sites, «μετωπικές» συγκροτήσεις κ.ά.
Όμως, μπροστά στις δοκιμασίες της συγκεκριμένης πολιτικής, αυτό το δυναμικό κατατρίβεται, πολυδιασπάται και, τελικά, εξουδετερώνεται πολιτικά, αδυνατώντας να πάρει πρωτοβουλίες μιας κάποιας κλίμακας.
Δύο είναι σε αυτό το πεδίο οι σοβαρότερες δοκιμασίες της περιόδου που διανύουμε: Η αντιμετώπιση της συμφωνίας Τσίπρα-Ζάεφ για το Μακεδονικό και η αντιμετώπιση της όξυνσης του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, του κινδύνου για «θερμό»-πολεμικό επεισόδιο στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο.
Μακεδονικό
Η πολιτική απάντηση στη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ, υπό κανονικές συνθήκες, θα έπρεπε να ήταν πιο εύκολη απ’ ό,τι η απάντηση στην απόπειρα για το σχέδιο Ανάν στην Κύπρο, πριν από κάποια χρόνια. Και όμως, επαναλαμβάνονται ανάλογες παθογένειες, που δείχνουν αδυναμία εξαγωγής συμπερασμάτων.
Η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά:
α) Είναι προφανές ότι έχει υπαγορευτεί από τους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς, από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, προωθώντας μια γρήγορη «διεύρυνσή» τους στα Δυτικά Βαλκάνια. Είναι γνωστό ότι το ΝΑΤΟ και η ΕΕ είναι δυνάμεις από καιρό «παρούσες» στα Βαλκάνια, έχουν δυναμικά μπει στην περιοχή από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Όμως αυτό δεν αρκεί για να υποβαθμίσει τη σημασία της κλιμάκωσης που σήμερα επιχειρείται: τώρα δεν «μπαίνει» το ΝΑΤΟ και η ΕΕ στα Βαλκάνια, τώρα μπαίνει η Δημοκρατία της Μακεδονίας, η Αλβανία και, προοπτικά, η Σερβία, στους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς, με στόχο μια κατά πολύ σταθερότερη και ενσωματωμένη «αξιοποίηση» της περιοχής, σε μια περίοδο όπου οι ανταγωνισμοί γενικά οξύνονται.
Όποιος υποτιμήσει αυτό το στοιχείο, όποιος υποβαθμίσει την ανάγκη της αντιιμπεριαλιστικής ιδεολογικής προπαγάνδας και συγκεκριμένης πολιτικής στάσης, είναι καταδικασμένος να μετατοπιστεί προς συνολικότερη συντηρητική τοποθέτηση. Αυτή είναι η εμπειρία από τις διαμάχες στην εποχή του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία και, αργότερα, των συζητήσεων για το σχέδιο Ανάν. Τότε, ένα τμήμα που καθορίστηκε από μια γενικόλογη τάση διαφοροποίησης κυρίως με τον «εθνικισμό», έκανε το βήμα να αποδεχθεί το ΝΑΤΟ, την ΕΕ και τις συνδεμένες μαζί τους κυβερνήσεις (την ελληνική, την κυπριακή…) ως τμήμα της απάντησης στην τρέλα του εθνικισμού και του πολέμου. Για να καταλήξει –ευτυχώς όχι όλο…– στην αγκαλιά του κοσμοπολιτισμού, στην «αυλή» του Γ. Παπανδρέου και μέσω αυτού στο σοσιαλφιλελεύθερο «κέντρο».
β) Όμως η συμφωνία δεν είναι μια αφηρημένη προώθηση του ιμπεριαλιστικού ελέγχου στην περιοχή. Το ΝΑΤΟ και η ΕΕ κινούνται με συγκεκριμένες συμμαχίες με τις τοπικές δυνάμεις και σε μια κυνική, αλλά σαφή, εκτίμηση για το συσχετισμό δύναμης μεταξύ των τοπικών συμμάχων τους. Η συμφωνία καθορίζεται από την εκτίμηση των Δυτικών ότι το σταθερότερο σημείο στήριξής τους είναι το ελληνικό κράτος και ο ελληνικός καπιταλισμός.
Γι’ αυτό υποχρεώνουν τη Δημοκρατία της Μακεδονίας να αλλάξει το συνταγματικό όνομά της, να αποδεχθεί τους βασικούς όρους της Αθήνας, παρόλο που 140 χώρες την είχαν αναγνωρίσει ως Μακεδονία σκέτο, παρόλο που ο χρόνος που έχει κυλήσει, είχε, σε ένα βαθμό, δημιουργήσει τετελεσμένο.
Είναι σαφές ότι η συμφωνία αναγνωρίζει στο ελληνικό κράτος και τους Έλληνες καπιταλιστές σημαντικό ρόλο στην περιοχή, ρόλο συντονιστή της νατοϊκής και ευρωπαϊκής «διεύρυνσης». Πάνω σε αυτό το στοιχείο χτίζει ο Τσίπρας. Επιχειρώντας να αποδείξει ότι η σκανδαλώδης «ευελιξία» του απέναντι στον Τραμπ και τη Μέρκελ μπορεί να οδηγήσει σε «εθνικές επιτυχίες». Και να οδηγήσει έτσι τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια κάποια ανάκαμψη, όχι πλέον ως κέντρο μιας κάποιας ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά ως καθοδηγητή του «εθνικού χώρου», της μεγάλης «δημοκρατικής παράταξης», που θα διεκδικεί (όπως παλιότερα το ΠΑΣΟΚ…) μια μετάβαση στη (νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική) ανάπτυξη σε συνδυασμό με τις «επιτυχίες» σε βάρος ασθενέστερων γειτόνων.
Τούτων δοθέντων, είναι απολύτως λάθος η εκτίμηση ενός τμήματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς που αντιμετώπισε «θετικά» τη συμφωνία (είτε με τη μορφή «η Αριστερά να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που ανοίγονται», είτε με τη μορφή «ένα σημαντικό βήμα» στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Δημοκρατίας της Μακεδονίας).
Η υπαρκτή Αριστερά στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, με τη στάση της, δείχνει το δρόμο αντιμετώπισης. Ένα σύνθημα της Levica (Αριστερά): «Στο ΝΑΤΟ; Όχι, ούτε με το συνταγματικό όνομά μας!» κάνει ένα σωστό συνδυασμό, που περιλαμβάνει και σωστή ιεράρχηση των καθηκόντων. Προειδοποιεί ότι η νατοϊκή διεύρυνση οδηγεί στην κλιμάκωση των εθνικιστικών ανταγωνισμών και σε επικίνδυνα μονοπάτια, ενώ δεν παραιτείται από το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό, εναποθέτοντάς το στην ανάπτυξη των σχέσεων ανάμεσα στα κινήματα και ανάμεσα στις δυνάμεις της Αριστεράς στην περιοχή.
Είναι καθαρό ότι η ριζοσπαστική Αριστερά οφείλει να απαντήσει ΟΧΙ στη συμφωνία Ζάεφ-Τσίπρα.
Όμως αυτό το ΟΧΙ οφείλει, ταυτόχρονα, να κατοχυρώσει την αντιιμπεριαλιστική-αντιπολεμική-διεθνιστική επιχειρηματολογία του, σε πλήρη αντίθεση και ρήξη με τον «απορριπτισμό» της Δεξιάς και της ακροδεξιάς, που έχουν άλλα πολύ πιο επικίνδυνα κίνητρα.
Και εδώ παρουσιάζεται το άλλο διαλυτικό λάθος.
Η επιμονή στα επιχειρήματα περί «αλυτρωτισμού» των γειτόνων μας, η ελαστική αντιμετώπιση των συλλαλητηρίων, η διατήρηση επαφών με ομάδες και πρόσωπα του «πατριωτικού» χώρου (που εξακολουθεί να ανταγωνίζεται με τον Ιβάν Σαββίδη και τον Φράγκο Φραγκούλη στα πεδία των «μακεδονομάχων») οδηγεί σε υποτίμηση του κινδύνου της ακροδεξιάς, σε νομιμοποίηση των αντιδραστικών συλλαλητηρίων, σε έμμεση δικαίωση του… Τσίπρα. Πρόκειται για λάθος κυριολεκτικά αυτοκτονικό, καθώς αγγίζει έναν αξιακό και ταυτοτικό πυρήνα θέσεων, χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει κανένα εγχείρημα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Διατυπώνοντας ένα καθαρό ΟΧΙ στους χειρισμούς και στις εξαγγελίες του Τσίπρα, το δύσκολο καθήκον που θα έχουμε μπροστά μας είναι ο αποφασιστικός και πλήρης διαχωρισμός από το εθνικιστικό και φιλοπόλεμο ΟΧΙ. Μια παράδοση «αριστερού εθνικισμού» μέσα στις οργανώσεις και στους ανθρώπους της Αριστεράς στην Ελλάδα προσθέτει δυσκολίες σε αυτό το καθήκον και πρέπει να αντιμετωπιστεί με συνειδητό και συστηματικό τρόπο.
Τα ελληνοτουρκικά
Το πραγματικά κρίσιμο πεδίο της περιόδου είναι το μέτωπο του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.
Κάποιοι σύντροφοι επαφίωνται στη δύναμη της λογικής. Υπενθυμίζουν ότι με βάση τα συμφέροντα των λαών, αλλά ακόμα και με βάση τα συμφέροντα των χωρών και των ηγετικών τους τάξεων, μια εκτός ελέγχου αντιπαράθεση θα είναι τρελοκομείο. Επιμένουν ότι «πόλεμος, δεν θα γίνει». Έχουν πολλά δίκια. Όμως, ο καπιταλισμός στην περίοδο της κρίσης και της σήψης του δεν λειτουργεί, πάντα, με τα κριτήρια της λογικής. Όταν στην ανατολική Μεσόγειο «συνωστίζονται» στόλοι και αεροπορίες, όταν οι διεκδικήσεις (έστω και εκατέρωθεν) κλιμακώνονται, όταν με τη μέθοδο των τετελεσμένων επιχειρείται η βάναυση παραβίαση των συσχετισμών, τότε η κατάσταση γίνεται πραγματικά επικίνδυνη.
Το ΚΚΕ, σωστά, έχει ανοίξει στο εσωτερικό του τη συζήτηση για τη στρατηγική των κομουνιστών στο ενδεχόμενο ενός πολέμου, αλλά και τη σχέση αυτού του ενδεχόμενου με το κοινωνικό ζήτημα, το ζήτημα της ανατροπής του καπιταλισμού. Όμως σε όλα τα συγκεκριμένα ζητήματα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, με τη μέθοδο της υπεράσπισης των «κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας» καταλήγει στη θέση ότι η απόλυτη τρέλα μιας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης –ή ενός «θερμού» επεισοδίου που, όμως, θα επιδεινώσει δραματικά τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών– θα έχει «αμυντικό χαρακτήρα» από την πλευρά του ελληνικού κράτους. Με το πρόσχημα μιας γενικόλογης «αντιπολεμικής προετοιμασίας», καταλήγει στην αποχή από κάθε συγκεκριμένη πολιτική μάχη που… εμποδίζει τον πόλεμο.
Το ίδιο κάνουν οι σύντροφοι που αναλύουν τα ελληνοτουρκικά με το πρίσμα της διαρκούς και μονομερούς «τουρκικής επιθετικότητας». Είναι η αποδοχή μεγάλου τμήματος της πασοκικής κληρονομιάς του «πατριωτικού χώρου», με βάση την οποία ο Α. Παπανδρέου έχτισε την ηγεμονία του πάνω στα λαϊκά στρώματα, στηριζόμενος, όμως, σε μεγάλο τμήμα της κυρίαρχης τάξης.
Αυτή η ανάλυση δεν επικοινωνεί πλέον με την πραγματικότητα: δεν μπορεί να εντάξει στις ερμηνείες της τις διεκδικήσεις του ελληνικού κράτους σε τεράστιο τμήμα της ανατολικής Μεσογείου, δεν μπορεί να ερμηνεύσει τις άριστες σχέσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τις ΗΠΑ την ώρα που διευρύνεται το ρήγμα μεταξύ ΝΑΤΟ και Τουρκίας του Ερντογάν, δεν μπορεί να «ταιριάξει» ένα γενικό φιλορωσικό προσανατολισμό της με τη διαπίστωση ότι οι σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας βελτιώνονται θεαματικά κ.ο.κ.
Σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν ως αντιδραστικό και επικίνδυνο τον «άξονα» μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου και κράτους του Ισραήλ. Και ευτυχώς. Όμως αυτή η πολιτική καταδίκη δεν επεκτείνεται στο προγραμματικό πλαίσιο του «άξονα». Που είναι η μοιρασιά της Ανατολικής Μεσογείου μεταξύ των μελών του και η διασφάλιση της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων της περιοχής από τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες της Δύσης.
Τα ανάλογα ισχύουν και στο ζήτημα των εξοπλισμών. Οι παραγγελίες της κυβέρνησης Τσίπρα για τον «εκσυγχρονισμό» της πολεμικής αεροπορίας και το αίτημα για αγορά υπερ-φρεγατών τύπου FREMM από τη Γαλλία, πέρασαν σχεδόν αδιαμαρτύρητα και μάλιστα σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Αν στο μέτωπο αυτό, η ριζοσπαστική Αριστερά δεν βρει τη δύναμη να χαράξει δική της ανεξάρτητη στάση, τότε μένει άοπλη μπροστά σε ένα σημαντικό κίνδυνο στην περιοχή, αλλά και ανοχύρωτη απέναντι στην επιρροή των αστικών δυνάμεων και κυρίως αυτών του κυβερνητικού στρατοπέδου.
Πρωτοβουλίες
Είναι φυσιολογικό ότι η συζήτηση αυτή θα συνεχίσει μέσα στον κόσμο της Αριστεράς για μακρύ διάστημα. Όμως η συζήτηση πρέπει να συνδυαστεί με πολιτικές πρωτοβουλίες.
Η ΔΕΑ επέλεξε στις μέρες των πρώτων εθνικιστικών συλλαλητηρίων για το Μακεδονικό να υπογράψει μαζί με άλλες οργανώσεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς την κοινή δήλωση που καλούσε στην απομόνωση των εθνικιστών, που οργάνωναν τα συλλαλητήρια, και τον κόσμο της Αριστεράς στην πλήρη αντιπαράθεση με αυτές τις αντιδραστικές κινητοποιήσεις.
Σήμερα, υπογράφουμε μαζί με δυνάμεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς ένα πλαίσιο που καλεί σε συστηματική δράση ενάντια στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό, τον εθνικισμό. Θεωρούμε ότι αυτό το πλαίσιο είναι πιο ισορροπημένο και μπορεί να αποτελέσει βάση κοινής δράσης, σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι άλλες αντίστοιχες προσπάθειες που ανακοινώθηκαν.
Σε ό,τι μας αφορά, θα προσπαθήσουμε να μην πάρουν οι υπαρκτές διαφορές στην ανάλυση και στα πολιτικά επιχειρήματα διαστάσεις διάσπασης, σε μια απόπειρα που ούτως ή άλλως έχει μεγάλες πολιτικές δυσκολίες.
Η κοινή διαδήλωση ενάντια στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην περιοχή θεωρούμε ότι πρέπει να είναι ένα πρώτο βήμα σύγκλισης των προσπαθειών και δημιουργίας προϋποθέσεων για γενικότερη κοινή δράση ενάντια στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό, τον εθνικισμό.
Και μπροστά στο σύνολο των πολιτικών εξελίξεων, εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι οι δυνάμεις της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι άλλες ριζοσπαστικές αριστερές συλλογικότητες που αποσπάστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015, οφείλουν να παρουσιάσουν κοινό «κορμό», τόσο μέσα στο μαζικό κίνημα, όσο και στον πολιτικό αγώνα.