Ο Παν. Λαφαζάνης για την συνεργασία Ρωσίας – Τουρκίας, για το Akkuyu, την τριμερή Putin–Erdogan–Rouhani, το σχέδιό του για μια εναλλακτική πορεία το 2015 και την επικαιρότητα μιας νέας στρατηγικής σχέσης με την Ρωσία.
Παν. Λαφαζάνης: Εγκληματικό ότι το 2015 ο Τσίπρας γύρισε την πλάτη στο σχέδιό μου για νέα πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, για στρατηγική συνεργασία με την Ρωσία και απαγκίστρωση από τα μνημόνια και την λιτότητα.
Παν. Λαφαζάνης: Η στρατηγική σχέση πολύπλευρης συνεργασίας Ελλάδας – Ρωσίας και μια νέα πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική άκρως επίκαιρες για την ασφάλεια της Ελλάδας και την ανάταξη της οικονομίας και της κοινωνίας.
Ο Παν. Λαφαζάνης απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων τόνισε σχετικά με τον πυρηνικό σταθμό στο Akkuyu:
«Είναι εντυπωσιακό ότι Ελλάδα και Κύπρος σιώπησαν και δεν επέδειξαν την παραμικρή αντίδραση για την εγκατάσταση ενός πυρηνικού σταθμού στην Τουρκία σε μια άκρως σεισμογενή γειτονιά, δίπλα στην Κύπρο, ο οποίος εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους για μια μεγάλη καταστροφή στην περιοχή.
Το γεγονός αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, όπως δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα δεν έβγαλε την προηγούμενη περίοδο τσιμουδιά για την τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Συρία, ούτε για την κατοχή της Αφρίν και τις βαρβαρότητες του τουρκικού στρατού και των τζιχαντιστών συμμάχων του.
Η Ελλάδα δεν είναι μόνο μια νεοαποικιοκρατούμενη από την τρόικα (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ) χώρα.
Δυστυχώς η πατρίδα μας τελεί υπό τον φόβο και υπό την υψηλή επικυριαρχία της Τουρκίας, με την τελευταία να ορίζει σε πολύ σημαντικό βαθμό τα όρια και τα απαγορευμένα θέματα για τις ελληνικές παρεμβάσεις».
Σε άλλη ερώτηση για τις ρωσοτουρκικές σχέσεις μετά την συμφωνία για το Akkuyu, τους S-400 και την τριμερή Putin – Erdogan – Rouhani στην Τουρκία, ο Παν. Λαφαζάνης τόνισε:
«Η ζωή, πολύ περισσότερο στις διεθνείς σχέσεις, απεχθάνεται τα κενά. Το ‘κενό’ που άφησε η Αθήνα στην ανάπτυξη τω ελληνορωσικών σχέσεων το 2015 και στην πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όπου της δόθηκε η σχετική ευκαιρία, αλλά γύρισε περιφρονητικά και προσβλητικά την πλάτη στην Μόσχα, έρχεται τώρα να καλύψει η Τουρκία με την συνεχή αναβάθμιση των ρωσοτουρκικών σχέσεων και την ρωσο-τουρκο-ιρανική συνεργασία, με την Αθήνα εκτός παιχνιδιού και ζημιωμένο θεατή.
Το σχέδιο για μια αναβαθμισμένη στρατηγική συνεργασία Ελλάδας – Ρωσίας, στο πλαίσιο μιας νένας προοδευτικής αντιμνημονιακής πορείας με επίκεντρο τον κόσμο της εργασίας, το είχα διαμορφώσει προσωπικά και το προωθούσα ως Υπουργός Ενέργειας και Παραγωγικής Ανασυγκρότησης. Πρώτο μεγάλο βήμα γι’ αυτήν την ΟΤστρατηγική συνεργασία ήταν κυρίως η μεγάλη διακρατική συμφωνία που είχα υπογράψει στην Αγ. Πετρούπολη με την Ρωσική Ομοσπονδία για την κατασκευή υπό άκρως επωφελείς όρους (50-50 κλπ.) μεγάλου αγωγού με ρωσικό φυσικό αέριο, που θα περνούσε από την Ελλάδα με προορισμό την Κεντρική Ευρώπη.
Μαζί με τον αγωγό ρωσικού φυσικού αερίου,ο οποίος θα απέφερε ετησίως εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στην χώρα μας, είχαμε συμφωνήσει με την Ρωσία για την ένταξη της Ελλάδας στην αναπτυξιακή τράπεζα των BRICS, κάτι που θα απέφερε άμεσα οφέλη και νέους οικονομικούς ορίζοντες.
Αυτές οι συμφωνίες διαμόρφωναν το έδαφος για μια αναβαθμισμένη στρατηγική σχέση συνεργασίας με την Ρωσία, σε μια φάση, μάλιστα, που η τελευταία είχε πολύ κακές σχέσεις με την Τουρκία του Erdogan.
Αν η Ελλάδα είχε προχωρήσει τολμηρά σε αυτόν τον δρόμο που είχα σχεδιάσει μαζί με άλλα ριζοσπαστικά μέτρα που πρότεινα, σήμερα όχι μόνο θα είχε βγει από την κρίση, αλλά και θα είχε κατοχυρώσει καθεστώς ασφάλειας των συνόρων της και θα απέτρεπε απειλές από οποιονδήποτε τρίτο, όπως η Τουρκία, τις οποίες εξευτελιστικά ανέχεται σήμερα.
Ταυτόχρονα, μια στρατηγική σχέση συνεργασίας με την Ρωσία, θα έδινε άλλο θετικό και παρεμβατικό ρόλο στην χώρα μας στις μεσανατολικές εξελίξεις, αντί η Ελλάδα να έχει μετατραπεί σε άφωνο δορυφόρο των ‘χασάπηδων’ σιωνιστών του Ισραήλ, προς μεγάλη ζημία των εθνικών μας συμφερόντων.
Είναι δυστύχημα ότι η Τουρκία, παρότι μέλος του ΝΑΤΟ, μετέχει στην τριμερή συνεργασία με την Ρωσία και το Ιράν και όπως έδειξε η πρόσφατη συνάντηση Putin–Erdogan–Rouhaniπαίζει βασικό ρόλο στην διαμόρφωση της νέας Μέσης Ανατολής, ενώ η Ελλάδα γίνεται όλο και περισσότερο αγκιστρωμένο ψάρι και αποικία των ΗΠΑ και των γερμανοκρατούμενων Βρυξελλών, την ώρα, μάλιστα, που η Ουάσιγκτον χάνει συνεχώς έδαφος στην περιοχή».
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση για το τι μπορεί να κάνει σήμερα η Ελλάδα για να προασπίσει τα νόμιμα συμφέροντά της, ο Παν. Λαφαζάνης τόνισε:
«Η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου βρίσκεται σε αδιέξοδο με τα εθνικά θέματα, είναι αμήχανη και αντιδρά σπασμωδικά, ενώ όλο και περισσότερο γίνεται φερέφωνο των ΗΠΑ και του Ισραήλ στην περιοχή, επιδεινώνοντας την θέση της χώρας.
Η Ελλάδα αντί να ακολουθεί και να παρακολουθεί έναν σκληρό νεοψυχροπολεμικό Δυτικό αντιρωσισμό, οφείλει, έστω και τώρα, να αναπτύξει μια νέα προωθημένη σχέση με την Ρωσία σε όλους τους τομείς, τον πολιτικό, τον οικονομικό, τον πολιτιστικό, τον αμυντικό. Μια στρατηγική συνεργασία Ελλάδας – Ρωσίας και μια νέα οπτική των διεθνών μας πολιτικών σχέσεων, που δεν θα περιορίζεται στον άξονα Βρυξέλλες – Βερολίνο – Ουάσιγκτον, είναι κλειδιά για την ασφάλεια της χώρας, την ισχυροποίηση της Ελλάδας, την έξοδό της από την κρίση, την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιοχή.
Αν η Ελλάδα έχασε μια ευκαιρία το 2015 με την εγκατάλειψη του σχεδίου μου για μια πραγματικά πολυδιάστατη στρατηγική διεθνών οικονομικών και πολιτικών σχέσεων, τώρα μπροστά στην ένταση της προκλητικότητας της Τουρκίας,έχει μια δεύτερη ευκαιρία.
Κι αυτή η στιγμή είναι άκρως κατάλληλη για ένα νέο ξεκίνημα των ελληνορωσικών σχέσεων, διότι και η ίδια η Ρωσία αντιλαμβάνεται πλήρως ότι η μονομερής πρόσδεσή της στην σχέση με την Τουρκία στην περιοχή είναι άκρως αβέβαιη και παγιδευτική, πολύ περισσότερο που ανά πάσα στιγμή, αν η Τουρκία διασφαλίσει ανταλλάγματα από τις ΗΠΑ και την Δύση, μπορεί να αποκαταστήσει τις σχέσεις μαζί τους σε νέα βάση και με πρώτα θύματα αυτών των ανταλλαγμάτων τους Κούρδους, την Κύπρο και το Αιγαίο.
Πιστεύω, όμως, ότι μια τέτοια στροφή στις εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας, απόλυτα ρεαλιστική και αναγκαία, απαιτεί μια μεγάλη προοδευτική ανατροπή στην χώρα».
Το Γραφείο Τύπου της ΛΑ.Ε
Αθήνα 6/4/2018