Του Αντώνη Νταβανέλλου
Με το ταξίδι στις ΗΠΑ και τους εναγκαλισμούς με τον Τραμπ (τον χυδαίο ακροδεξιό, ρατσιστή, μισογύνη, ομοφοβικό και φιλοπόλεμο πολιτικό, που ακόμα και το «σύστημα» στις ΗΠΑ αναρωτιέται αν μπορεί να αποδεχθεί ως πρόεδρο…) ο Αλέξης Τσίπρας απέδειξε ότι στη λογική του κατήφορου δεν υπάρχει πάτος.
Απέναντι στον χειρότερο ένοικο του Λευκού Οίκου στην ιστορία της Αμερικής, ο Τσίπρας αντέδρασε ως ο πιο πρόθυμος και εύκαμπτος πολιτικός που αναδείχθηκε στην Ελλάδα μετά την εποχή της Μεταπολίτευσης.
Δεν αναφερόμαστε μόνο στα σαλιαρίσματα του τύπου «μας συνδέουν οι κοινές αρχές, της ελευθερίας (!) και της δημοκρατίας (!!)» που απηύθυνε ο Αλ. Τσίπρας στον Τραμπ, στον επικεφαλής ενός μπλοκ πολιτικών δυνάμεων, όπου περιλαμβάνεται η Κου Κλουξ Κλαν, οι νεοναζήδες και οι μαχαιροβγάλτες της «Εναλλακτικής Δεξιάς». Αν και αυτά έχουν την σημασία τους: γιατί ακόμα και κάποιοι σοβαροί αστοί πολιτικοί ηγέτες, επιβεβαίωσαν σε ανάλογες συναντήσεις τα ηγετικά χαρακτηριστικά τους, φροντίζοντας να κάνουν με κάποιον τρόπο μια διάκριση ανάμεσα στην προς το συμφέρον «συνεννόηση» και την υπενθύμιση μιας γενικότερης ιδεολογικοπολιτικής διαφοροποίησης. Μιας διαφοροποίησης που θα απευθυνόταν στο λαό τους, αλλά και στον κόσμο στις ΗΠΑ. Δεν γνωρίζουμε αν ο Αλ. Τσίπρας το κατανοεί, ή αν ακόμα διατηρεί κάποιο σχετικό ενδιαφέρον, αλλά τις μέρες αυτές το μήνυμά του προς τον κόσμο του ριζοσπαστισμού στις ΗΠΑ και γενικότερα, επιβεβαίωσε απολύτως αυτό που νωρίτερα είχε πει στη Θεσσαλονίκη: το κόμμα που γνωρίζατε, ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχει πλέον…
Τα σοβαρότερα προβλήματα βρίσκονται κυρίως στην ουσία της πολιτικής, στα αποτελέσματα της συνάντησης:
Ο Αλ. Τσίπρας φέρεται να πανηγυρίζει για την προοπτική κάποιων αμερικανικών επενδύσεων στην Ελλάδα. Οι οποίες όμως εξαρτώνται από το εάν και κατά πόσο η κυβέρνηση Τσίπρα θα συνεχίσει τις «σωστές μεταρρυθμίσεις» όπως τις χαρακτήρισε ο Ντόναλντ Τραμπ. Όποιος θέλει να ενημερωθεί για το τι σημαίνουν οι α λα Τραμπ «σωστές μεταρρυθμίσεις», ας ρίξει μια ματιά στο εφιαλτικό τοπίο των εργασιακών σχέσεων στις ΗΠΑ, στην μετά τον Ρόναλντ Ρίγκαν εποχή. Σε ένα τοπίο που γίνεται δραματικά χειρότερο κατά τη διακυβέρνηση Τραμπ (πχ με την απόπειρα οριστικής κατεδάφισης του συστήματος δημόσιας περίθαλψης). Με αυτούς τους όρους «επενδύουν» πλέον οι φίλοι του Τραμπ. Και σε αυτήν την κατεύθυνση δεσμεύτηκε ο Τσίπρας προκειμένου να προσελκύσει το αμερικανικό ενδιαφέρον.
Σχετικά με τις διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ, ο Αλ. Τσίπρας χαρακτήρισε τις θέσεις του Ταμείου «ως μουσική στα αυτιά του», υπαινισσόμενος δυνατότητες για να αξιοποιηθεί το αιμοσταγές Ταμείο σε μια προοπτική «χαλάρωσης» του προγράμματος επιτήρησης, κυρίως στο θέμα της αποπληρωμής του χρέους. Μωραίνει κύριος…
Όμως το «ψητό» της επίσκεψης βρισκόταν αλλού. Στη συζήτηση για τις βάσεις, τους εξοπλισμούς, την ασφάλεια της πολιτικής των ΗΠΑ στην περιοχή.
Και εδώ το πάρε-δώσε είναι σημαντικό.
Ο Αλ. Τσίπρας αποδέχθηκε πλήρως την αναβάθμιση της στρατηγικής βάσης των ΗΠΑ στη Σούδα και υποσχέθηκε συναίνεση στο αμερικανικό αίτημα για μια ακόμα μεγάλη βάση στον ελλαδικό χώρο. Κατά τα αμερικανικά τηλεοπτικά δίκτυα, στη Σούδα γίνονται ήδη εργασίες που την προετοιμάζουν για τον ελιμενισμό αεροπλανοφόρων πλοίων, ενώ οι New York Times δημοσιοποίησαν τις αμερικανικές σκέψεις για μεταφορά στην Κρήτη των πυρηνικών όπλων που είναι μέχρι σήμερα αναπτυγμένα στην τουρκική βάση του Ιντσιρλίκ, βάση που οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ θεωρούν ήδη επισφαλή.
Ο Τραμπ δεν είχε λόγους να κρατήσει ως μυστικό τον ρόλο αυτής της «φιλοξενίας»: «την στρατιωτική προστασία των συμφερόντων των ΗΠΑ στην ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και την περιοχή του Κόλπου». Ο ελλαδικός χώρος μετατρέπεται σε ένα αναβαθμισμένο ορμητήριο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Και μάλιστα σε μιαν εποχή με εκρηκτικές αντιθέσεις, όπου μεγάλα τμήματα της περιοχής είναι ήδη σε εμπόλεμη κατάσταση.
Ακριβώς γι’ αυτό οι Αμερικανοί δεν είχαν λόγους να είναι φειδωλοί στα εξοπλιστικά προγράμματα που ζήτησε ο Τσίπρας. Το κόστος του εκσυγχρονισμού των F-16 φτάνει στα 2,4 δισ. ευρώ (ένα κολοσσιαίο ποσό που θα αρκούσε για να σωθούν το ασφαλιστικό σύστημα, και μαζί τα νοσοκομεία και τα σχολεία, από την κρίση όπου τα έχουν βυθίσει τα μνημόνια). Όμως δεν είναι μόνο αυτό: σύμφωνα με τον αμερικανικό Τύπο, η ελληνική πλευρά κατέθεσε επισήμως το αίτημα για προμήθεια υπερσύγχρονων και πανάκριβων F-35, αλλά και νέων πολεμικών πλοίων, ικανών να «σηκώσουν» πυραυλικό εξοπλισμό. Μέσα σε μια βαθιά κοινωνική και οικονομική κρίση, μια κυβέρνηση τάχα μου αριστερή, διαπραγματεύεται με τους ιμπεριαλιστές μια νέα «αγορά του αιώνα». Στις σημερινές συνθήκες η επιλογή «κανόνια – όχι βούτυρο» αποτελεί κυριολεκτικά βάναυση πρόκληση για τις λαϊκές δυνάμεις.
Οι λόγοι που ο Τραμπ κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση είναι προφανείς: οι ΗΠΑ θέλουν να κλείσουν επειγόντως την «τρύπα» που έχει ανοίξει στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ η μετατόπιση της Τουρκίας, ενισχύοντας τη στρατιωτική παρουσία τους στον ελλαδικό χώρο και ενισχύοντας τον «άξονα» Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος-Ισραήλ. Αντίστοιχα ο Τσίπρας –συνεχίζοντας ασύστολα την πολιτική Αντ. Σαμαρά- προσπαθεί να αξιοποιήσει τις «ρωγμές» στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση του ελληνικού καπιταλισμού στην περιοχή, σε ρόλο υπο-ιμπεριαλιστικού χωροφύλακα. Έτσι, θεωρεί ότι θα βοηθηθεί ο ίδιος για να παραμείνει στην εξουσία, με μια ακραία φιλοατλαντική, φιλοϊμπεριαλιστική, φιλομιλιταριστική και αναγκαστικά εθνικιστική στροφή.
Είναι μια πολιτική ακραία επικίνδυνη για την ειρήνη, για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές στην περιοχή.
Ίσως τίποτα άλλο δε συμβολίζει πιο εμφατικά τον εκφυλισμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, την απόλυτη ευθυγράμμισή της με τα «ειωθότα» των αστικών κυβερνήσεων στην Ελλάδα, όσο το γλοιώδες κλίμα των συναντήσεων μεταξύ Τσίπρα και Τραμπ.