Ο ευρωβουλευτής της Λαϊκής Ενότητας, Νίκος Χουντής, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό Real FM, στην εκπομπή του Δημήτρη Καμπουράκη, και καλούμενος να σχολιάσει την Εμπορική Συμφωνία μεταξύ ΕΕ-Καναδά, γνωστή ως CETA, και ιδιαίτερα τις επιπτώσεις της στην ελληνική οικονομία, τόνισε μεταξύ άλλων:
«Το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο ψήφισε κατά πλειοψηφία, αυτή τη Συμφωνία, που δεν αφορά μόνο τα αγροτικά προϊόντα αλλά και ζητήματα δημοκρατίας.
Σ’ αυτή τη Συμφωνία, ενώ προστατεύονται προϊόντα των βορείων χωρών, δεν προστατεύεται η Φέτα, στην παραγωγή, τυποποίηση και εμπορία της οποίας απασχολούνται χιλιάδες κτηνοτρόφοι και εργαζόμενοι.
Αυτό το θέμα, σε επίπεδο ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, το ανέδειξα μαζί με άλλους συναδέλφους από το 2013, καθώς τότε υπήρχε η εμπορική συμφωνία ΕΕ-Σιγκαπούρης, στην οποία είχε παρεισφρήσει, η μη προστασία αγροτικών προϊόντων, η μη προστασία της φέτας. Από τότε είχα προειδοποιήσει ότι και στη συμφωνία με τον Καναδά αλλά και στην επικείμενη συμφωνία με τις ΗΠΑ, την ΤΤΙΡ, ένα χαρακτηριστικό που υπάρχει, είναι ότι δεν προστατεύονται αγροτικά προϊόντα σε βάρος των νοτίων χωρών, και στην προκειμένη περίπτωση, για την Ελλάδα, η Φέτα, το ελαιόλαδο και οι ελιές Καλαμάτας.
Η υπόθεση αυτή θα κριθεί όμως στο εθνικό κοινοβούλιο. Το πολιτικό ερώτημα είναι, τι θα κάνουν στην προκειμένη περίπτωση οι Έλληνες βουλευτές.
Οι ευρωβουλευτές της ΝΔ υπερψήφισαν την Συμφωνία, ενώ οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ την καταψήφισαν. Στο εθνικό κοινοβούλιο όμως, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ είναι «υποχρεωμένοι» να την ψηφίσουν, γιατί έτσι έχει δεσμευθεί η ελληνική κυβέρνηση.
Έχω κάνει έκκληση να μην την ψηφίσουν.
Η μάχη δεν έχει χαθεί, αρκεί το ελληνικό κοινοβούλιο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Στη συμφωνία αυτή, κυρίως δεν προστατεύονται τα αγροτικά προϊόντα του νότου.
Η Συμφωνία αυτή έχει τη σφραγίδα των βορείων χωρών και των πολυεθνικών.
Η μη προστασία της Φέτας ήταν το αντίδοτο στην απαίτηση του Καναδά να εξάγει στην ΕΕ μεγάλες ποσότητες βοοειδών. Από την άλλη, οι βόρειες χώρες της ΕΕ πιέζονται από τις αυτοκινητοβιομηχανίες να μπουν στις δημόσιες προμήθειες του Καναδά. Σε αυτή την «τράμπα» το θύμα ήταν τα αγροτικά προϊόντα του νότου.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αυτή η μη προστασία των ελληνικών αγροτικών προϊόντων έχει μπει και στις άλλες διμερείς συμφωνίες της ΕΕ.
Η χρήση της ονομασίας Φέτα που είναι κατοχυρωμένη στην ΕΕ ως Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης, δε θα είναι κατοχυρωμένη στις διεθνείς αγορές, στον παγκόσμιο ανταγωνισμό λευκού τυριού.
Η CETA δεν είναι μόνο κρίσιμη για τα αγροτικά προϊόντα, αλλά και γιατί ο χαρακτήρας αυτών των συμφωνιών καταστρατηγεί την ευρωπαϊκή νομοθεσία και στα ζητήματα του περιβάλλοντος και των εργασιακών σχέσεων.
Οι σχέσεις μεταξύ των πολυεθνικών επιχειρήσεων του Καναδά με κράτη της ΕΕ, όταν υπάρχουν διενέξεις, δε θα κρίνονται από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια, αλλά από διορισμένα και πληρωμένα από αυτούς δικαστικά σχήματα.
Αν δηλαδή, στην Ελλάδα για παράδειγμα, επανέλθουν οι συλλογικές συμβάσεις, που θα σημαίνει κόστος για τις καναδικές επιχειρήσεις γιατί θα πρέπει να σέβονται τη νομοθεσία στις εργασιακές σχέσεις, το κόστος αυτό από την αλλαγή, θα το κρίνει ένα, τέτοιου τύπου δικαστήριο, προς όφελος φυσικά των επιχειρήσεων. Δηλαδή, θα απαιτήσουν αποζημίωση.
Επομένως, η συμφωνία προδικάζει το πώς πρέπει να νομοθετήσουν και πώς πρέπει να τοποθετηθούν πολιτικά οι χώρες, παραβιάζοντας τη δημοκρατία».
Ακούστε ολόκληρη τη συνέντευξη στο παρακάτω link:
Το Γραφείο Τύπου
1.03.2017